Οι αριθμοί είναι σχεδόν ακατανόητοι. Από τότε που ξεκίνησε η πανδημία, οι κεντρικές τράπεζες έχουν ρίξει 32 τρισ. δολάρια στις αγορές ανά τον κόσμο, ποσό που ισοδυναμεί με την αγορά τίτλων ύψους 800 εκατ. δολαρίων την ώρα για τους τελευταίους 20 μήνες, σύμφωνα με την Bank of America. Η κεφαλαιοποίηση της παγκόσμιας αγοράς μετοχών έχει εκτιναχθεί κατά 60 τρισ. δολάρια.
Αλλά ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί και, στην προσπάθειά της να χαλιναγωγήσει τις τιμές, η Federal Reserve των ΗΠΑ ανακοίνωσε πως θα σταματήσει να αγοράζει τίτλους τον Μάρτιο και πως είναι πιθανόν να πραγματοποιηθούν τρεις αυξήσεις επιτοκίων το επόμενο έτος.
Σε αυτό το φόντο, αυτά είναι τα μεγάλα ερωτήματα που θέτουν οι τράπεζες και οι επενδυτές για το 2022.
Πληθωρισμός: Αν δεν είναι παροδικός, τότε τι;
Οι κεντρικές τράπεζες έκαναν στροφή 180 μοιρών για τον πληθωρισμό το 2021, και από τις διαβεβαιώσεις που έδιναν πως θα είναι μια «παροδική» αντανάκλαση της ανάκαμψης μετά τα lockdown, παραδέχθηκαν πως είναι πιο επίμονος. Τον Νοέμβριο, οι τιμές καταναλωτή στις ΗΠΑ σκαρφάλωσαν με τον ταχύτερο ρυθμό από το 1982, οι τιμές στην ευρωζώνη αυξήθηκαν κατά ποσοστό ρεκόρ 4,9% και τα στοιχεία στο Ηνωμένο Βασίλειο έκαναν άλμα σε υψηλό 10ετίας.
Εν τούτοις, πολλές τράπεζες και επενδυτές αναμένουν υποχώρηση. Η Morgan Stanley προβλέπει πως αν και οι τιμές πιθανόν θα παραμείνουν υψηλές το επόμενο έτος, ο ρυθμός με τον οποίον θα αυξηθούν θα κορυφωθεί στις αρχές του 2022 καθώς θα υποχωρούν οι τιμές του πετρελαίου και θα αμβλυνθούν τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Η Columbia Threadneedle ομοίως επικαλείται «βελτιώσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα» ως σημαντικό λόγο για τον οποίον θεωρεί πως ο πληθωρισμός «τελικά θα πέσει» το 2022. Αυτό εγείρει την ανησυχητική προοπτική η Fed να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια μόλις θα υποχωρήσει ο πληθωρισμός.
Αλλά η BlackRock, η μεγαλύτερη εταιρεία asset management του κόσμου, προβλέπει πως ο υψηλότερος πληθωρισμός θα επιμείνει «για χρόνια ακόμα». Η Goldman Sachs αναμένει ο δομικός πληθωρισμός να παραμείνει άνω του 4% για το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου έτους. Η προθυμία των κεντρικών τραπεζών να ανεχθούν υψηλότερο πληθωρισμό θα κρατήσει τις προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό αποδόσεις των ομολόγων σχετικά χαμηλές, κάτι που θα στηρίξει και τις αγορές μετοχών, σύμφωνα με την τράπεζα.
Αναμένει θετικές αποδόσεις από τις παγκόσμιες αγορές μετοχών και αρνητικές αποδόσεις από τα κρατικά ομόλογα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, ένας συνδυασμός που συμβαίνει για πρώτη φορά εδώ και 50 χρόνια.
Οι κεντρικές τράπεζες έχουν αρχίσει να κλείνουν τις κάνουλες, ή τουλάχιστον να δίνουν σήμα πως θα τις κλείσουν το επόμενο έτος. Οι επενδυτές ανησυχούν μήπως τα μέτρα που θα λάβουν θα είναι πολύ σκληρά. Ο David Folkerts-Landau, επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank, λέει πως αν ο πληθωρισμός δεν περιοριστεί, τότε οι κεντρικές τράπεζες θα στραφούν σε μια «στάση πιο επιθετικής νομισματικής πολιτικής, προκαλώντας έντονα αρνητική αντίδραση στις χρηματαγορές και πιθανότατα μια σημαντική οικονομική ύφεση».
Η UBS θεωρεί πως ένα λάθος πολιτικής των κεντρικών τραπεζών είναι ένα από τα «βασικά ρίσκα για τους επενδυτές και την παγκόσμια οικονομία το 2022». Η Bank of America προσθέτει πως οι αγορές «κινούνται από μια περίοδο στην οποία οι κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν να είναι προβλέψιμες και να καταστείλουν την αστάθεια, σε μια περίοδο στην οποία όλο και περισσότερο θα είναι η πηγή των εκπλήξεων».
Θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά οι αμερικανικές μετοχές;
«Οι πελάτες μας λένε πως η δυναμική της αγοράς έχει κορυφωθεί, τα κέρδη έχουν κορυφωθεί, η ρευστότητα έχει κορυφωθεί, οι κεντρικές τράπεζες θα συσφίξουν τη νομισματική πολιτική, θα πρέπει να κατοχυρώσετε κάποια κέρδη», λέει ο Mislav Matejka, επικεφαλής του τμήματος Global and European Equity Strategy της JPMorgan. «Εμείς δεν συμφωνούμε με αυτό».
Η Goldman Sachs περιμένει πως ο S&P 500 θα σκαρφαλώσει άλλο 9% μέχρι το τέλος του 2022.
Ορισμένοι, όμως, ανησυχούν πως τα κέρδη στις μετοχές, ιδιαίτερα σε εκείνες που καταγράφουν ταχεία ανατίμηση, δεν θα είναι βιώσιμα. Η Morgan Stanley λέει πως το βασικό της σενάριο είναι ο S&P να καταγράψει πτώση 5%. Η Bank of America από την πλευρά της προβλέπει πως η οικονομική επιβράδυνση και τα υψηλότερα επιτόκια θα οδηγήσουν σε διολίσθηση του βασικού δείκτη μετοχών των ΗΠΑ κατά 3%.
Ποιες είναι οι προοπτικές της Ευρώπης;
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αντιμετωπίζει ένα «δύσκολο και ασταθές» περιβάλλον για τις τιμές εν όψει του επόμενου έτους, σύμφωνα με τον Frederik Ducrozet, senior strategist της Pictet Wealth Management. «Η ευρύτερη προοπτική δεν είναι απλώς για μόνιμα υψηλό πληθωρισμό αλλά και για μόνιμα υψηλή αστάθεια του πληθωρισμού», σημείωσε.
Η ΕΚΤ δεσμεύτηκε να περιορίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που ξεκίνησε την περίοδο της πανδημίας, ως αντίδρασης στις υψηλότερες τιμές, ενώ επανέλαβε πως οι αυξήσεις επιτοκίων θα πρέπει να περιμένουν μέχρι το 2023.
Η επικρατούσα εκτίμηση, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg, είναι πως ο δείκτης Stoxx 600 θα αυξηθεί κατά 6% καθώς συνεχίζεται η οικονομική ανάπτυξη και οι αποδόσεις των ομολόγων παραμένουν χαμηλές. Ωστόσο, η Bank of America περιμένει πως οι τάσεις αυτές θα αντιστραφούν το 2022, με τον Stoxx να καταγράφει πτώση 10%.
Ο Ben Ritchie, επικεφαλής του τμήματος ευρωπαϊκών μετοχών της Abrdn, της εταιρείας asset management με έδρα στο Εδιμβούργο, λέει πως οι επενδυτές θα πρέπει να επικεντρωθούν σε επιχειρήσεις με ισχυρές ανταγωνιστικές θέσεις, δύναμη τιμολόγησης και πρόσβαση σε «οδηγούς» δομικής ανάπτυξης. Αν και οι πολλαπλασιαστές των αποτιμήσεων για τις ευρωπαϊκές μετοχές αποτελούν πρόκληση, ο Ritchie επισημαίνει πως η υγεία, τα καταναλωτικά προϊόντα και ο χρηματοπιστωτικός κλάδος προσφέρουν «μπόλικες ευκαιρίες».
Η Pimco, όμως, προβλέπει πως οι ευρωπαϊκές μετοχές θα αντιμετωπίσουν «μεγαλύτερη πρόκληση» χάρη σε έναν συνδυασμό μη ευνοϊκής κλαδικής σύνθεσης, αντίθετων ανέμων στις ενεργειακές τιμές και αυξανόμενης ανησυχίας αναφορικά με την εξέλιξη της Covid-19.
Ο Jordan Rochester, strategist ξένου συναλλάγματος στη Nomura, λέει πως οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και των υπηρεσιών θα σημαίνουν πως ο ονομαστικός πληθωρισμός θα παραμείνει άβολα υψηλός το επόμενο έτος.
Σημειώνει πως οι τιμές του αερίου στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί κατά περίπου 573% φέτος, αντανακλώντας τις ανησυχίες πως η Γερμανία θα μπορούσε να ξεμείνει από προμήθειες τον χειμώνα. Οι αυξήσεις στα κόστη των καυσίμων αυξάνουν τις τιμές των λιπασμάτων, που συσχετίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό με την τιμή των τροφίμων. Οι καταναλωτές είναι πιθανό να αντιδράσουν σε αυτές τις εξελίξεις με απαιτήσεις για υψηλότερους μισθούς, σύμφωνα με τον Rochester.
Προσοχή στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του Απριλίου.
Τι έπεται για την Κίνα και τις αναδυόμενες αγορές;
«Οι αναδυόμενες αγορές είχαν μια πραγματικά απαίσια χρονιά και θα υπάρξουν πολλοί ακόμα άσχημοι πρωτοσέλιδοι τίτλοι… εν μέρει επειδή η πολιτική της Κίνας για «μηδενική ανοχή σε κρούσματα Covid» θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί, ιδιαίτερα με την «όμικρον»», σύμφωνα με τον Chris Jeffery, multi asset manager και επικεφαλής του τμήματος επιτοκίων και πληθωρισμού της LGIM.
Ο κινεζικός δείκτης CSI 300 έχει καταγράψει πτώση 3% φέτος, αφότου οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στο Πεκίνο επέβαλλαν νέους περιορισμούς στις τεχνολογικές εταιρείες, τις εταιρείες εκπαίδευσης και τις εταιρείες ακινήτων.
Εν τω μεταξύ, η Claudia Calich, επικεφαλής του τμήματος χρέους αναδυόμενων αγορών στην M&G Investments, λέει πως τα προβλήματα με τον κλάδο ακινήτων της Κίνας λειτουργούν ως υπενθύμιση των κινδύνων και της ευθραυστότητας που μπορεί να κρύβουν οι ασιατικές αγορές εταιρικών ομολόγων, που μέχρι πρόσφατα ήταν μια περιοχή αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τους διεθνείς επενδυτές.
H Calich προσθέτει πως οι επενδυτές θα πρέπει να προετοιμαστούν για «σημαντικά πτωτικά ρίσκα» στις αναδυόμενες αγορές αν η σοβαρότητα του ιού αποδειχθεί να είναι χειρότερη του αναμενόμενου, ιδιαίτερα μεταξύ των πολλών χωρών που εξακολουθούν να έχουν κυρίως ανεμβολίαστους πληθυσμούς.
© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation