Την προηγούμενη εβδομάδα είδαμε μια σημαντική διόρθωση στα διεθνή χρηματιστήρια, την πρώτη εδώ και δύο χρόνια. Μετά την Τρίτη, το κλίμα άρχισε να γίνεται αρνητικό, με αποκορύφωμα την συνεδρίαση της Παρασκευής 2 Φεβρουαρίου, όπου ο αμερικανικός δείκτης έκλεισε με απώλειες 2,31%, στο χαμηλότερο σημείο της συνεδρίασης. Την προηγούμενη χρονιά, η χειρότερη μέρα είχε απώλειες μόλις 1,3%.
Η συνεδρίαση της Παρασκευής πήρε άσχημη τροπή μόλις ανακοινώθηκαν τα στοιχεία του Γραφείου Εργασίας των ΉΠΑ, σύμφωνα με τα οποία αυξήθηκαν όχι μόνο οι θέσεις εργασίας, αλλά και ο μέσος μισθός. Γιατί αυτά ήταν κακά νέα; Γιατί υψηλότεροι μισθοί σημαίνουν υψηλότερο πληθωρισμό, κάτι που η Fed, η κεντρική τράπεζα, παρακολουθεί με πολύ άγχος όπως έδειξε και η τελευταία της ανακοίνωση. Πληθωριστικές πιέσεις σημαίνουν υψηλότερα επιτόκια. Οι αγορές προέβλεπαν δυο αυξήσεις επιτοκίων το 2018, αλλά πλέον ενσωματώνουν το ενδεχόμενο τριών ή τεσσάρων αυξήσεων, άρα και το τέλος της εποχής του «εύκολου χρήματος».
Για μια ακόμα φορά, όπως σε όλα τα σημαντικά γεγονότα, η ομολογιακή αγορά δείχνει το δρόμο. Η παροχή φορολογικών ελαφρύνσεων που μόλις υπογράφτηκε, θα έρθει με σημαντική αύξηση του δανεισμού, κάτι που επιτάχυνε την πτώση των τιμών των ομολόγων.
Η απότομη άνοδος των αποδόσεων της αμερικανικής δεκαετίας, από 2.5% σε 2.84% μέσα σε λίγες μέρες μας δείχνει που είναι το πρόβλημα και αυτό είναι στη Fed. Έτσι ξετυλίγεται ένα από τα ρίσκα που ίσως τελειώσει τον οικονομικό και χρηματιστηριακό κύκλο. Μια νέα και άπειρη σύνθεση της κεντρικής τράπεζας, με σημαντικές ελλείψεις, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια οικονομία που υπερθερμαίνεται και ταυτόχρονα την μείωση του τεράστιου ενεργητικού της, προίκα από τη Μεγάλη Κρίση του 2008-9.
Ένας έμπειρος επενδυτής στο City, τον οποίο συμβουλεύτηκα την Παρασκευή, μίλησε για μια «φυσιολογική διόρθωση», απαραίτητη για να αναπνεύσει μια αγορά η οποία φαινόταν να πηγαίνει μόνο πάνω. Άλλωστε, οι αποτιμήσεις ήταν σχετικά υψηλές, κάτι που πάντοτε προοιωνίζει μια διόρθωση. Αλλά εξακολουθούμε να είμαστε σε Bull Market, οπότε όλα καλά. Η διόρθωση θα κρατήσει λίγο και θα δούμε φρέσκα υψηλά σε λίγες μέρες.
Ίσως βραχυπρόθεσμα έχει δίκιο, αλλά με ορίζονται 6-12 μηνών, φοβάμαι ότι τα πράγματα ίσως να μην είναι ακριβώς έτσι. Οι μετοχικές αγορές δεν τέθηκαν σε αμφισβήτηση λόγω αποτιμήσεων. Με τον S&P 500 να διαπραγματεύεται 18χ φορές τα κέρδη του, μιλάμε σίγουρα για «ακριβές» μετοχές, αλλά όχι «ανυπόφορες» αποτιμήσεις. Περισσότερο προβλημάτισαν αποτελέσματα εταιριών τεχνολογίας όπως η Paypal, το Facebook ή η Apple παρά για το πόσο ακριβός ήταν ο S&P 500. Μήπως κάποιοι από αυτούς τους κολοσσούς φτάνουν τα φυσιολογικά τους όρια;
Η πτώση των ομολόγων και το ενδεχόμενο πληθωρισμού κανονικά είναι καλά νέα για τις μετοχές, αφού θα σήμαινε περισσότερες επενδύσεις εκεί, καθώς οι επενδυτές θα αποφεύγουν τα ομόλογα. Όχι όμως όταν ένας δεκαετής οικονομικός έχει βασιστεί στην παροχή «φτηνού χρήματος». Όχι όταν οι εταιρίες συνήθισαν να δανείζονται με μηδενικά επιτόκια για να χρηματοδοτούν μερίσματα και επαναγορές μετοχών. Όχι όταν η παγκόσμια οικονομία δεν έχει αποκτήσει την απαραίτητη δυναμική για να κινηθεί χωρίς τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών.
Το γεωπολιτικό ρίσκο την ανάληψης της εξουσίας από τον Ντ. Τράμπ τώρα ξετυλίγεται, καθώς με δική του ευθύνη και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος άλλαξε η φιλική προς τις αγορές ηγεσία της Fed, ενώ το κράτος θα πληρώσει πανάκριβα τις φοροελαφρύνσεις που υποσχέθηκε.
Η επενδυτική θεωρία έλεγε ότι όταν τελειώσει το «φτηνό χρήμα» η οικονομία θα ήταν έτοιμη να πάρει μπροστά μόνη της. Με την Κίνα πιο αδύναμη τους τελευταίους μήνες, και τους ηγέτες των παγκόσμιων οικονομικών κολοσσών να μην ρισκάρουν περαιτέρω ιδιωτικές επενδύσεις, χρειαζόμαστε ακόμα τις κεντρικές τράπεζες.
Προς το παρόν το θέμα λύνεται εύκολα, με μερικές διευκρινήσεις του Jerome Powell, νέου Προέδρου της Fed. Μόλις καθησυχάσει τους επενδυτές ότι βρίσκεται στο πλευρό τους, θα δούμε ανάκαμψη. Όσο καθυστερεί, τόσο τα πράγματα θα γίνονται χειρότερα, όμως πιθανότατα η διόρθωση έχει γρήγορη ημερομηνία λήξης.
Αλλά οι επενδυτές καλά θα κάνουν να θυμόνται ότι το ρολόι πλέον μετρά αντίστροφα για τον οικονομικό και επενδυτικό κύκλο, και όσο οι μεγάλες εταιρίες δεν επενδύουν, τόσο περισσότερο ένα λάθος των κεντρικών τραπεζών μπορεί να φέρει το τέλος του, και την αρχή της επόμενης κρίσης.
* Ο Γιώργος Λαγαρίας είναι Οικονομικός Αναλυτής και εργάζεται στο Λονδίνο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.