Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η πιστωτική κρίση ”καταβροχθίζει” τους τραπεζίτες

Μετά τον κ. Stan O’Neil της Merrill Lynch, έφτασε η στιγμή και για τον κ. Chuck Prince της Citigroup να μείνει άνεργος. Οι επικριτές του πανηγυρίζουν, τονίζοντας ότι ”πάντα ήταν ένας γραφειοκράτης που κατά λάθος βρέθηκε επικεφαλής του κορυφαίου χρηματοοικονομικού ομίλου των ΗΠΑ”. Ως φαίνεται οι φίλοι του είναι εξαιρετικά λιγοστοί. Όσο για την αγορά, απλώς αναμένει την επόμενη ”ηχηρή απόλυση” στη Wall Street.

του David Wighton

Το γεγονός ότι ένας ακόμη κορυφαίος επικεφαλής αμερικανικού χρηματοοικονομικού οίκου βρίσκεται εκτός ενεργού δράσης σε διάστημα μόλις μίας εβδομάδας είναι, σαφώς, εντυπωσιακό.

Αυτό, όμως, που καθιστά ακόμη πιο εντυπωσιακή τη ”σύμπτωση” είναι οι ομοιότητες μεταξύ των δύο παραιτήσεων.

Τόσο ο κ. Stan O’Neil της Merrill Lynch όσο και ο κ. Chuck Prince της Citigroup προσπάθησαν να αλλάξουν την κουλτούρα των τραπεζών που διοικούσαν, δημιούργησαν δεκάδες εχθρούς, έχασαν την εμπιστοσύνη των υφισταμένων τους και τελικά παρασύρθηκαν από τον τυφώνα της πιστωτικής κρίσης.

Βέβαια, ακόμη και οι πλέον επιθετικοί εχθροί του κ. Prince παραδέχονται ότι όταν διαδέχτηκε τον κ. Sandy Weill ως επικεφαλής της Citigroup τον Οκτώβριο του 2003, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη συγκεκριμένη θέση.

Η Citigroup βρισκόταν σε έναν κυκεώνα προβλημάτων, ήταν αντιμέτωπη με τις αρχές ελέγχου σχετικά με θέματα που αφορούσαν στη σύγκρουση συμφερόντων με κύριους στόχους κορυφαία στελέχη του χρηματοοικονομικού ομίλου.

Ως εκ τούτου ο κ. Prince, δικηγόρος της Citigroup και έχων στενές σχέσεις με τις αρχές ελέγχου και ανταγωνισμού, εμφανιζόταν ως ο πλέον κατάλληλος υποψήφιος.

Κατόρθωσε να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό τις επιπτώσεις και ταυτόχρονα δημιούργησε νέους ηθικούς κανόνες που περιόριζαν το ενδεχόμενο η Citigroup να βρεθεί εκ νέου στην ίδια θέση, μία κίνηση η οποία ”έγινε δεκτή” και από τη Federal Reserve.

Μάλιστα, σύμφωνα με επενδυτή της Citigroup, η απροθυμία της διοίκησης να διώξει τον κ. Prince αντικατόπτριζε το γεγονός ότι ”τον ευγνωμονούσαν γιατί δεν μπήκαν φυλακή”.

Όμως, μόλις τα προβλήματα με τις αρχές ελέγχου ξεπεράστηκαν, η προσοχή στράφηκε στις βασικές επιλογές του. Οι κριτές του σημειώνουν ότι δεν είχε ”επαφή” με την πραγματική λειτουργία της τράπεζας, καθώς κατά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του σε αυτήν ήταν δικηγόρος.

Ο τρόπος διοίκησής του χαρακτηρίστηκε γραφειοκρατικός και, όπως ακριβώς και ο κ. O’Neil, κατηγορήθηκε ότι δεν δίστασε να απολύσει στελέχη, γιατί απλώς δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις του.

Σύμφωνα με πρώην συνεργάτες του, ένας έξυπνος και με ώριμη σκέψη άνδρας ξαφνικά μετατράπηκε σε… δικτάτορα.

Πέρασε την τελευταία διετία υπό ισχυρές πιέσεις από μια ”χορωδία” κριτών, μεταξύ των οποίων ήταν ακόμη και ο μέντοράς του κ. Sandy Weill, ο οποίος, τελικά, παραδέχτηκε ότι μάλλον έκανε λάθος να τον επιλέξει ως διάδοχό του.

Πρώην στελέχη της Citigroup υποστηρίζουν ότι ο κ. Prince δεν είχε ούτε το πάθος ούτε το ταλέντο του κ. Weill στο να εμπνέει, ενώ παράλληλα δεν εμπιστευόταν κανέναν και φυσικά δεν άκουγε τις συμβουλές ακόμη και αυτών που είχαν προσληφθεί γι’ αυτή τη δουλειά.

Πραγματικά άλλαξε μόλις ανέλαβε την ηγεσία”, δηλώνει πρώην κορυφαίος επικεφαλής του χρηματοοικονομικού ομίλου. Και προσθέτει ότι ο κ. Prince ”ήταν εργασιομανής, ο οποίος θεωρούσε ότι η λύση σε κάθε πρόβλημα ήταν, απλώς, περισσότερες ώρες δουλειάς”.

Ορισμένοι περιγράφουν τον κ. Prince ως ”κατά λάθος επικεφαλής”, ως κάποιον ο οποίος απλώς έτυχε να βρεθεί στην κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή.

Πάντως η μεγάλη διαφορά του με τον κ. Stan O’Neil έγκειται στον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσαν. Ο κ. O’Neil ήταν ένα φτωχό παιδί που πάλευε να τα καταφέρει. Ένα φτωχό παιδί από την Alabama που κατόρθωσε να καταστεί ο πρώτος Αφροαμερικανός επικεφαλής τράπεζας της Wall Street.

Ο κ. Prince, γιος εργάτη στον κλάδο κατασκευών από την Καλιφόρνια, εγκατέλειψε το όνειρό του να γίνει μουσικός και αποφάσισε να σπουδάσει νομικά και διεθνείς σχέσεις. Έγινε δικηγόρος της Citigroup όταν τα ηνία της ανέλαβε ο κ. Weill το 1986.

Σχεδόν αμέσως κατέστη πρόσωπο εμπιστοσύνης για τον κ. Weill, αλλά σίγουρα δεν θεωρούνταν υποψήφιος για να διοικήσει, κάποια στιγμή στο μέλλον, τη Citigroup.

Πρώην συνάδελφοί του σημειώνουν ότι ο κ. Prince είναι πολύ έξυπνος και διαθέτει εξαιρετική αυτοπεποίθηση. Ίσως τόσο μεγάλη ώστε να ζήσει αρκετά για να μετανιώσει για κάποιες δηλώσεις αλλά και αποφάσεις του.

Για παράδειγμα, χαρακτήρισε κάποτε ”ηλίθιους” τα στελέχη της Citigroup που δραστηριοποιούνταν στην ευρωπαϊκή αγορά κρατικών ομολόγων, προκαλώντας την κατακραυγή. Το 2004 απέρριψε την ιδέα η Citigroup να προχωρήσει στην πρόσληψη διαχειριστών hedge fund, τονίζοντας ότι δεν θα το πράξει επειδή είναι ”της μόδας”. Δύο χρόνια αργότερα, όμως, φρόντισε να ξοδέψει 800 εκατ. δολάρια προκειμένου η Citigroup να εξαγοράσει ένα hedge fund.

Ίσως, όμως, η πλέον ατυχής στιγμή του να ήταν η δήλωσή του τον Ιούλιο στους ”Financial Times” ότι η ”Citi εξακολουθεί να χορεύει στον ρυθμό των μοχλευμένων εξαγορών”, σε μια στιγμή που το φθηνό πιστωτικό πάρτι έφτανε στο τέλος του.

Τώρα πια ο κ. Prince δεν θα μπορεί ούτε να χορεύει ούτε να τραγουδά μαζί με τη Citigroup.

© The Financial Times Limited 2007. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v