Θα πρέπει τα οχήματα που επιλέγουν οι επενδυτές για να τοποθετήσουν τα χρήματά τους να είναι συνάρτηση του επενδυτικού περιβάλλοντος; Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται αρκετά συχνά από τις επενδυτικές επιτροπές, οι οποίες τείνουν να επικεντρώνονται σε θέματα κατανομής περιουσιακών στοιχείων, πρότυπων χαρτοφυλακίων και επιλογής διαχειριστών.
Ωστόσο, πρόκειται για ένα ερώτημα που έχει γίνει πολύ πιο σημαντικό για τη δημιουργία υψηλών αποδόσεων προσαρμοσμένων στον κίνδυνο, ιδίως δεδομένης της μαζικής μετατόπισης χρημάτων από ενεργητικές σε παθητικές επενδυτικές στρατηγικές τα τελευταία χρόνια.
Μια απλουστευμένη απεικόνιση του γιατί συμβαίνει αυτό προέρχεται από τα φοιτητικά μου χρόνια. Οπλισμένος με ένα πάσο τύπου Eurail, ταξίδεψα στην ευρωπαϊκή ήπειρο και, όπως πολλοί άλλοι, εκμεταλλεύτηκα το σταθερό μενού που προσέφεραν τα εστιατόρια. Ήταν διαφοροποιημένα, σε χαμηλές τιμές και δεν απαιτούσαν πολλές τοπικές γνώσεις για να επιλέξει κανείς από έναν μακρύ κατάλογο πιάτων. Εν ολίγοις, ήταν ένας καλός τρόπος για να γεμίσω το στομάχι μου και να κρατήσω τα έξοδα χαμηλά.
Υποψιάζομαι ότι θα είχα συμπεριφερθεί διαφορετικά, αν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την πέψη αυτών των μενού ήταν μεγαλύτεροι και πιο μεταβλητοί. Σε έναν τέτοιο κόσμο, θα έδινα πολύ μεγαλύτερη σημασία στη διαφοροποίηση του μενού και θα είχα εφοδιαστεί με καλύτερη κατανόηση των ντόπιων προϊόντων και πιάτων. Η πιο ενεργητική διαχείριση των γευμάτων μου θα είχε γίνει προτεραιότητα, συμπεριλαμβανομένης μιας πιο εμπεριστατωμένης προσέγγισης στην ατομική επιλογή μενού.
Έχοντας επιλέξει μαζικά την προσέγγιση του σταθερού μενού, οι επενδυτές πρέπει τώρα να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στην ατομική επιλογή τίτλων, δεδομένων των συνεχιζόμενων αλλαγών στο επενδυτικό περιβάλλον.
Η παθητική διαχείριση χαρτοφυλακίου είναι ιδιαίτερα ελκυστική σε έναν κόσμο όπου τα επενδυτικά αποτελέσματα επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από έναν κοινό παγκόσμιο παράγοντα. Αυτό συνέβαινε για περισσότερο από μια δεκαετία, καθώς ο συνδυασμός τεχνητά χαμηλών επιτοκίων και μαζικών ενέσεων ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες ενίσχυσε σχεδόν όλα τα περιουσιακά στοιχεία. Ακόμη και οι εταιρείες-ζόμπι και τα εύθραυστα κράτη μπορούσαν να αναχρηματοδοτηθούν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες ή εσωτερικές μεταρρυθμίσεις.
Οι θετικές συσχετίσεις εντός και μεταξύ των κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκαν σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα. Η δημιουργία υψηλών αποδόσεων και χαμηλότερης μεταβλητότητας δεν φάνηκε να απαιτεί μεγάλη ατομική επιλογή επενδύσεων, καθιστώντας τις παθητικές προσεγγίσεις πολύ πιο ελκυστικές, ιδίως λόγω των χαμηλότερων αμοιβών τους σε σχέση με την ενεργό διαχείριση.
Η προκύπτουσα μεγάλης κλίμακας στροφή της ζήτησης προς την παθητική επένδυση δημιούργησε δύο αντιδράσεις από την πλευρά της προσφοράς. Πρώτον, περισσότεροι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων εισήλθαν στον χώρο, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό των τιμών και μειώνοντας δραματικά τις αμοιβές. Δεύτερον, ορισμένοι διαχειριστές επέκτειναν την προσφορά παθητικών προσεγγίσεων που βασίζονται σε δείκτες σε πολύ λιγότερο ρευστά και υψηλότερου κινδύνου τμήματα των αγορών που υπόκεινται περισσότερο σε διαταραχές και κίνδυνο αθέτησης.
Αυτός ο κοινός παγκόσμιος παράγοντας πρώτα κλονίστηκε και τώρα εκτοπίστηκε από τις αυξήσεις του πληθωρισμού που ανάγκασαν τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια και να αντιστρέψουν τις ενέσεις ρευστότητας στην οικονομία. Οι προοπτικές για τους επενδυτές περιπλέκονται περαιτέρω από τους αναπτυξιακούς κινδύνους, καθώς οι τρεις πιο συστημικά σημαντικές οικονομικές περιοχές παγκοσμίως -οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Κίνα- έχουν επιβραδύνει, αν και για διαφορετικούς λόγους. Επιπλέον, ο επενδυτικός κόσμος επηρεάζεται από σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η ανατρεπτική τεχνολογική καινοτομία, η γεωπολιτική ένταση, η αναδιάταξη των αλυσίδων εφοδιασμού και οι πιέσεις στους κοινωνικούς ιστούς.
Πρόκειται για έναν ρευστό κόσμο στον οποίο οι υπερβάσεις των τιμών γίνονται όλο και πιο συχνές. Πράγματι, οι επενδυτές καλό θα ήταν να φρεσκάρουν την κατανόησή τους για την «αγορά των λεμονιών» (σ.τ.μ: μια κατάσταση στην οποία ο πωλητής είναι καλύτερα πληροφορημένος από τον αγοραστή για την ποιότητα του προς πώληση προϊόντος, όπως για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο. Ως «λεμόνια» χαρακτηρίζονται τα ελαττωματικά προϊόντα), που προτάθηκε από τον νομπελίστα Τζορτζ Άκερλοφ πριν από περίπου 50 χρόνια και τη σχετική εργασία του Μάικλ Σπενς, ενός άλλου νομπελίστα και στενού φίλου του.
Ένα άλλο παράδειγμα του φαινομένου είναι η δυσκολία που έχουν οι πωλητές προσεκτικά συντηρημένων αυτοκινήτων να εξασφαλίσουν δίκαιη τιμολόγηση, όταν γίνεται πολύς θόρυβος για τα αυτοκίνητα που επισκευάζονται. Τα αυτοκίνητά τους πιθανόν να τελούν υπό διαπραγμάτευση σε υπερβολικά χαμηλές τιμές.
Σε αυτό που πολλοί αναγνωρίζουν ως μια σκοτεινή παγκόσμια μακροοικονομική προοπτική, τα «κεράσια» (σ.τ.μ. το καλύτερο προϊόν) μπορεί να διαπραγματεύονται σαν να είναι «λεμόνια». Επιπλέον, οι παθητικές στρατηγικές που επεκτείνονται σε τμήματα της αγοράς με χαμηλή ρευστότητα και αμφισβητούμενη πιστοληπτική ικανότητα μετατρέπονται σε παγίδες, ενσωματώνοντας έναν υπερβολικά «βαρύ» παράγοντα εταιρειών και κρατών που είναι ευάλωτα σε χρεοκοπίες (όπως συνέβη με τη Ρωσία πέρυσι).
Εν ολίγοις, πρόκειται για έναν επενδυτικό κόσμο στον οποίο η μεγαλύτερη επιλεκτικότητα, η έξυπνη διάρθρωση και η δυναμική κατανομή περιουσιακών στοιχείων υπερτερούν συχνότερα των χαμηλότερων αμοιβών των παθητικών οχημάτων. Είναι ένας κόσμος που δικαιολογεί μια μερική επιστροφή στην επιλογή à la carte, μετά από πολλά χρόνια ευρέως διαδεδομένων σταθερών μενού.
* Ο συγγραφέας του άρθρου είναι πρόεδρος του Queens’ College, Cambridge και σύμβουλος των Allianz και Gramercy.
© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation