H Κριστίν Λαγκάρντ συνηθίζει να περιγράφει την απάντηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στον οικονομικό όλεθρο που προκάλεσε η πανδημία χρησιμοποιώντας τη φράση «όλα ή τίποτα».
Τώρα που η οικονομία της ευρωζώνης ανακάμπτει από την κρίση της πανδημίας, η πρόκληση που αντιμετωπίζει η πρόεδρος της ΕΚΤ είναι το πώς η κεντρική τράπεζα θα αποσύρει την τεράστια νομισματική της τόνωση, χωρίς να ανακόψει την πορεία της ανάκαμψης ή να τρομάξει την αγορά ομολόγων, ειδικά για τους Νοτιοευρωπαίους δανειστές.
Το δύσκολο εγχείρημα έχει εντείνει τις έριδες στο εσωτερικό της ΕΚΤ και σήμερα οι οικονομολόγοι αναμένουν να πάρουν μια πρώτη εικόνα για το πώς θα τερματίσει το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (PEPP) του €1,85 τρισ., τη «σημαία» της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση των αναταραχών από την κρίση της πανδημίας.
Αν και οι επενδυτές αναμένουν ότι η κα Λαγκάρντ θα ανακοινώσει μια περιστολή των έκτακτων αγορών ομολόγων, αναλυτές εκτιμούν ότι το κύριο ζήτημα που απασχολεί την κεντρική τράπεζα είναι ο πληθωρισμός. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή έχει αυξηθεί σε υψηλό δέκα ετών, εν μέρει λόγω των ελλείψεων σε αγαθά καθώς και την ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης.
«Από μια μακροοικονομική σκοπιά, είτε πάνε από τα €80 δισ. μηνιαίων αγορών μέσω του έκτακτου προγράμματος στα €70 δισ. είτε τα €60 δισ. δεν έχει μεγάλη σημασία», ανέφερε η Σίλβια Αρντάνα, επικεφαλής οικονομολόγος στην Barclays για την αγορά της Ευρώπης. «Το βασικό ερώτημα είναι τι θα γίνει με τις αγορές ομολόγων μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος και τι αναμένουν για τον πληθωρισμό», πρόσθεσε.
To ενδεχόμενο μεγάλης ανόδου του πληθωρισμού οξύνει την αντιπαράθεση ανάμεσα στα συντηρητικά «γεράκια» του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και τα πιο πολυάριθμα «περιστέρια», που θέλουν να διατηρηθεί μια σημαντική νομισματική τόνωση για τη στήριξη της ανάκαμψης.
Τους τελευταίους 18 μήνες, γεράκια όπως ο Γερμανός Γιενς Βάιντμαν, ο Ολλανδός Κλάας Νοτ και ο Αυστριακός Ρόμπερτ Χόλτζμαν έχουν στηρίξει στωικά την απάντηση της ΕΚΤ στην κρίση. Αλλά πλέον έχουν αρχίσει να εκφράζουν πιο ανοιχτά τις αντιρρήσεις τους από τότε που το ΑΕΠ της ευρωζώνης αναπτύχθηκε με ρυθμό 2% το δεύτερο τρίμηνο, αφήνοντας πίσω την Κίνα και τις ΗΠΑ για πρώτη φορά από τότε που χτύπησε η πανδημία. Ο πληθωρισμός αυξήθηκε επίσης στο υψηλό δεκαετίας του 3% τον Αύγουστο, αρκετά πάνω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ.
Τα «γεράκια» ανησυχούν ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να υπερβαίνει τις προσδοκίες, εκτιμώντας ότι θα διατηρηθούν τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η ζήτηση θα ενισχυθεί και τα νοικοκυριά θα ξοδέψουν τις αποταμιεύσεις που συσσώρευσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Φοβούνται ότι αν η ΕΚΤ αργήσει να αντιδράσει, θα αναγκαστεί να συσφίξει απότομα τη νομισματική πολιτική για να αποφύγει μια υπερθέρμανση της οικονομίας.
«Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα ανόδου του πληθωρισμού», προειδοποίησε ο πρόεδρος της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν, την περασμένη εβδομάδα. «Αν αυτοί οι παροδικοί παράγοντες οδηγήσουν σε προσδοκίες για υψηλότερο πληθωρισμό και επιταχύνουν την άνοδο των μισθών, ο πληθωρισμός μπορεί να κινηθεί σημαντικά υψηλότερα μακροπρόθεσμα» πρόσθεσε.
Η ΕΚΤ θα δημοσιεύσει σήμερα τις νέες προβλέψεις της για την οικονομία. Οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν ότι θα αυξήσει τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό τη φετινή χρονιά και τα επόμενα χρόνια, αν και αναμένουν ταυτόχρονα ότι ο πληθωρισμός θα καταγράψει μεγάλη πτώση την ερχόμενη χρονιά και θα παραμείνει κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ σε όλη τη διάρκεια του 2023.
Η Καταρίνα Ούτερμελ, επικεφαλής οικονομολόγος στην Allianz, ανέφερε ότι η πρόσφατη άνοδος των τιμών στην ευρωζώνη δείχνει πιο ήπια, αν υπολογιστεί ο μέσος όρος του πληθωρισμού την τελευταία διετία, ο οποίος είναι κάτω από το 1,5%. «Η αναθέρμανση δεν είναι πληθωρισμός, προσέξτε τις επιδράσεις βάσης», πρόσθεσε.
Oικονομολόγοι επισημαίνουν ότι ακόμα υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός οδηγεί προς τα πάνω τους μισθούς, αν και το συνδικάτο Verdi της Γερμανίας ζήτησε πρόσφατα αύξηση 5% για 1,1 εκατ. εργαζοόμενους στον δημόσιο τομέα. Τα μπαρ και τα εστιατόρια στο Παρίσι και το Βερολίνο προσφέρουν υψηλότερες αμοιβές για να βρουν προσωπικό.
«Αυτή τη στιγμή, υπάρχει μια απόκλιση ανάμεσα στα στοιχεία για τους μισθούς, οι οποίοι παραμένουν αμετάβλητοι, και τις ενδείξεις για κάποια αιτήματα μισθολογικών αυξήσεων και για ελλείψεις προσωπικού», τόνισε ο Τζέικομπ Νελ, επικεφαλής οικονομικής έρευνας της Morgan Stanley για την ευρωπαϊκή αγορά.
H συζήτηση για την πορεία του πληθωρισμού θα αποδειχθεί καθοριστική για το πώς θα απαντηθεί το άλλο μεγάλο ερώτημα που καλείται να απαντήσει η ΕΚΤ: πόσα ομόλογα θα συνεχίσει να αγοράζει όταν λήξει το έκτακτο πρόγραμμα του χρόνου για να τονώσει την οικονομία.
Ενώ άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες όπως η Fed στις ΗΠΑ και η Τράπεζα της Αγγλίας ετοιμάζονται να ξεκινήσουν τον σταδιακό τερματισμό των αγορών ομολόγων, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα με το παραδοσιακό πρόγραμμα αγορών. Οι αγορές μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος συνεχίζονται με ρυθμό €20 δισ. τον μήνα και αναμένεται να διπλασιαστούν ή να τριπλασιαστούν, όταν λήξει το έκτακτο πρόγραμμα.
Το ύψος της τόνωσης δεν αναμένεται να αποφασιστεί πριν τον Δεκέμβριο, αλλά ένα πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα είναι πόση από την επιπρόσθετη ευελιξία του έκτακτου προγράμματος θα διατηρηθεί και στις αγορές ομολόγων που θα συνεχιστούν μετά τη λήξη του. Μια τέτοια ευελιξία θα επέτρεπε στην ΕΚΤ να κατέχει πάνω από το ένα τρίτο των κρατικών ομολόγων μιας χώρας, ένα όριο το οποίο έχει ήδη πλησιάσει όσον αφορά τη Γερμανία και την Ολλανδία.
Ως τώρα, οι κυβερνήσεις ήταν σε θέση να αυξήσουν κατά πολύ τα επίπεδα του χρέους τους χωρίς να ανησυχούν ιδιαίτερα για το κόστος. Αλλά αν η ΕΚΤ δεν έχει την ίδια ευχέρεια να αγοράζει ομόλογα, η ανησυχία των επενδυτών μπορεί να οδηγήσει τις αποδόσεις πολύ υψηλότερα.
Εν τω μεταξύ, τα «γεράκια» ανησυχούν ότι η αύξηση του ορίου των αγορών κρατικών ομολόγων μπορεί να δώσει λαβές για να επικριθεί η ΕΚΤ ότι παραβιάζει την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης των κυβερνήσεων, μια κατηγορία που εν μέρει υιοθέτησε το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας την περασμένη χρονιά.
«Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουν: όχι το αν θα διογκώσουν το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων μετά τη λήξη του έκτακτου πρόγραμματος, αλλά πόση ευελιξία θα έχει» τόνισε ο Σπύρος Ανδρεόπουλος, οικονομολόγος της BNP Paribas.
© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation