Οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι αντιμέτωπες με απώλειες δανείων έως και 800 δισ. ευρώ καθώς και με χτύπημα στα έσοδα ύψους 30 δισ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια, ως αποτέλεσμα της κρίσης του κορωνοϊού, σύμφωνα με έκθεση της Oliver Wyman. Στο βασικό ή αναμενόμενο σενάριο της συμβουλευτικής εταιρείας -αργή οικονομική ανάκαμψη, με τις περισσότερες χώρες να αποφεύγουν ένα δεύτερο lockdown- εκτιμά ότι τα «κόκκινα» δάνεια θα αυξηθούν στα 400 δισ. ευρώ, περίπου 2,5 φορές το επίπεδο των προηγούμενων τριών ετών. Στο δυσμενές ή στο χειρότερο σενάριο -σε ένα σοβαρό δεύτερο κύμα ιού-, ο αριθμός αυτός διπλασιάζεται και οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών αυξάνονται στο 10% του συνολικού δανεισμού τους.
«Η πανδημία δεν θα παραλύσει τον κλάδο, ωστόσο πολλές τράπεζες θα οδηγηθούν σε κατάσταση αδράνειας με πολύ αδύναμες αποδόσεις», δήλωσε ο Christian Edelmann, επικεφαλής των ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στην Oliver Wyman. «Θα είναι πολύ ευαίσθητες σε περαιτέρω σοκ, θα τείνουν να αποφεύγουν τον κίνδυνο δανεισμού και θα αγωνίζονται να χρηματοδοτήσουν προσπάθειες μεταρρυθμίσεων». Οι ηπειρωτικές ευρωπαϊκές και βρετανικές τράπεζες έχουν κάνει αγώνα για να ανακάμψουν από την οικονομική κρίση του 2008, υποφέροντας περισσότερο από μία δεκαετία από μειωμένα κέρδη, σε ένα υπερβολικά ανταγωνιστικό και κατακερματισμένο τοπίο. Τα κέρδη τους, κατά μέσο όρο, είναι τα μισά από αυτά των αντίστοιχων αμερικανικών τραπεζών, ενώ πολλές στον Νότο, όπως σε Ιταλία και Ελλάδα, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν στοίβες από προϋπάρχοντα «κόκκινα» δάνεια.
Οι πέντε μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες έχουν ήδη δεσμεύσει 55 δισ. δολάρια για δυνητικές απώλειες δανείων, το πρώτο εξάμηνο της χρονιάς. Αυτό αντισταθμίστηκε εν μέρει από τα έσοδα του trading, τα οποία ήταν τα πιο υψηλά της δεκαετίας, με τα στελέχη ωστόσο να προειδοποιούν ότι αυτή η τάση θα χαθεί το δεύτερο εξάμηνο. Οι τράπεζες πρέπει να προετοιμαστούν τώρα για τις απώλειες που θα έχουν αργότερα λόγω Covid-19.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες ξεκινούν να δημοσιεύουν αποτελέσματα δεύτερου τριμήνου αυτή την εβδομάδα και κάποιες από τις μεγαλύτερες, όπως η Deutsche Bank, έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι το επίπεδο των προβλέψεων θα αυξηθεί από τα 50 δισ. δολάρια που ήταν το πρώτο τρίμηνο. Η Covid-19 θα χτυπήσει επίσης και τα κέρδη, κυρίως μέσω των μακροπρόθεσμων, εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων. Τα έσοδα, μετά τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημιές, θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 180 δισ. ευρώ φέτος, στα 385 δισ. ευρώ, ακόμη και αν αποφευχθεί η καραντίνα το δεύτερο τρίμηνο. Δεν θα ανακάμψουν στα επίπεδα του 2019 μέχρι το 2022, παραμένοντας περίπου 30 δισ. ευρώ χαμηλότερα εκείνη τη χρονιά, στα 535 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Oliver Wyman.
Tα καθαρά έσοδα από τόκους, η διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού, προβλέπεται να είναι 8% χαμηλότερα το 2021, σε σύγκριση με το 2019. Αυτό θα επηρεάσει δυσανάλογα τις τράπεζες που βασίζονται στον καταναλωτικό και επαγγελματικό δανεισμό και δεν έχουν τμήμα επενδυτικής τραπεζικής ή διαχείρισης πλούτου. Οι επιχειρηματικές γραμμές, όπως οι πληρωμές, η εμπορική χρηματοδότηση και οι πιστωτικές κάρτες, δείχνουν ήδη στοιχεία καθοδικής τάσης καθώς η δραστηριότητα σταματά.
Ανοδος επίσης προμηνύεται στις χρεοκοπίες μικρών επιχειρήσεων, μετά το τέλος των κυβερνητικών προγραμμάτων στήριξης το φθινόπωρο, αναφέρει η έκθεση. Η αύξηση των «κόκκινων» δανείων και οι απώλειες εσόδων θα μειώσουν τον Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 - CET1) -μία μέτρηση βασικής χρηματοοικονομικής δύναμης- από 15% σε 13,8% τα επόμενα τρία χρόνια. Πολλές θα καταλήξουν πολύ χαμηλότερα από αυτό. Ηδη, η χαμηλή μέση απόδοση 6% των ιδίων κεφαλαίων τους θα μειωθεί στο μηδέν φέτος και θα ανακάμψει μόνο στο 5,3% μέχρι το 2022. Η χαμηλή κερδοφορία δεν είναι πρόβλημα μόνο για τους μετόχους. Μια επακόλουθη κρίση, πιθανώς ένα δεύτερο κύμα πανδημίας ή κάποιο άλλο σοκ, θα προκαλούσε απώλειες κατευθείαν στις κεφαλαιακές βάσεις αυτών των τραπεζών», ενισχύοντας τις αυξήσεις κεφαλαίων έκτακτης ανάγκης ή τις κρατικές παρεμβάσεις, προσθέτει η έκθεση και προειδοποιεί ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα.
Τα κρατικά προγράμματα στήριξης έχουν προστατεύσει τον τομέα από το ένα τρίτο των δυνητικών εταιρικών χρεοκοπιών. Οι επενδυτικές τράπεζες έχουν επίσης ωφεληθεί, βοηθώντας τις εταιρείες να αντλήσουν χρέος περίπου μισού τρισ. ευρώ, κατά τη διάρκεια της κρίσης μέχρι στιγμής. Για να επιβιώσει ο κλάδος, πρέπει να ξεκινήσει σημαντική μείωση κόστους, μείωση ισολογισμού και να αναπτυχθούν ομάδες που θα διαχειριστούν πελάτες που διατρέχουν κίνδυνο. Ο κ. Εdelmann δήλωσε ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να το κάνουν αυτό μόνες τους και θα απαιτηθεί πολιτική και ρυθμιστική υποστήριξη από την κορυφή προς τη βάση, όπως η εξομάλυνση του δρόμου για συγχωνεύσεις για τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας και τη δημιουργία μίας ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation