Η αναγνώριση εντός της ΕΚΤ του κρίσιμου χαρακτήρα που έχει αποκτήσει η μάχη για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού υπερτερεί των ανησυχιών για το πλήγμα που θα επέφερε στην οικονομία της ευρωζώνης μια επιθετική αύξηση των επιτοκίων ενόψει της σημερινής συνεδρίασης.
Aρκετοί αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν δηλώσει ότι επικεντρώνονται περισσότερο στα τρέχοντα επίπεδα-ρεκόρ του πληθωρισμού για να διαμορφώσουν τη νομισματική πολιτική, απομακρυνόμενοι από την προγενέστερη στάση που στηριζόταν περισσότερο στο πού ανέμεναν ότι θα βρίσκονται οι τιμές σε δύο χρόνια από σήμερα.
H στροφή έχει οδηγήσει πολλούς οικονομολόγους να προβλέπουν αύξηση 0,75 ποσοστιαίων μονάδων για δεύτερη μόλις φορά στην ιστορία της κεντρικής τράπεζας -μια κίνηση η οποία θα έφερνε το επιτόκιο καταθέσεων στο 0,75%.
«Δεν έχουν απομείνει περιστέρια στην ΕΚΤ, μόνο μετριοπαθή γεράκια και σκληροπυρηνικά γεράκια», ανέφερε η Καταρίνα Ουτερμέλ, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη στη γερμανική ασφαλιστική Allianz.
H EKT ξεπέρασε τις προσδοκίες τον Ιούλιο αυξάνοντας το επιτόκιο καταθέσεων κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στα μηδενικά επίπεδα όπου βρίσκεται σήμερα, πραγματοποιώντας την πρώτη αύξηση εδώ και μία δεκαετία και μεγαλύτερη από αυτή για την οποία είχαν προετοιμάσει τις αγορές η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ και ο επικεφαλής οικονομολόγος Φίλιπ Λέιν.
Της τελευταίας στροφής ηγείται η Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου, η οποία τόνισε σε συγκέντρωση κεντρικών τραπεζών στο Τζάκσον Χολ την περασμένη εβδομάδα ότι η ΕΚΤ θα ήταν πρόθυμη να αυξήσει το κόστος δανεισμού σε επίπεδο που θα οδηγούσε σε υψηλότερη ανεργία και πιθανότατα ύφεση για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό.
«Η πρόεδρος της ΕΚΤ δεν έχει μιλήσει για νομισματική πολιτική εδώ και έξι εβδομάδες – θα ήταν καλό να την ακούσουμε», ανέφερε ο Πιετ Χάινς Κρίστιανσεν, επικεφαλής αναλυτής στην Danske Bank. «Είναι πιο συμπεριληπτική και δεν διαμορφώνει τελική άποψη μέχρι να τους ακούσει όλους… Αλλά αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο οι αγορές να στριμώξουν στο μεταξύ την ΕΚΤ στη γωνία».
O Γιούργκεν Σταρκ, γεράκι Γερμανός οικονομολόγος και πρώην αξιωματούχος της ΕΚΤ, σε επιστολή του στη γερμανική εφημερίδα FAZ διερωτάται γιατί ήταν η Σνέιμπελ αυτή που έδωσε την ομιλία στο Τζάκσον Χολ και όχι η Λαγκάρντ ή ο Λέιν, υπαινισσόμενος ότι μπορεί να υπάρξει «αναδιανομή ευθυνών» στο συμβούλιο της τράπεζας.
O Λέιν εξακολουθεί να προειδοποιεί για τους κινδύνους από μια πολύ επιθετική αύξηση των επιτοκίων. Ανέφερε σε εκδήλωση στη Βαρκελώνη την περασμένη εβδομάδα ότι δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να αναλυθεί ο πληθωριστικός κύκλος και ότι είχε την πεποίθηση ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει σύντομα από τα «υπερβολικά υψηλά επίπεδα».
Η ΕΚΤ ανέφερε ότι η Λαγκάρντ βρίσκεται σε «συνεχή επαφή» με τα 11 μέλη του συμβουλίου της που ήταν στο Τζάκσον Χολ και σημείωσε ότι δεν συμμετέχει πάντοτε ο εκάστοτε πρόεδρός της στην εκδήλωση.
Εκτός από την αύξηση των επιτοκίων την οποία προβλέπεται να ανακοινώσουν σήμερα, τα 25 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ αναμένεται επίσης να συζητήσουν τρόπους για να αυξήσουν το κόστος χρηματοδότησης.
Οι φορείς άσκησης πολιτικής θέλουν να περιορίσουν τη δυνατότητα των εμπορικών τραπεζών να κερδίσουν δισεκατομμύρια ευρώ σε τόκους από περίπου 4,5 τρισ. ευρώ σε καταθέσεις που έχουν στην κεντρική τράπεζα.
Η ΕΚΤ έδωσε περίπου 2,2 τρισ. ευρώ επιδοτούμενα δάνεια με επιτόκια ως και -1% κατά τη διάρκεια της πανδημίας, για να ενθαρρύνει τις τράπεζες να συνεχίσουν να δανείζουν, αλλά τώρα που τα επιτόκια αρχίζουν να αυξάνονται, αυτό θα μπορούσε να φέρει κέρδη πάνω από 20 δισ. ευρώ για τον ιδιωτικό τομέα. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολιτικά επαχθές και έρχεται σε σύγκρουση με τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Κάποιοι αξιωματούχοι υποστήριξαν ακόμη και την ιδέα ότι η ΕΚΤ πρέπει να αρχίσει να συρρικνώνει τον ισολογισμό των σχεδόν 9 τρισ. ευρώ, μειώνοντας το ποσό των χρημάτων που επανεπενδύει από ομόλογα που λήγουν στο χαρτοφυλάκιο χρεογράφων των 5 τρισ. ευρώ. Αλλά αυτό φαίνεται απίθανο να αποφασιστεί πριν από τον Οκτώβριο ή τον Δεκέμβριο.
Ο Σβεν Γιάρι Στεν, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs για την Ευρώπη, είπε ότι η «σημαντική στροφή» θέτει υπό αμφισβήτηση τις προσδοκίες ότι η ΕΚΤ θα σταματήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων, αν η ευρωζώνη πέσει σε ύφεση, όπως ανέμενε ο ίδιος και αρκετοί αναλυτές.
Ο Στεν τόνισε ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει σε διψήφια ποσοστά πριν από το τέλος του έτους, γεγονός που θα αναγκάσει την ΕΚΤ να αυξήσει το επιτόκιο καταθέσεων στο 1,75% έως το 2023.
Οι εκκλήσεις προς την ΕΚΤ να ακολουθήσει τη Fed προχωρώντας σε πιο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων ενισχύθηκαν από τα στοιχεία που έδειξαν ότι ο πληθωρισμός της ευρωζώνης εκτινάχθηκε στο επίπεδο-ρεκόρ του 9,1% τον Αύγουστο, ενώ η ανεργία έφτασε στο ιστορικό χαμηλό του 6,6%.
Αλλά και πριν από αυτό, υπήρχαν πολλοί παράγοντες που έσπρωχναν τους αξιωματούχους σε μια πιο επιθετική κατεύθυνση. Οι τιμές χονδρικής ενέργειας εκτινάχθηκαν σε ιστορικά υψηλά στην Ευρώπη τον περασμένο μήνα, υπό τους φόβους ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να περιορίζει τις προμήθειες φυσικού αερίου. Αν και έχουν υποχωρήσει τις τελευταίες ημέρες, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία την Παρασκευή εξακολουθούσαν να είναι περίπου 10 φορές υψηλότερες από ό,τι πριν από ένα χρόνο. Η ανάπτυξη ήταν ανθεκτική παρά την ενεργειακή κρίση, βοηθούμενη από την υποστηρικτική δημοσιονομική πολιτική και την άρση των περιορισμών για τον κορωνοϊό.
Εν τω μεταξύ, το ευρώ έχει υποχωρήσει σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το δολάριο -ωθώντας περαιτέρω τον πληθωρισμό μέσω των υψηλότερων τιμών των εισαγωγών, ιδίως της ενέργειας.
Ένα άλλο στοιχείο πίσω από τη στροφή είναι ότι, αφού υποτίμησαν τον πληθωρισμό για ένα χρόνο, πολλοί αξιωματούχοι της ΕΚΤ χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα μοντέλα στα οποία βασίζονται για να προβλέπουν πού κατευθύνονται οι τιμές. Επειδή ο αντίκτυπος των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής χρειάζεται τουλάχιστον 18 μήνες για να επηρεάσει την οικονομία, αυτά τα μοντέλα αποτελούσαν προηγουμένως το σημείο αναφοράς για τη λήψη αποφάσεων.
«Ήταν λίγο-πολύ αδύνατο, σύμφωνα με τα μοντέλα μας, να καταλήξουμε σε οποιονδήποτε πληθωρισμό που δεν θα ήταν προσωρινός», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Βελγίου Πιερ Γουνσκ, μέλος του συμβουλίου της ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι πάντα έδειχναν ότι οι αυξήσεις των τιμών πέφτουν στον στόχο του 2%, ανεξάρτητα από τις υποθέσεις. «Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι γνωρίζουμε πολύ λιγότερα για τους παράγοντες του πληθωρισμού από ό,τι πιστεύαμε».
Ο πληθωρισμός ήταν επίσης ως τώρα τόσο υψηλός που, όπως υπογράμμισε η Σνάμπελ στο Τζάκσον Χολ, κινδύνευε να γίνει «σημαντικό σημείο αναφοράς» για το πού αναμένουν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις να βρίσκονται οι πιέσεις στις τιμές.
Ορισμένοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ εξακολουθούν να πιστεύουν στα μοντέλα της. Ο διοικητής της ελληνικής κεντρικής τράπεζας Γιάννης Στουρνάρας δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι ο πληθωρισμός σύντομα θα «αρχίσει να επιβραδύνεται σταθερά» και ζήτησε μόνο «σταδιακή» αύξηση των επιτοκίων για να «διασφαλιστεί μια ήπια προσγείωση» για την οικονομία.
© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation