Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Μετοχές: Η καλύτερη μακροπρόθεσμη επένδυση

Όσοι επενδύουν με εμπιστοσύνη στο χρηματιστήριο όταν οι τιμές ανεβαίνουν, αλλά χάνουν την εμπιστοσύνη τους όταν οι τιμές πέφτουν, απλώς, δεν γνωρίζουν αρκετά καλά τη λειτουργία των αγορών χρήματος, τονίζουν οι ”ειδικοί”. Οι μετοχές λένε, είναι η καλύτερη μακροπρόθεσμη επένδυση...

Μετοχές: Η καλύτερη μακροπρόθεσμη επένδυση
Τα τελευταία χρόνια οι επενδυτές ανά τον κόσμο γνώρισαν από ”πρώτο χέρι” τι σημαίνει ”κυκλική τροχιά” των χρηματιστηριακών επενδύσεων. Από τα μεγάλα κέρδη στις τεράστιες απώλειες και στην απόγνωση. Την εμπειρία αυτή την ένιωσαν και οι έλληνες επενδυτές, πολλοί εκ των οποίων αποσύρθηκαν από το χρηματιστήριο και στράφηκαν ξανά σε πιο συντηρητικές επενδύσεις όπως ομόλογα, ακίνητα κοκ.

Ωστόσο, αυτά που διδάχτηκαν τόσο οι έλληνες όσο και οι ξένοι επενδυτές από την σχετικά πρόσφατη χρηματιστηριακή ”τραγωδία” είναι χρήσιμα. Όσοι επενδύουν με εμπιστοσύνη στο χρηματιστήριο όταν οι τιμές ανεβαίνουν αλλά χάνουν την εμπιστοσύνη τους όταν οι τιμές πέφτουν, απλώς δεν γνωρίζουν την λειτουργία των αγορών χρήματος. Τα πρόσφατα ακραία πτωτικά φαινόμενα, δεν ήταν ούτε παράδοξα, ούτε πρωτόγνωρα και φυσικά κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα ξανασυμβούν.

Τι διδαχτήκαμε...

Πρώτον, μακροπρόθεσμα, οι μετοχές έχουν μεγαλύτερη απόδοση από κάθε άλλη επένδυση. Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, από τη μελέτη των χρηματιστηριακών αγορών ανά ιστορικές περιόδους προκύπτει ότι ανεξάρτητα από τις περιστασιακές αιφνίδιες πτώσεις των τιμών, μακροπρόθεσμα η απόδοση των μετοχών είναι σημαντικά υψηλότερη από την απόδοση οποιασδήποτε άλλης μορφής επένδυσης.

Μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το reuters σχετικά με την απόδοση των επενδύσεων τον 20ο αιώνα έδειξε ότι η πραγματική απόδοση σε ετήσια βάση των κοινών μετοχών ήταν κατά 3-6% μεγαλύτερη από την απόδοση των ομολόγων σε όλες τις αγορές της έρευνας, δηλαδή τις Η.Π.Α., την Ιαπωνία και άλλες οκτώ μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Από το συμπέρασμα αυτό δεν εξαιρείτο ούτε η χώρα μας. Μετά τη βελτίωση του επιπέδου των τιμών, η μέση ονομαστική απόδοση των ελληνικών μετοχών από το 1964 μέχρι σήμερα, όπως έχει υπολογιστεί βάσει του γενικού δείκτη του ΧΑΑ, ανέρχεται στο 16% ετησίως.

Δεύτερον, η μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απόδοση των μετοχών αποτελεί το αντιστάθμισμα για το μεγαλύτερο βραχυπρόθεσμο κίνδυνο που ενέχουν. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο οι τιμές των μετοχών καταγράφουν εντονότερες διακυμάνσεις σε σύγκριση με τις τιμές άλλων περιουσιακών στοιχείων μακροπρόθεσμης απόδοσης. Ωστόσο, η επίτευξη μεγαλύτερων αποδόσεων σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα από τις μετοχές, οφείλεται στον παράγοντα κίνδυνο, τον οποίο αποδέχονται να αναλάβουν οι επενδυτές που επιθυμούν να διεκδικήσουν ελκυστικότερες αποδόσεις. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, όσοι δεν επιθυμούν να ”ρισκάρουν” περισσότερο, περιορίζονται σε επενδύσεις χαμηλότερου ρίσκου, όπως τα repos.

Σε γενικές γραμμές ένας από τους θεμελιώδεις κανόνες των επενδύσεων ορίζει ότι οι επενδυτές αποζημιώνονται μακροπρόθεσμα για το ρίσκο που αναλαμβάνουν.

Τρίτον, κανένας επενδυτής είτε ”επαγγελματίας”, πολλώ δε μάλλον ερασιτέχνης δεν είναι σε θέση να προβλέψει τις μελλοντικές κινήσεις των χρηματιστηρίων ώστε να αποκλείσει τον βραχυπρόθεσμο κίνδυνο. Οι βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις των χρηματιστηριακών αγορών δεν είναι απόλυτα προβλέψιμες, αφού μπορούν να επηρεαστούν τόσο από τα οικονομικά γεγονότα, όσο και από την ”ψυχολογία” των επενδυτών. Ετσι λοιπόν, στο βαθμό που τα οικονομικά γεγονότα παίζουν κάποιο ρόλο, όσα είναι ήδη γνωστά περιλαμβάνονται στις τρέχουσες τιμές της αγοράς.

Οι μελλοντικές κινήσεις των χρηματιστηριακών δεικτών εξαρτώνται κυρίως από τα οικονομικά γεγονότα τα οποία στην πλειονότητά τους είναι απρόβλεπτα. Όπως επισημαίνουν παρατηρητές της αγοράς, από την πρόσφατη χρηματιστηριακή ιστορία αποδεικνύεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των επενδυτών που ακολουθούν την τακτική του ”market timing”, αγοράζοντας και πουλώντας, δηλαδή, μετοχές σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, καταλήγουν να απολαμβάνουν χαμηλότερων αποδόσεων από το μέσο όρο της αγοράς.

Τέταρτον, οι υψηλές αποδόσεις επιτυγχάνονται μόνον σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα. Κοινώς, όσο πιο μεγάλος είναι ο επενδυτικός ορίζοντας, τόσο πιο πιθανό είναι η συνολική απόδοση να προσεγγίζει τον ιστορικό υψηλό μακροπρόθεσμο μέσο όρο.

Όταν ένας επενδυτής θέτει χρονικό ορίζοντα μικρότερο του ενός έτους, δεν είναι σε θέση, ούτε κατά μέσο όρο, να εκτιμήσει ή να προσδιορίσει αποδόσεις, και αυτό διότι σε διάστημα μικρότερο του ενός έτος είναι σχεδόν αδύνατο να γίνουν προβλέψεις.

Ωστόσο, σε ένα χρονικό ορίζοντα μεγαλύτερο των πέντε ετών ο κίνδυνος απώλειας μειώνεται αισθητά. Εννοείται ότι ένας χρονικός ορίζοντας μεγαλύτερος των δέκα ετών σχεδόν εξαλείφει τον κίνδυνο της απώλειας.

Πέμπτον, ο κίνδυνος που ενέχουν οι μετοχές μπορεί να μειωθεί σημαντικά με τη συστηματική διασπορά σε πολλές διαφορετικές εταιρείες, κλάδους και αγορές.

Είναι γνωστό ότι ακόμα και η επένδυση σε βάθος χρόνου δεν προσφέρει καμία προστασία όταν δεν συνοδεύεται από τη σωστή διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου. Σε περίπτωση δηλαδή που ένας επενδυτής έχει επιλέξει να επενδύσει σε μετοχές λίγων εταιρειών, κανένας δεν μπορεί να του εγγυηθεί ότι οι μετοχές αυτές θα έχουν τις επιθυμητές αποδόσεις. Είναι πολύ πιθανόν, ο μικρός αυτός αριθμός μετοχών να έχει ελάχιστες ή και αρνητικές αποδόσεις.

Ο κίνδυνος της επένδυσης σε μετοχικούς τίτλους μπορεί να μειωθεί δραστικά με την διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου σε πολλές διαφορετικές εταιρείες, διάφορους κλάδους δραστηριότητας και διεθνή χρηματιστήρια, επιλεκτικά. Επομένως, η επένδυση σε κάποιο αμοιβαίο κεφάλαιο με πολλές διαφορετικές μετοχές είναι λιγότερο επικίνδυνη από την επένδυση σε μεμονωμένες εταιρείες. Επίσης, η επένδυση σε πολλά διαφορετικά χρηματιστήρια ανά τον κόσμο είναι λιγότερο επικίνδυνη από την επένδυση σε μία μόνο μικρή αγορά. Τέλος, κάθε χρηματοοικονομικό χαρτοφυλάκιο θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα ποσοστό ομολόγων, διότι μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο του χαρτοφυλακίου.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v