Το δολάριο είχε μια θεαματική πορεία, έχοντας αυξηθεί κατά περισσότερο από 10% έναντι άλλων σημαντικών νομισμάτων από την αρχή του έτους.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι λίγες οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες που θα προτιμούσαν το επίθετο «καταστροφική» αντί του «θεαματική». Για τις αναπτυσσόμενες χώρες, από τη Σρι Λάνκα μέχρι την Αργεντινή, η άνοδος του δολαρίου έχει καταστήσει την εξυπηρέτηση των χρεών σε δολάρια μια ήδη δύσκολη υπόθεση, ουσιαστικά αδύνατη.
Για τις αναδυόμενες αγορές όπως η Χιλή που δεν επιβαρύνονται σε μεγάλο βαθμό με χρέη, αύξησε τον πληθωρισμό, αυξάνοντας το ισοδύναμο σε τοπικό νόμισμα των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας που εκφράζονται σε δολάρια. Ο πληθωρισμός και η πτώση του νομίσματός της ανάγκασαν την Τράπεζα της Χιλής να αυξήσει το βασικό της επιτόκιο εννέα φορές το περασμένο έτος και τώρα να χρησιμοποιεί τα αποθέματά της για να στηρίξει τη συναλλαγματική ισοτιμία του πέσο.
Για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπήρξε η αμηχανία να βλέπει το ευρώ να πέφτει και να φτάνει σε ισοτιμία ένα προς ένα με το δολάριο. Για την Τράπεζα της Ιαπωνίας, υπάρχει το γεγονός ότι το γεν ήταν το νόμισμα προηγμένης χώρας με τη χειρότερη απόδοση φέτος στον πλανήτη.
Το γιατί το δολάριο έχει ενισχυθεί δεν αποτελεί μυστήριο. Βλέποντας και υψηλό πληθωρισμό και ισχυρή ανάπτυξη, η Fed αυξάνει τα επιτόκια ταχύτερα από άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, έλκοντας τις ροές κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ.
Η ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε προσεκτικά τον κύκλο σύσφιξης την περασμένη εβδομάδα, κινείται αισθητά πιο αργά. Η περικοπή των ρωσικών προμηθειών ενέργειας επιβαρύνει ήδη την ευρωπαϊκή ανάπτυξη και τα υψηλότερα επιτόκια θα έκαναν την εύθραυστη ιταλική αγορά χρέους να παραπαίει, δεδομένης της άκαιρης αύξησης της πολιτικής αβεβαιότητας στη χώρα αυτή.
Εν τω μεταξύ, η Τράπεζα της Ιαπωνίας δεν έχει άμεσο λόγο να πιστεύει ότι το πρόβλημα «χαμηλού πληθωρισμού» της χώρας έχει λυθεί και δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει την πολιτική «ελέγχου της απόδοσης» για να διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά. Ούτε η BoJ ούτε η ΕΚΤ θα ακολουθήσουν τη Fed αυξάνοντας τα επιτόκια πολιτικής κατά 75 ή 100 μ.β.
Κάποιοι θα επικαλεστούν την άνοδο του γεωπολιτικού κινδύνου από τον ατελείωτο πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας και την κατάσταση του δολαρίου ως καταφυγίου. Μπορεί να υπάρχουν ακόμη περισσότερες ροές νομισμάτων που θεωρούνται καταφύγια, λόγω των εντάσεων γύρω από τα στενά της Ταϊβάν και το Ιράν.
Ωστόσο, στο κάτω κάτω της γραφής, οι πρόσφατες νομισματικές κινήσεις οδηγήθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες. Το ίδιο θα ισχύει και στο μέλλον.
Ομολογουμένως, δεν είναι είδηση ότι, έχοντας μείνει πίσω από την καμπύλη, η Fed προσπαθεί τώρα να καλύψει τη διαφορά. Έτσι, η αγορά ήδη προσδοκά περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων από τον πρόεδρο της Fed Τζέι Πάουελ και άλλους. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο αυτές οι πρόσθετες αυξήσεις των επιτοκίων θα πρέπει να οδηγήσουν σε περαιτέρω άνοδο του δολαρίου.
Ωστόσο, δύο πρόσθετες εξελίξεις περιπλέκουν τις προοπτικές της αγοράς συναλλάγματος. Πρώτον, άλλες κεντρικές τράπεζες -η ΕΚΤ και η BoJ, μεταξύ αυτών- δείχνουν αυξανόμενη προθυμία να ακολουθήσουν τη Fed στην αύξηση των επιτοκίων για να αντιμετωπίσουν τα δικά τους προβλήματα πληθωρισμού. Σε αυτές περιλαμβάνονται ήδη οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά, των Φιλιππίνων, της Σιγκαπούρης, της Νέας Ζηλανδίας και της Νότιας Κορέας, μεταξύ άλλων. Και η λίστα μεγαλώνει.
Τα οικονομικά αυτών των χωρών είναι αρκετά ισχυρά για να αντέξουν τις αυξήσεις των επιτοκίων και ο πληθωρισμός είναι θέμα κοινής ανησυχίας. Επομένως, οι κεντρικές τους τράπεζες συμβαδίζουν τουλάχιστον με τη Fed. Κατά συνέπεια, το δολάριο έδειξε λιγότερη ισχύ έναντι ενός ευρέος καλαθιού συμπεριλαμβανομένων των νομισμάτων αυτών των χωρών. Το ίδιο είναι πιθανό να ισχύει τις επόμενες εβδομάδες και μήνες.
Δεύτερον, και πιο δυσοίωνο, υπάρχει κίνδυνος ύφεσης στις ΗΠΑ. Η τρέχουσα τιμολόγηση σε δολάρια βασίζεται, επαναλαμβάνω, στην προσδοκία ότι η Fed θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια. Αυτή η προσδοκία βασίζεται με τη σειρά της στην ελπιδοφόρα υπόθεση ότι η οικονομία των ΗΠΑ θα συνεχίσει να επεκτείνεται.
Εάν η επιβράδυνση σχεδιαζόμενη από τη Fed επεκταθεί από την αγορά κατοικίας στις λιανικές πωλήσεις και τις επιχειρηματικές επενδύσεις, τότε το συνδυασμένο αποτέλεσμα θα μειώσει όχι μόνο τις δαπάνες των ΗΠΑ αλλά και τον πληθωρισμό.
Η ιδέα ότι σε αυτές τις συνθήκες ύφεσης, ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά μονοψήφια νούμερα και ως εκ τούτου η Fed θα αναγκαστεί να συνεχίσει τον κύκλο σύσφιξής της είναι αρκετά ανόητη.
Ως πρόεδρος της Fed, ο Paul Volcker συνέχισε να ανεβάζει τα επιτόκια ενόψει μιας ύφεσης -και το δολάριο συνέχισε να εκτινάσσεται στα ύψη-, επειδή ο πληθωρισμός παρέμεινε επίμονα υψηλός για αρκετά χρόνια. Υπάρχουν λίγα σημάδια παρόμοιας αδράνειας του πληθωρισμού σήμερα.
Έτσι, εάν η οικονομία και ο πληθωρισμός εξασθενήσουν, η Fed θα κάνει παύση και το δολάριο θα αντιστρέψει την πορεία του. Και αυτός δεν είναι πλέον ένας κίνδυνος που μπορεί να απορριφθεί.
Ο συγγραφέας του άρθρου είναι καθηγητής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο University of California, Berkeley.
© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation