Από κάθε άποψη, τα δάνεια που συμφωνήθηκε να δοθούν στην Ελλάδα αποτελούν ταυτόχρονα τολμηρή και πρωτοφανή κίνηση. Και είναι κατανοητό αυτό, αν σκεφτεί κανείς πόσα διακυβεύονται για την Ελλάδα, την Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία. Θα είναι όμως οι ανακοινώσεις αυτές «σημείο καμπής» στην κρίση που ξέσπασε στην Ελλάδα και ήδη μολύνει άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες;
Ας αρχίσουμε με τα καλά νέα: Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να επιχειρήσει εκτεταμένη δημοσιονομική εξυγίανση. Η Ευρώπη και το ΔΝΤ δεσμεύτηκαν να προσφέρουν σημαντικά δάνεια. Τελικά και οι τρεις πλευρές εμφανίστηκαν στο ίδιο μήκος κύματος - κάτι που απαιτούνταν επί μακρόν.
Όλα αυτά μπορεί να είναι απαραίτητα, αλλά είναι μακροπρόθεσμα επαρκώς αποδοτικά; Εξαρτάται από την οπτική που έχει κανείς επί μερικών θεμάτων σχεδιασμού και εφαρμογής.
Έχει ξεκαθαριστεί από την πρώτη μέρα ότι ο σχεδιασμός ενός επιτυχούς ελληνικού προγράμματος εξυγίανσης περιπλέκεται ενδογενώς, καθώς η χώρα έχει μόνο ένα μακροοικονομικό εργαλείο: τη δημοσιονομική λιτότητα. Είναι ένα πολύ «τραχύ» εργαλείο που θα μπορέσει να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα μόνο μέσω του αποπληθωρισμού, και μάλιστα αποπληθωρισμού επίπονου και παρατεταμένου.
Αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα επιτείνεται από τέσσερις ακόμη προκλήσεις οι οποίες αφορούν στον σχεδιασμό και πρέπει να ξεπεραστούν.
Πρώτον, η Ελλάδα χρειάζεται έγκαιρα εξωτερική χρηματοδότηση που θα είναι και μαζική και χαριστική. Η χρηματοδότηση την οποία υποσχέθηκαν η Ε.Ε. και το ΔΝΤ είναι πολύ μεγάλη και είναι χαριστική - δεδομένων των επιτοκίων που επικρατούσαν στην αγορά για τα ελληνικά ομόλογα. Δεν είναι όμως αρκετά χαριστική αν δει κανείς το τεράστιο βάρος του ελληνικού χρέους που, ακόμη και με τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας, πρόκειται να αυξηθεί σχεδόν στο 150% του ΑΕΠ.
Δεύτερον, ο σχεδιασμός του προγράμματος προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα αντλήσει τα οφέλη της ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα - κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει πλήρη απόδοση των μέτρων. Σε αντίθετη περίπτωση, η συρρίκνωση του ΑΕΠ δεν θα περιοριστεί στο εκτιμώμενο 7%. Όμως η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρό έλλειμμα αξιοπιστίας. Και για τον λόγο αυτόν η πτώση του ΑΕΠ θα είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο υπολογίζεται, η αύξηση του δανειακού βάρους ακόμη μεγαλύτερη και οι ζημιές στις εγχώριες τράπεζες υψηλότερες.
Τρίτον, το πρόγραμμα σχεδιάστηκε έτσι ώστε να αντιμετωπίζει μάλλον τα προβλήματα ρευστότητας παρά αυτά της χρεοκοπίας. Έτσι, η Ελλάδα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο μιας «χαμένης δεκαετίας» παρόμοιας με εκείνη που βίωσε η Λατινική Αμερική στη δεκαετία του ’80 - και αυτό για έναν απλό λόγο: το πρόγραμμα δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τη θηλιά του χρέους. Όσο υπάρχει αυτή η θηλιά, το υψηλό ρίσκο θα αποτρέψει τις επενδύσεις στην Ελλάδα, είτε πρόκειται για χρηματοπιστωτικές είτε για άμεσες ξένες επενδύσεις.
Τέταρτον, το πρόγραμμα προϋποθέτει ότι δεν θα υπάρξει καθόλου νέα χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα έως το 2013. Μπορεί όμως να αποτρέψει τους σημερινούς υπάρχοντες επενδυτές από τη μαζική έξοδο; Το πρόβλημα είναι ότι έχει αλλάξει η σύνθεση της ομάδας εκείνων που επενδύουν σε ελληνικούς τίτλους: από εκείνους που εσφαλμένα αγόρασαν ομόλογα με το σκεπτικό ότι η Ελλάδα είναι ένα ώριμο ευρωπαϊκό έθνος, σε εκείνους που νιώθουν πιο άνετα με μεγαλύτερο πιστωτικό κίνδυνο. Δεδομένου του πόσο μεγάλη είναι η έκθεση της πρώτης ομάδας,η προαναφερθείσα αλλαγή θα φέρει πωλήσεις.
Αναφερθήκαμε στα ζητήματα σχεδιασμού, τώρα ας δούμε την εφαρμογή.
Είναι κατανοητό και σωστό η εφαρμογή να είναι χρονικά εμπροσθοβαρής. Στο κάτω-κάτω, το πρόγραμμα πρέπει να μπει γρήγορα «σε τροχιά» μέσω της πολιτικής σοβαρότητας και των εκταμιεύσεων. Και τα δύο αυτά ζητήματα όμως αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις σε ό,τι αφορά την εκτέλεσή τους.
Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει ήδη έντονη λαϊκή αντίθεση, καθώς και αντιδράσεις εντός του σοσιαλιστικού κόμματος. Αυτά θα αυξηθούν, καθώς θα ξεκινήσει η εφαρμογή των μέτρων.
Μέχρι στιγμής, υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχτεί την ανάγκη για σημαντική δημοσιονομική λιτότητα. Αν και δεν περιμένει κανείς να δει εικόνες από την Αθήνα που να θυμίζουν τους κατοίκους της Κορέας όταν έδιναν τα κοσμήματά τους το 1998 για να βοηθήσουν τη χώρα, η εγχώρια αποδοχή θα έπρεπε να είναι πιο ορατή σε αυτό το στάδιο, ώστε να πετύχει ένα τόσο φιλόδοξο πρόγραμμα.
Εν τω μεταξύ, για ορισμένες πτυχές του πακέτου εξωτερικής χρηματοδότησης πρέπει να υπάρξει ξεκαθάρισμα σε ό,τι αφορά πιστωτές-κλειδιά, όπως η Γερμανία. Επιπλέον, ασχέτως της ανάγκης για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, είναι λίγο περίεργο ένα πακέτο διάσωσης να στηρίζεται κατά 10 δισ. ευρώ σε δύο χώρες (Πορτογαλία και Ισπανία) οι οποίες αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικές πιέσεις.
Αυτά τα ζητήματα σχεδιασμού και εφαρμογής εγείρουν αμφιβολίες για τη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόγραμμα και το πακέτο δεν είναι τολμηρά ή ρηξικέλευθα. Πράγματι, είναι. Αλλά είναι και ημιτελή.
Η ανακοίνωση της Κυριακής δεν σηματοδοτεί τη λήξη της ελληνικής κρίσης. Ούτε θα αποτελέσει το τόσο απαραίτητο σημείο καμπής. Αντί αυτού, θα αποτελέσει μέρος μιας μακράς διαδικασίας με αρκετά ακόμη στάδια να διανυθούν. Αν τα ζητήματα σχεδιασμού και εφαρμογής που περιγράψαμε παραπάνω ανακύψουν, τα μελλοντικά αυτά στάδια θα περιλαμβάνουν εκ νέου συνομιλίες και αναμόρφωση της προσέγγισης σε κάποια σημεία.
* Ο αρθρογράφος είναι chief executive και co-chief investment officer της Pimco.
© The Financial Times Limited 2010. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation