Οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρώπης ζουν αυτή την περίοδο πολύ έντονες συγκινήσεις. Την περασμένη εβδομάδα η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας ξαφνικά τερμάτισε την επιτυχή αντιστοίχηση του φράγκου με το ευρώ. Αυτή την εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να ανακοινώσει το δικό της πρόγραμμα Quantitative Easing (QE). Η Swiss National Bank αναγνώρισε τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, από τον οποίο γυρεύει να γλιτώσει η ΕΚΤ.
Το κίνητρο της απόφασης της SNB ήταν, εν μέρει τουλάχιστον, να αποφύγει να παγιδευτεί στο QE της EKT. Για τον διοικητή της ΕΚΤ, Mario Draghi, η απόφαση της SNB αποδεικνύεται μέχρι και ευνοϊκή, αφού αποδυναμώνει το ευρώ. Για ορισμένες χώρες της βορείου Ευρώπης, όμως, η ελβετική κίνηση ήταν επίπονη. Τους υπενθύμισε ότι δεν μπορούν πλέον να χαίρονται τις απολαύσεις (και τον πόνο) του ισχυρού νομίσματος. Οι Ελβετοί έχουν τη δυνατότητα να σταματήσουν να ακολουθούν το ευρώ. Οι Γερμανοί έχουν φυλακιστεί στο ευρώ.
Η αιφνιδιαστική απόφαση προκάλεσε αναταραχή. Ως τις 20 Ιανουαρίου, το ελβετικό φράγκο είχε ανατιμηθεί 18% έναντι του ευρώ, του νομίσματος του βασικού εμπορικού εταίρου της χώρας. Με δομικό πληθωρισμό σχεδόν μηδενικό, ο αποπληθωρισμός στην Ελβετία μοιάζει αναπόφευκτος. Το ίδιο και η ύφεση.
Γιατί να λήξει μια στρατηγική που απέφερε τόσο αξιοζήλευτη σταθερότητα; Η προφανής απάντηση είναι ότι η SNB φοβήθηκε για τεράστιο πληθωρισμό αν παρέμενε συνδεδεμένη με το ευρώ, ειδικά μετά την έναρξη του QE – και για μεγαλύτερες απώλειες στα ενεργητικά σε ξένο συνάλλαγμα, αν καθυστερούσε η άρση του ορίου διαπραγμάτευσης.
Κανένας από τους φόβους αυτούς δεν είναι πειστικός, όπως είπε και ο Willem Buiter της Citigroup. Είναι εφικτό να μείνει χαμηλά η αξία ενός νομίσματος που δημιουργείς εσύ ο ίδιος. Είναι γεγονός πως ο ισολογισμός της SNB είναι ήδη μεγάλος, στο 85% περίπου του ΑΕΠ. Αλλά έχει σταθεροποιηθεί και, όπως σημειώνει ο κ. Buiter: «Δεν υπάρχει τεχνικό όριο στο μέγεθος του ισολογισμού μιας κεντρικής τράπεζας, είτε σε πραγματικά μεγέθη είτε ως συντελεστής του ΑΕΠ».
Επιπλέον, οι Ελβετοί μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο πληθωρισμού χωρίς να εγκαταλείψουν το όριο, αυξάνοντας, για παράδειγμα, τους συντελεστές αποθεματοποίησης των τραπεζών. Θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα sovereign wealth fund για να διαχειριστεί τις τεράστιες τοποθετήσεις σε ξένα ενεργητικά.
Ακόμη κι αν θεωρούσαν ότι δεν είναι επιθυμητή πλέον η σύνδεση με το ευρώ, θα μπορούσαν να την εγκαταλείψουν χωρίς να προκαλέσουν τέτοια φασαρία. Η κυβέρνηση θα μπορούσε αντί αυτού να συνδέσει το φράγκο με ένα καλάθι από νομίσματα, που ήταν αγκυροβόλιο για την αγοραστική αξία, αφήνοντας παράλληλα την ισοτιμία με το ευρώ να κινηθεί πιο ελεύθερα.
Εναλλακτικά, θα μπορούσε να αφήσει το φράγκο να διακυμαίνεται εντός προκαθορισμένης κλίμακας, αποκλείοντας τους κερδοσκόπους από τα μονόπλευρα στοιχήματα πάνω στην αξία του νομίσματος.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε μια κίνηση ακόμη πιο βαθιά σε αρνητικά επιτόκια, από το -0,75% που ήδη ισχύει. Για να έχει αντίκρισμα μια τέτοια κίνηση, οι αρχές θα έπρεπε να βάλουν όρια στις αναλήψεις από τραπεζικούς λογαριασμούς ή να περάσουν εντελώς στο ηλεκτρονικό χρήμα αποτρέποντας τις αναλήψεις μετρητών. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι τέτοιες δραστικές ιδέες θα προκαλούσαν τρόμο στους συντηρητικούς Ελβετούς αστούς.
Το QE θα τρομοκρατήσει και τους αστούς της Γερμανίας. Αλλά πλέον πρέπει να γίνει, αφού είναι ο μόνος τρόπος που έχει ακόμη στα χέρια της η ΕΚΤ για να αντεπεξέλθει στον ορισμό της για σταθερότητα τιμών. Η αξιοπιστία της διακυβεύεται. Το ίδιο και η οικονομία της ευρωζώνης. Όλα πάνε καλά στη Γερμανία. Αλλά η Γερμανία δεν είναι ευρωζώνη. Και όλα δεν πάνε τόσο καλά στις άλλες χώρες.
Η ευρωζώνη βρίσκεται σε περιδίνηση, χτυπημένη από «το σύνδρομο της χρόνιας ανεπάρκειας στη ζήτηση» που αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη αδυναμία της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο δομικός πληθωρισμός είναι 0,7%, πολύ χαμηλότερα από τον στόχο της ΕΚΤ για «κάτω αλλά κοντά στο 2%». Οι 5ετείς πληθωριστικές προσδοκίες έχουν πέσει στο 1,6%. Η ονομαστική ζήτηση ήταν μόλις 2% ανώτερη στο Q2 2014 απ' όσο στο Q2 2008, ενώ η πραγματική ζήτηση ήταν 5% χαμηλότερη.
Το ζήτημα όσον αφορά το επικείμενο QE δεν είναι κατά πόσον είναι απαραίτητο, αλλά κατά πόσον θα αποδώσει. Οι αμφιβολίες είναι περισσότερο τεχνικές, παρά πολιτικές. Είναι γεγονός ότι τα yields στα κρατικά ομόλογα είναι ήδη χαμηλά. Σε κάθε περίπτωση, το QE θα πρέπει να ενθαρρύνει τους επενδυτές να μετακινηθούν από τα κρατικά ομόλογα σε άλλα ενεργητικά, μεταξύ των οποίων και ξένα – όπως ισχυρίστηκε με πλούσια επιχειρήματα ο Reza Moghadam, πρώην επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ.
Το πολιτικό πρόβλημα είναι πιο σοβαρό. Απ' όσο φαίνεται, το QE θα εφαρμοστεί εν μέσω αντιρρήσεων –όχι μόνο από τους Γερμανούς που έχουν έδρα στο δ.σ. της ΕΚΤ και έχουν δικαίωμα να έχουν αντιρρήσεις, αλλά και από το πολιτικό καθεστώς της Γερμανίας. Και αυτό δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τη σοβαρότητα της γερμανικής δέσμευσης υπέρ της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ.
Η δυσκολία δεν έγκειται στο ότι, για να αποφύγουν το φάντασμα της αμοιβαιοποίησης του χρέους, οι αγορές ομολόγων θα καταλήξουν στους ισολογισμούς των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Αυτό θα μπορούσε να αποβεί μέχρι και πλεονέκτημα για τις πιο χρεωμένες χώρες. Αν τα κέρδη μοιράζονταν αναλόγως με το μετοχικό κεφάλαιο στην ΕΚΤ, η Γερμανία θα επωφελείτο από τα υψηλότερα επιτόκια που πληρώνονται για τα ιταλικά, λόγου χάρη, ομόλογα. Επιμένοντας στην αυστηρά περιορισμένη εθνική ευθύνη, η Γερμανία θα υποστεί πλήγμα η ίδια. Το πρόβλημα είναι, αντίθετα, ότι η γερμανική αντιπολίτευση ίσως υπονομεύσει μοιραία την αξιοπιστία της δέσμευσης του κ. Draghi ότι η ΕΚΤ θα κρατήσει τον πληθωρισμό εντός στόχου.
Αναλόγως, η απόλυτη αντίθεση του γερμανικού καθεστώτος στα δημοσιονομικά ελλείμματα, μολονότι το yield στο 30ετές ομόλογο της Γερμανίας είναι 1,1% -δωρεάν χρήμα, ουσιαστικά- παρεμποδίζει τη χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής σε όλη την ευρωζώνη. Η έμφαση στην «αχρειότητα» του χρέους, ανεξάρτητα από το κόστος, είναι παθολογική. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
Εν τέλει όλα θα εξαρτηθούν από την ΕΚΤ. Μπορεί και να αποτύχει όχι επειδή είναι υπερβολικά ανεξάρτητη, αλλά επειδή δεν είναι αρκετά ανεξάρτητη. Και η ευρωζώνη, αναλόγως, μπορεί να αποτύχει, όχι εξαιτίας της ανεύθυνης ασωτίας, αλλά λόγω της παθολογικής λιτότητας. Στην τελική, η ΕΚΤ πρέπει να προσπαθήσει να κάνει τη δουλειά της.
Αν η Γερμανία δεν το αντέχει, ας σκεφτεί τη δική της «ελβετική έξοδο».
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation