Η επιστροφή της αβεβαιότητας

Από το ναδίρ της επενδυτικής εμπιστοσύνης κατά τις παραμονές του πολέμου στο Ιράκ, πέρασε αρκετός καιρός. Σήμερα τα ρίσκα είναι διαφορετικά και αφορούν θέματα όπως είναι το επίπεδο δανεισμού και η διατήρηση των καταναλωτικών δαπανών σε υψηλά επίπεδα.

του Philip Coggan

Την Παρασκευή κλείνει ακριβώς ένας χρόνος από τότε που οι αγγλικές αγορές βρέθηκαν στο κατώτατο σημείο τους, όταν οι μερισματικές αποδόσεις ξεπέρασαν σε απόδοση τις αποδόσεις των αγγλικών κρατικών ομολόγων. Εκείνη η στιγμή, λίγο πριν την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων στο Ιράκ, αποτέλεσε το ναδίρ της επενδυτικής εμπιστοσύνης.

Με την άρση της πολιτικής αβεβαιότητας και την βελτίωση των οικονομικών δεδομένων και των εταιρικών κερδών, η ανοδική τροχιά που ακολούθησε αποδείχτηκε ιδιαίτερα δυνατή. Οι επενδυτές πείσθηκαν σταδιακά πως η εποχή της ”αρκούδας” είχε τελειώσει και πως ο κόσμος θα κινούταν βάσει μιας φυσιολογικής κυκλικής ανάκαμψης, στη διάρκεια της οποίας οι μετοχές θα ήταν η πιο επικερδής επένδυση.

Η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος στη μετοχική αγορά ήταν γεγονός, με τις μετοχές εταιριών υψηλής τεχνολογίας και εμπορικών επιχειρήσεων να βρίσκονται στο επίκεντρο.

Οι αδιάψευστες αποδείξεις έδειχναν πως ο κόσμος επέστρεφε σε συνθήκες ”ταύρων”. Η εισροή κεφαλαίων από τις μετοχικές διαθέσεις συνεχίστηκε και ο επιχειρηματικός κόσμος επιδόθηκε μανιωδώς σε νέο κύκλο συγχωνεύσεων και εξαγορών.

Ωστόσο, το κλίμα αβεβαιότητας επέστρεψε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, καθώς τα οικονομικά στοιχεία σταμάτησαν να παράγουν επενδυτική αισιοδοξία: ο βασικός δείκτης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης κινήθηκε καθοδικά τον Ιανουάριο. Τα στοιχεία της αμερικανικής ανεργίας συνεχίζουν να είναι απογοητευτικά, με πλέον πρόσφατο παράδειγμα τα στοιχεία μισθοδοσίας εκτός αγροτικού τομέα της χώρας.

Ίσως να αρχίζει να φθείρεται η μαζική ώθηση που δέχτηκε η παγκόσμια οικονομία μέσω των χαμηλών επιτοκίων και των ελλειμματικών προϋπολογισμών.

Η βρετανική οικονομία φαίνεται πιο δυναμική, με τον ρυθμό ανάπτυξης να αναθεωρείται θετικά και τον δείκτη επιχειρηματικής δραστηριότητας στον τομέα των υπηρεσιών να φθάνει στα υψηλότερα επίπεδα από το 1997. Αλλά και η αγγλική οικονομία έχει τα προβλήματά της, με το εμπορικό έλλειμμα να διαμορφώνεται σε επίπεδα – ρεκόρ τον Ιανουάριο και την Bank of England να προχωρά σε αύξηση επιτοκίων σε μια προσπάθεια συγκράτησης των καταναλωτικών δαπανών.

Η πτώση του αμερικανικού βιομηχανικού δείκτη Dow Jones κατά 160 μονάδες την Τετάρτη ακολούθησε τα στοιχεία που έδειχναν εκτόξευση του εμπορικού ελλείμματος σε 43,1 δισ. δολάρια τον Ιανουάριο. Αυτό ήταν μια υπενθύμιση ότι η πτώση των αγορών και η οικονομική επιβράδυνση της διετίας 2001-2 δεν διόρθωσε όλα τα κακώς κείμενα στην παγκόσμια οικονομία.

Όντως, το επίπεδο των χρεών παραμένει υψηλό, ιδιαιτέρως στην αγγλική και την αμερικανική οικονομία, και κάποιοι θα μπορούσαν να πουν πως, στην προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν την χρηματιστηριακή πτώση, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες δημιούργησαν μια διαφορετική φούσκα.

Η παγκόσμια οικονομία και οι χρηματιστηριακές αγορές απειλούνται από τόσους πολλούς πιθανούς κινδύνους που κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το από πού θα προέλθει το επόμενο χτύπημα.

Μια πιθανότητα είναι να εμφανίσουν οι καταναλωτές την επιθυμία να αυξήσουν τις οικονομίες τους (ή να μειώσουν το χρέος τους), όσο συνειδητοποιούν ότι η μελλοντική εισοδηματική τους ανάπτυξη δεν θα είναι τόσο μεγάλη όσο είχαν υποθέσει. Μια τέτοια μεταστροφή στην καταναλωτική συμπεριφορά θα οδηγήσει, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.

Μια εναλλακτική πιθανότητα είναι να προέλθει ο κίνδυνος από τις κυβερνήσεις, καθώς θα προσπαθούν να συμμαζέψουν τις δημοσιονομικές τους διευκολύνσεις μέσω της αύξησης της φορολόγησης.

Η Ασία είναι μια ακόμη πηγή κινδύνου. Επί του παρόντος, αποτελεί μια τεράστια πηγή παγκόσμιας ζήτησης, κυρίως σε εμπορεύματα, αλλά υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα υπερθέρμανσης της οικονομίας της Κίνας. Ένας ακόμη κίνδυνος είναι να χάσει η Ασία την ”όρεξή” της για αμερικάνικα κρατικά ομόλογα, πιέζοντας τις αποδόσεις τους ανοδικά και, συνεπακολούθως, επιβραδύνοντας την ανάκαμψη της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο.

Η βρετανική χρηματιστηριακή αγορά δεν είναι τόσο εκτεθειμένη όσο οι υπόλοιπες, έχοντας κινηθεί με βραδύτερο ρυθμό έναντι του παγκόσμιου ”ράλι”.

Η αξιολόγηση των μετοχών είναι σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, αν και με μερισματική απόδοση της τάξεως του 3% και με δείκτη P/Ε στο 18, οι μετοχές δεν είναι φτηνές, σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα.

Σε κάθε περίπτωση, όπως καταδεικνύει η πτώση της Πέμπτης, κατά 100 μονάδες, το Λονδίνο δεν μπορεί να ”σφυρίζει αδιάφορα” όταν πέφτει η Wall Street.

© The Financial Times Limited 2004. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v