Ξεχάστε όλες τις φανφάρες περί ουδέτερων επιτοκίων και χασμάτων στην παραγωγή. Τα δυο βασικά ερωτήματα που αντιμετωπίζει η Federal Reserve είναι απλά να δηλωθούν και περίπλοκα να απαντηθούν: έχει επιτέλους δεσμευτεί η ισχυρότερη κεντρική τράπεζα του κόσμου στην επιστροφή της νομισματικής πολιτικής στην εξυπηρέτηση της πραγματικής οικονομίας αντί για τις χρηματαγορές; Και μπορεί να το κάνει αυτό με ομαλό τρόπο;
Τα ερωτήματα αυτά δεν τα έχουν κατανοήσει ακόμα επαρκώς οι αγορές, και για καλό λόγο. Από την δική τους οπτική γωνία, ο κίνδυνος για την Fed να μην ακολουθήσει το παράδειγμα των αγορών έχει πολύ υψηλό κόστος. Ωστόσο, ακόμα και αν τελικά έχουν δίκιο, οι αγορές πιθανότατα θα βρεθούν με πολύ λιγότερη επιρροή στη νομισματική πολιτική απ’ όσο είχαν πρόσφατα.
Το υπόβαθρο της τρέχουσας κατάστασης είναι πασίγνωστο. Για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα η νομισματική πολιτική ουσιαστικά συν-επιλέγονταν από τις αγορές. Το φαινόμενο ξεκίνησε αρκετά αθώα, με την επιθυμία των κεντρικών τραπεζιτών να αντιμετωπίσουν τη ζημιά που επιφέρει η δυσλειτουργία των αγορών στην οικονομική ευημερία. Αντί να συμβαίνει σπανίως με εφαρμογή σε πολύ συγκεκριμένους στόχους, οι τεράστιες ενέσεις ρευστότητας και τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια έγιναν συνήθειο.
Επανειλημμένως η Fed ένοιωθε αναγκασμένη να χρησιμοποιήσει τα ισχυρά εργαλεία δημιουργίας ρευστότητας για να αντισταθμίσει τις μειώσεις στις τιμές των assets, ακόμα και όταν ο κίνδυνος ανωμαλίας και αστάθειας στις αγορές δεν ήταν εμφανής. Κατά καιρούς, αυτά τα «αντισυμβατικά» μέτρα συμβάδιζαν με τις ανάγκες της πραγματικής αγοράς. Πολύ συχνά όμως, όχι.
Σαν ένα μικρό παιδί που με τα ξεσπάσματα θυμού του καταφέρνει να παίρνει περισσότερα γλυκά, οι αγορές κατέληξαν να περιμένουν χαλαρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες όποτε υπήρχε ένα έντονο «άρωμα» αστάθειας. Αυτή η προσδοκία εξελίχθηκε σε επιμονή. Με τη σειρά της, η Fed πήγε από την απλή ανταπόκριση στην αστάθεια της αγοράς, στην προσπάθεια να την προλάβει.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν είχαν άγνοια για τη μη υγιή αλληλεξάρτηση. Οι σημερινοί επικεφαλής τόσο της Fed όσο και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Jay Powell και Christine Lagarde, προσπάθησαν στις αρχές της θητείας τους να αλλάξουν τη δυναμική. Αλλά απέτυχαν και αναγκάστηκαν να κάνουν ντροπιαστικές «κωλοτούμπες» όταν οι αγορές αισθάνθηκαν πως έχουν ακόμα μεγαλύτερη δύναμη και δικαίωμα να επιμένουν στην συνέχιση των εξαιρετικά χαλαρών πολιτικών.
Σήμερα, όμως, η κυριαρχία που είχε η αγορά επί δυο δεκαετίες στη νομισματική πολιτική, απειλείται όσο ποτέ από τον υψηλό και επίμονο πληθωρισμό.
Οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν πολλές άλλες επιλογές, από το να υποβαθμίσουν τις ανησυχίες της αγοράς όταν αντιμετωπίζουν επιταχυνόμενες αυξήσεις τιμών που υπονομεύουν σοβαρά το βιοτικό επίπεδο, διαβρώνουν τις προοπτικές της μελλοντικής ανάπτυξης και πλήττουν σκληρότερα τα πιο ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας.
Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα έντονη για την Fed δεδομένου του λανθασμένου χαρακτηρισμού του πληθωρισμού πέρυσι, μαζί με την αποτυχία της να δράσει αποφασιστικά όταν με καθυστέρηση αναγνώρισε πως η αστάθεια των τιμών «ρίζωσε» υπό τη δική της επίβλεψη.
Αλλά το πώς να γίνει αυτό είναι πρόβλημα, δεδομένου του πόσο η καθυστερημένη αναγνώριση και αντίδραση της Fed έχουν περιορίσει τον δρόμο προς έναν ομαλό αποπληθωρισμό. Δηλαδή η δυσκολία της μείωσης του πληθωρισμού χωρίς να βλαφθεί υπέρμετρα η οικονομική ευημερία έχει απλώς αυξηθεί. Για τον λόγο αυτόν η κεντρική τράπεζα θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει τη στροφή στην πολιτική της πριν από έναν χρόνο.
Αν η Fed επιβεβαιώσει τώρα τις επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων που περιμένουν οι αγορές, ξεκινώντας με μια αύξηση 50 μονάδων βάσης κατά τη συνεδρίαση της 3ης-4ης Μαΐου, κινδυνεύει να τις δει να προεξοφλούν ακόμα μεγαλύτερη σύσφιξη της πολιτικής. Το αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής θα είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος πολιτικής καθώς η Fed θα ωθεί την οικονομία σε ύφεση.
Αν, όμως, η κεντρική τράπεζα δεν επιβεβαιώσει αυτό που προεξοφλεί η αγορά, θα μπορούσε να διαβρώσει ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία της πολιτικής της. Aυτό θα υπονόμευε τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, προκαλώντας συνέχιση του προβλήματος του πληθωρισμού και το 2023, αν όχι και πέραν αυτού.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από την πιθανότητα οι δυο αυτές εναλλακτικές να έχουν ως αποτέλεσμα έναν βαθμό χρηματοπιστωτικής αστάθειας στις ΗΠΑ και αλλού. Ακόμα χειρότερα -και αυτό μπορεί κάλλιστα να είναι το πιθανότερο αποτέλεσμα- η Fed θα μπορούσε να παλινωδεί τους επόμενους 12-24 μήνες μεταξύ σύσφιξης και χαλάρωσης και μετά πάλι σύσφιξης της πολιτικής της.
Η Fed μπορεί να χαρακτηρίσει τέτοιου είδους παλινωδίες ως ευελιξία, αλλά θα παρέτεινε τις τάσεις στασιμοπληθωρισμού, θα αποδυνάμωνε την θεσμική της θέση και θα αποτύχανε αποφασιστικά να ξαναφέρει τη νομισματική πολιτική στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας. Και για αυτούς στην αγορά που θα το χαρακτήριζαν αυτό ως νίκη, πιθανότατα θα αποδεικνύονταν πρόσκαιρη νίκη στην καλύτερη περίπτωση.
Έχει έρθει η ώρα να επιστρέψει η νομισματική πολιτική στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας. Σε αυτό το όψιμο στάδιο απέχει πολύ από το να είναι μια αυτόματη και ομαλή διαδικασία. Ωστόσο, η εναλλακτική θα ήταν πολύ πιο προβληματική.
© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation