Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΧΑ: Οι πηγές κύρους ασκούν επιρροή στις επιλογές

Ευμετάβλητοι στην επιρροή που μπορούν να ασκήσουν πηγές κύρους, όπως είναι ο πρόεδρος του Χ.Α. και χρηματιστηριακοί αναλυτές, εμφανίζονται οι επενδυτές για την εμπλοκή τους στο Χρηματιστήριο, όπως προκύπτει από έρευνα της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου, ενώ αντίθετα περιορισμένος είναι ο βαθμός επιρροής από άλλους ιδιώτες. Δείτε τα συμπεράσματα για τον ρόλο της σύγκρουσης και της πληροφορίας αναφορικά με την τοποθέτηση χρημάτων στο Χρηματιστήριο.

ΧΑ: Οι πηγές κύρους ασκούν επιρροή στις επιλογές
Έρευνα της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου

* Αναλυτικοί πίνακες στη δεξιά στήλη ”Συνοδευτικό Υλικό”

Ευμετάβλητοι στην επιρροή που μπορούν να ασκήσουν πηγές κύρους, όπως είναι ο πρόεδρος του Χρηματιστηρίου και χρηματιστηριακοί αναλυτές, εμφανίζονται οι επενδυτές για την εμπλοκή τους στο Χρηματιστήριο.

Αντίθετα, περιορισμένος είναι ο βαθμός επιρροής από άλλους ιδιώτες, που φαίνεται ότι δεν μπορούν να ασκήσουν πίεση μέσω της επιλογής τους να τοποθετηθούν στο Χρηματιστήριο.

Σε γενικές γραμμές οι επενδυτές δεν παρασύρονται εύκολα από πληροφορίες και προτροπές, ένδειξη ότι το ”πάθημα” του 1999-2000 μαλλον έγινε ”μάθημα” ως έναν βαθμό.

Από την άλλη πλευρά όμως φαίνεται ότι συνεχίζονται οι αρνητικές παραστάσεις μεταξύ των δυνητικών επενδυτών, σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία του χρηματιστηριακού θεσμού και την προστασία των ιδιωτών επενδυτών.

Αυτά έδειξε έρευνα για την επενδυτική συμπεριφορά στο Χρηματιστήριο, που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διπλωματικής εργασίας της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Οργανωτικής και Οικονομικής Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με αντικείμενο τον ”Ρόλο της σύγκρουσης και της πληροφορίας για την επένδυση στο Χρηματιστήριο. Η καθοριστική εμπειρία της περιόδου 1999-2000” και με την επίβλεψη του διδάκτορα Κοινωνικής Ψυχολογίας κ. Τηλέμαχου Ιατρίδη.

Η ταυτότητα της έρευνας

Περίοδος διεξαγωγής: η συλλογή των στοιχείων έγινε από τα τέλη Φεβρουαρίου έως τα μέσα Μαΐου 2006, σε μια περίοδο κατά την οποία ο Γενικός Δείκτης Τιμών στο Χρηματιστήριο Αθηνών παρουσίαζε σταθερές ανοδικές τάσεις.

Περιοχή διεξαγωγής: νομός Αττικής.

Πληθυσμός: άνδρες και γυναίκες από 18 ετών και άνω.

Δείγμα: 285 δυνητικοί επενδυτές που προέρχονταν, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, από το προσωπικό ενός μεγάλου βιομηχανικού ομίλου, καθώς και μία εμπορική εταιρία και δύο εταιρίες παροχής υπηρεσιών. Στην τελική ανάλυση συμμετείχαν 168 υποκείμενα που ανταποκρίθηκαν επαρκώς στο πειραματικό έργο.

Μέθοδος συλλογής στοιχείων: η μέθοδος που επιλέχθηκε ήταν η πειραματική, στο θεωρητικό πλαίσιο της Κοινωνικής Ψυχολογίας και η συλλογή των στοιχείων έγινε μέσω δομημένων ερωτηματολογίων.

Αποτελέσματα

Η έρευνα είχε ως στόχο να διερευνήσει τον ρόλο της σύγκρουσης και της πληροφορίας για την τοποθέτηση χρημάτων στο Χρηματιστήριο. Το ερευνητικό μοντέλο βασιζόταν στο τρίπολο στόχος-αντικείμενο-πηγή, όπου στόχος ήταν οι δυνητικοί επενδυτές, αντικείμενο της σύγκρουσης το Χρηματιστήριο και πηγή επιρροής οι ”ειδικοί” (πρόεδρος του Χ.Α., χρηματιστηριακοί αναλυτές) και ιδιώτες επενδυτές.

Μέσο επιρροής θεωρήθηκε η πληροφόρηση, την οποία διοχέτευσαν οι πηγές επιρροής.

Η υπόθεση που διατυπώθηκε ήταν ότι οι πηγές με χαρακτήρα πραγματογνωσίας, όπως ο πρόεδρος του Χ.Α. και οι χρηματιστές, έχουν τη δυνατότητα άσκησης επιρροής, γιατί μπορούν να τους αποδοθούν ικανότητες και γνώσεις, λόγω της άμεσης συνάφειάς τους με το αντικείμενο.

Σε ό,τι αφορά την πηγή χαμηλού καθεστώτος, όπως οι ιδιώτες, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι μπορούν να ασκήσουν εξίσου επιρροή, από την άποψη ότι τα υποκείμενα θα στραφούν σε αυτούς, στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν την επιβεβαίωση της ικανότητάς τους, μέσω της διαδικασίας της μίμησης.

Από το σύνολο των αποτελεσμάτων της έρευνας συνάγεται, καταρχήν, ότι υπάρχει σημαντική αλληλεπίδραση της πηγής πληροφόρησης και του είδους της πληροφορίας για την εμπλοκή στο Χρηματιστήριο. Οι συμμετέχοντες ”αναγνωρίζουν”, είτε σε μια πηγή με χαρακτήρα πραγματογνωσίας, όπως ο πρόεδρος του Χρηματιστηρίου, ή οι χρηματιστηριακοί αναλυτές, είτε σε μια πηγή μικρότερης ικανότητας, όπως είναι οι ιδιώτες επενδυτές, τη δυνατότητα να παρέχουν πληροφορίες για τον ορισμό του αντικειμένου, δηλαδή, το Χρηματιστήριο.

Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, τις πηγές πραγματογνωσίας τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν τα εξής: Όταν ο πρόεδρος του Χρηματιστηρίου διοχετεύει γενικόλογη πληροφόρηση για τη θετική συμβολή του Χρηματιστηρίου οι συμμετέχοντες επιλέγουν την ενδιάμεση τοποθέτηση για την εμπλοκή τους στο Χρηματιστήριο σε μια κλίμακα διαφωνίας-συμφωνίας από το 1 έως το 7 (4.43).

Όταν οι χρηματιστές πράττουν το ίδιο οι συμμετέχοντες διαφωνούν (3.35). Το ίδιο συμβαίνει και με τους ιδιώτες (3.71).

Όταν ο πρόεδρος του Χρηματιστηρίου διαβεβαιώνει ότι το Χρηματιστήριο θα εκτοξευθεί σε πολύ υψηλές τιμές σε σύντομο χρονικό διάστημα οι συμμετέχοντες διαφωνούν για την εμπλοκή τους στο Χρηματιστήριο (3.75), ενώ, αντίθετα, όταν η ψευδαίσθηση προέρχεται από τους χρηματιστές τα υποκείμενα εμφανίζονται προβληματισμένα για την τοποθέτηση χρημάτων στο Χ.Α. (4.02). Διαφωνία εκφράζουν και όταν η ψευδαίσθηση προέρχεται από τους ιδιώτες (3.58).

Ο προβληματισμός που εκφράζεται από τα υποκείμενα του δείγματος σε ό,τι αφορά την τοποθέτηση χρημάτων στο Χρηματιστήριο ερμηνεύεται ως λανθάνουσα επιθυμία να εμπλακούν τελικά στο Χ.Α., με κριτήριο είτε την προσδοκία κέρδους, είτε τη μείωση της ζημίας που τυχόν υπέστησαν από προηγούμενες τοποθετήσεις και δη κατά την περίοδο του 1999.

Μια άλλη, συμπληρωματική ερμηνεία που συνεπάγεται το εύρημα είναι μια προκύπτουσα ανησυχία, αλλά όχι απόρριψη, των υποκειμένων απέναντι στις επενδύσεις κεφαλαίων στο Χρηματιστήριο, εξαιτίας της προϋπάρχουσας αρνητικής εμπειρίας του 1999.

Πάντως, και στις δύο ερμηνείες των απαντήσεων που δόθηκαν υποκρύπτεται ως ”κινητήριος δύναμη” η προσδοκία κέρδους από τα υποκείμενα του δείγματος. Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να διαφύγει της προσοχής το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια που διεξήχθη η έρευνα ο δείκτης τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών παρουσίαζε σταθερές ανοδικές τάσεις και το θέμα αυτό κυριαρχούσε στην οικονομική ειδησεογραφία των ημερών.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η επιρροή των ιδιωτών είναι μειωμένη. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι οι ιδιώτες, λόγω των αντικειμενικά περιορισμένων γνώσεων που έχουν σχετικά με το Χρηματιστήριο, συγκριτικά με τους ειδικούς, προκάλεσαν στα υποκείμενα του δείγματος αντίσταση επιρροής, που εξηγείται από τη σύγκρουση ανικανοτήτων.

Τα υποκείμενα δεν είναι πιο σίγουρα για τις εκτιμήσεις τους από ό,τι για τις πληροφορίες που δέχονται από τους ιδιώτες επενδυτές. Άρα, κατέληξαν να αποστασιοποιηθούν από τη συγκεκριμένη πηγή.

Η απουσία έκδηλης συναίνεσης των υποκειμένων της έρευνας στην επιρροή που άσκησαν πηγές υψηλού καθεστώτος για την εμπλοκή στο Χρηματιστήριο ερμηνεύεται από την ύπαρξη αρνητικών στάσεων απέναντι στον θεσμό. Όσο τα υποκείμενα πιστεύουν ότι το Χρηματιστήριο δεν λειτουργεί με κανόνες, απουσιάζει η διαφάνεια και κερδίζουν οι λίγοι σε βάρος των πολλών, τόσο παραμένουν ανεπηρέαστα για την επενδυτική απόφασή τους από μια πηγή υψηλού καθεστώτος, που είτε υπερθεματίζει για τον θετικό ρόλο του, είτε υπόσχεται γρήγορα κέρδη από τη λειτουργία του.

Αδυναμία επιρροής από τις πηγές πραγματογνωσίας παρατηρείται, επίσης, από την ύπαρξη αναπαραστάσεων για τον ρόλο των πολιτικών. Όσο τα υποκείμενα πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις καταλήγουν να διαιωνίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες μέσω του Χρηματιστηρίου, στο οποίο, επιπροσθέτως, εκτιμούν ότι η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί συνθήκες αβεβαιότητας, τόσο παραμένουν ανεπηρέαστα από τις διαβεβαιώσεις που παρέχουν οι ”ειδικοί” για υψηλά και άμεσα κέρδη.

Αντίθετα, επιρροή μπορούν να ασκήσουν οι πηγές πραγματογνωσίας μόνον όταν οι αναπαραστάσεις για την πληροφόρηση ταυτοποιούνται με την πηγή από την οποία προέρχονται και όταν υπάρχουν θετικές αναπαραστάσεις για τον ρόλο των πολιτικών.

Με άλλα λόγια, όταν τα υποκείμενα πιστεύουν ότι η καλύτερη πληροφόρηση δεν προέρχεται από το τι κάνουν οι άλλοι επενδυτές θα είναι ευμετάβλητα στην επιρροή που μπορεί να ασκήσει μια πηγή υψηλού καθεστώτος για τη λήψη της επενδυτικής απόφασής τους, όταν, μάλιστα, διαβεβαιώνει ότι το Χρηματιστήριο υπόσχεται γρήγορα κέρδη.

Επίσης, όσο τα υποκείμενα διακατέχονται θετικά απέναντι στους πολιτικούς, εκτιμώντας ότι ο ρόλος τους είναι να προστατεύουν τους επενδυτές από κερδοσκοπικά παιχνίδια, τόσο θα είναι επιρρεπή στην επιρροή που μπορούν να ασκήσουν οι ”ειδικοί”, ειδικά όταν παρέχουν διαβεβαιώσεις ότι το Χρηματιστήριο θα εξελιχθεί πολύ θετικά στο άμεσο μέλλον.

Σε ό,τι αφορά την αδυναμία επιρροής των ιδιωτών ερμηνεύεται από την ύπαρξη των αναπαραστάσεων για την αξία της πληροφόρησης. Όσο, δηλαδή, τα υποκείμενα πιστεύουν ότι η πληροφόρηση είναι μια υποκειμενική διαδικασία και ότι η πρόσβαση σε πληροφορίες δεν μειώνει το ρίσκο που συνεπάγεται το Χρηματιστήριο τόσο παραμένουν ανεπηρέαστα από την επιρροή των όσων υποστηρίζουν οι άλλοι επενδυτές.

Μία πρώτη ερμηνεία που δίνεται είναι ότι το ”πάθημα έγινε μάθημα”, με την έννοια ότι οι δυνητικοί επενδυτές σήμερα δεν επηρεάζονται από το τι κάνουν οι φίλοι, γνωστοί και γείτονες, όπως πιθανόν να συνέβη κατά την περίοδο του 1999, οπότε παρατηρήθηκε μαζική προσέλευση μικροεπενδυτών στο ελληνικό Χρηματιστήριο.

Ενδεχομένως, όμως, θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως επιθυμία των υποκειμένων να μην ”ομολογήσουν” ότι παρασύρονται από τις πράξεις των άλλων, μια πρακτική την οποία έχουν ”χρεωθεί” ότι έπραξαν το 1999.

Τα παραπάνω ευρήματα φαίνεται να είναι συναφή με τα αρχικά αποτελέσματα της έρευνας, που έδειξαν τα υποκείμενα του δείγματος να είναι προβληματισμένα με τη λήψη της επενδυτικής απόφασης.

Οι αναπαραστάσεις που προκύπτουν για τον θεσμό του Χ.Α., την πληροφόρηση, αλλά και τον ρόλο των πολιτικών ενισχύουν τη διαπίστωση των ερευνητών ότι όσο η κοινωνική σύγκρουση δεν επιλύεται, δηλαδή δεν έχουν αρθεί οι λόγοι για τους οποίους υφίσταται έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στον θεσμό του Χρηματιστηρίου και τους εκπροσώπους του, λόγω της προηγούμενης αρνητικής εμπειρίας του 1999, τόσο θα διατηρείται η αβεβαιότητα για τις επενδύσεις σε αυτό, ακόμη κι αν υφίσταται ιδιαίτερη σχέση της πηγής, που ασκεί την πίεση για ενδοτικότητα, με το αντικείμενο.

Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα για την κοινωνική επιρροή, τα οποία επιτρέπουν να διαμορφωθεί μια σύνολη εικόνα. Όπως προέκυψε, όσο ενισχύεται η μειονοτική συμπεριφορά ως συντελεστής κοινωνικής αλλαγής και δείκτης ψυχολογικής ανεξαρτησίας, καμία από τις πηγές υψηλού καθεστώτος δεν μπορεί να επηρεάσει την επενδυτική συμπεριφορά, ακόμη κι αν ως εκ της θέσης τους και της εμπειρίας τους υπόσχονται μεγάλα και γρήγορα κέρδη από το Χρηματιστήριο.

Το αντίθετο συμβαίνει όταν πριμοδοτείται η συμμόρφωση ακόμη κι αν τα υποκείμενα δέχονται πληροφόρηση που δεν εμπεριέχει συγκεκριμένα στοιχεία, ώστε να διασφαλίζεται η τοποθέτηση των κεφαλαίων τους. Τα ανεξάρτητα υποκείμενα θα επιδείξουν εμπιστοσύνη στην αντίληψη και εμπειρία τους, τα συμμορφωμένα θα υποταχθούν στην πλειοψηφία.

Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προσδοκία κέρδους φαίνεται να παραμένει κινητήριος δύναμη για την επενδυτική απόφαση, ενώ το έλλειμμα υποσχέσεων και διαβεβαιώσεων από τους πολυποίκιλους φορείς εξουσίας εμποδίζει τη γενίκευσή της.

Ταυτόχρονα, η έλλειψη ενδείξεων για τη διάρκεια της ανοδικής πορείας του Χρηματιστηρίου, σε συνδυασμό με την απουσία φαινομένων γενίκευσης μιας τέτοιας συμπεριφοράς από άλλους επενδυτές, ενδεχομένως να εμποδίζει την κοινωνική ταύτιση των υποκειμένων της έρευνας με τους ιδιώτες, κάτι που έτσι κι αλλιώς θα συνεπαγόταν μεγάλο κόστος, αφού θα ”κινδύνευαν” για άλλη μία φορά να επωμισθούν την ευθύνη των ριψοκίνδυνων αποφάσεών τους.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v