Ενόσω οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης ομιλούν περί της ανάπτυξης (που προς το παρόν παραμένει κρυμμένη πίσω από την επόμενη... γωνία), στην οικονομία συνεχίζεται η σκληρή διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, διαδικασία της οποίας οι βαθύτερες συνέπειες θα φανούν τα επόμενα χρόνια.
Όταν γίνεται λόγος για εσωτερική υποτίμηση η σκέψη των περισσοτέρων πηγαίνει αυτόματα στις τρέχουσες τιμές των ακινήτων και των αγαθών, ή και στη συντελεσθείσα συμπίεση του επιπέδου των μισθών.
Με αυτά τα δεδομένα, οι επιπτώσεις φαντάζουν ως τώρα μάλλον περιορισμένες, ιδίως στις τιμές. Ωστόσο οι διαδικασίες που έχουν τεθεί σε κίνηση είναι πολύ βαθύτερες και δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές.
Ίσως το πιο βασικό στοιχείο, που φαίνεται ότι θα καθορίσει το μέλλον, είναι τα επίπεδα των μισθών για τους νεοεισερχομένους στην αγορά εργασίας.
Τούτη την περίοδο, εξαιτίας των αστρονομικών ποσοστών ανεργίας στους νέους, αλλά και της γενικότερης κατάστασης στην οικονομία, ακόμη και άτομα που διαθέτουν σοβαρές μεταπτυχιακές σπουδές καταφέρνουν να βρουν δουλειά (αν το καταφέρνουν) αποδεχόμενα απασχόληση με τον βασικό μισθό των 560 ευρώ. Κάτι που λίγα χρόνια πριν θα ήταν αδιανόητο, παρότι ο βασικός μισθός ήταν σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα.
Αυτός ο μισθός όμως, ή κάποιος ελάχιστα υψηλότερος, αποτελεί πλέον τη βάση με την οποία θα κινηθούν οι απολαβές τους τα επόμενα χρόνια. Είναι το «σημείο εκκίνησης», από το οποίο θα μετρήσουν στη συνέχεια οι αυξήσεις τους.
Στην πορεία, καθώς θα αποκτούν εμπειρία, η παρουσία τους στην αγορά θα πιέσει τους μισθούς σε ψηλότερα κλιμάκια, καθώς τα «προσόντα» τους θα είναι περισσότερα σε σχέση με παλαιότερες «φουρνιές» στελεχών και υπαλλήλων, πιθανώς, δε, θα οδηγήσει σταδιακά και σε παραγκωνισμό των τελευταίων. Θα περάσει καιρός, αλλά κάποια στιγμή θα φτάσει ως και τα ανώτατα κλιμάκια.
Εάν δεν αλλάξουν δραστικά οι συνθήκες στην οικονομία, κάτι που δυστυχώς δεν φαίνεται ότι θα συμβεί στο άμεσο μέλλον, η περαιτέρω συμπίεση των μισθολογικών απολαβών μέσα από αυτήν τη μεσομακροπρόθεσμη διαδικασία θα οδηγήσει τελικά σε ραγδαία μείωση της εγχώριας ζήτησης, ακόμη και σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα.
Τι σημαίνει αυτό: Σημαίνει ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες που στηρίζονται στην εγχώρια ζήτηση θα γίνουν αναγκαστικά φθηνότερα. Κάτι που όμως μάλλον δεν θα ισχύσει για άλλα αγαθά, τα οποία είτε μπορούν να εξαχθούν, είτε είναι εισαγόμενα (άρα μεγάλο μέρος του κόστους τους προσδιορίζεται από τις συνθήκες παραγωγής σε άλλες χώρες), είτε υπάρχει ζήτηση γι' αυτά και από το εξωτερικό (π.χ. ορισμένες κατηγορίες ακινήτων, όπως τα παραθεριστικά ακίνητα σε δημοφιλείς τουριστικές περιοχές).
Πρακτικά όλα αυτά σημαίνουν ότι αν συνεχιστεί η πορεία ως έχει (και ανεξάρτητα από το αν θα υπάρξουν ξένες επενδύσεις, οι οποίες ενδεχομένως θα προελκυσθούν με κίνητρα αυτή ακριβώς τη μείωση του κόστους εργασίας και εγκατάστασης), η Ελλάδα ίσως ξαναγυρίσει σε παλαιότερες εποχέςν. Εποχές όπως οι δεκαετίες του '70 και του '80, όταν τα ηλεκτρονικά, τα αυτοκίνητα και πολλά άλλα αγαθά θεωρούνταν στην πράξη περίπου «είδη πολυτελείας» και ο πήχης της άνετης διαβίωσης ήταν πολύ χαμηλότερα, ακόμη και σε σχέση με το σήμερα.
Σε μια χώρα με σημαντική υπογεννητικότητα, μεγάλο ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία θα παίξει και το επίπεδο των συντάξεων. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες συντάξεις έχουν ήδη υποστεί σοβαρές μειώσεις, όλα δείχνουν ότι η διαδικασία θα συνεχιστεί.
Από τη μία πλευρά υπάρχει το συνεχιζόμενο άμεσο πρόβλημα της βιωσιμότητας των ταμείων κι από την άλλη πλευρά η διαρκώς μειούμενη αξία των εισφορών. Η μείωση των εισφορών με τη σειρά της έχει δύο διαστάσεις. Η ανεργία και η μείωση των μισθών συνιστά την πρώτη διάσταση. Η κάθετη μείωση στις απολαβές των νεοεισερχομένων στην αγορά συνιστά τη δεύτερη, που έχει και τις πιο μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Κι όπως είναι εύκολα αντιληπτό, με βάση τη συνεχιζόμενη γήρανση του πληθυσμού, η μείωση των συντάξεων θα έχει σημαντικότατες επιπτώσεις στη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, καθώς η ζήτηση εκ μέρους των συνταξιούχων αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία.
Εν ολίγοις, αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά, η Ελλάδα κινείται τελεσίδικα προς μια περίοδο επιστροφής στο παρελθόν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το βιοτικό επίπεδο του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού.
Αυτή άλλωστε είναι η πραγματική όψη της εσωτερικής υποτίμησης. Το ευρώ μας θα έχει την ίδια αξία με το ευρώ των άλλων, όμως θα έχουμε πολύ λιγότερα ευρώ εισόδημα, κι αυτό θα καθιστά πολύ δυσκολότερη την απόκτηση πολλών αγαθών όπως αυτά που περιγράφηκαν παραπάνω, είτε πρόκειται για εισαγόμενα τρόφιμα και ρούχα, είτε για είδη σπιτιού, αυτοκίνητα κ.λπ.
Κι αυτό σε μια χώρα που προς το παρόν εισάγει είτε με τη μορφή τελικών προϊόντων, είτε με τη μορφή πρώτων και ενδιάμεσων υλών, πολύ μεγάλο ποσοστό από αυτά που καταναλώνει, δεν θα έχει μεγάλη διαφορά από μια πραγματικά μεγάλη υποτίμηση σε εθνικό νόμισμα.
Για την ακρίβεια, μπορεί να αποδειχτεί πολύ χειρότερη καθώς δεν συμβαίνει μονομιάς, αλλά σταδιακά, κουράζοντας την κοινωνία κι αφαιρώντας την ελπίδα για σύντομη ανάκαμψη.
ΥΓ.: Η στήλη βρίσκεται σε διακοπές, πλην όμως θέλησε να ασχοληθεί με το θέμα βλέποντας ότι η επικαιρότητα περιστρέφεται και πάλι γύρω από το επόμενο «μνημονιακό» δάνειο και το ενδεχόμενο ενός κουρέματος, τα οποία όμως ουδόλως επηρεάζουν την παραπάνω κατάσταση όπως προδιαγράφεται με τις σημερινές συνθήκες.
Αποτελεί δε γεγονός άξιον απορίας πώς τριάμισι χρόνια μετά την επίσημη έναρξη της κρίσης εξακολουθεί να μην υπάρχει ένα Εθνικό Σχέδιο προκειμένου να εκμεταλλευτούμε τα υπαρκτά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας, μήπως και γλιτώσουμε τα τετελεσμένα που έρχονται ολοταχώς.