Φανταστείτε για μια στιγμή ότι είστε ένα φιλόδοξο στέλεχος που μόλις έχει εξαγοράσει το «μικρό ψάρι» σε μια πόλη με δύο μόνο επιχειρήσεις.
Ισοπεδωμένη από τον αντίζηλό της και άλλους εθνικούς και παγκόσμιους ανταγωνιστές, η επιχείρηση βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Η διοίκηση είναι για γέλια, οι εργαζόμενοι χρειάζονται εκπαίδευση ή απόλυση και οι πωλήσεις είναι στάσιμες. Επιπλέον, στον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιείται η εταιρεία ο «νικητής τα παίρνει όλα». Αν η εταιρεία χάσει από τους αντιπάλους της τότε η απόδοση της επένδυσης σας είναι βέβαιο ότι θα είναι πενιχρή.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: χρειάζεστε κεφάλαιο για να επενδύσετε στο ανθρώπινο δυναμικό και πολύ μάλιστα. Αλλά υπάρχει ένας περιορισμός – δεν έχετε τη δυνατότητα να υποστείτε βραχυπρόθεσμες απώλειες, αν και αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνετε κάτι μεγάλο μακροπρόθεσμα.
Καλωσήρθατε στον κόσμο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου την εποχή του Champions League. Συγκεκριμένα, στον κόσμο αυτό όπως φαίνεται από την «μπλε πλευρά» του Μάντσεστερ.
Προ ημερών η UEFA απέκλεισε τη Μάντσεστερ Σίτι από το Champions League αφότου ανακάλυψε ότι ο σύλλογος είχε προβεί σε «σοβαρές παραβιάσεις» του οικονομικού ευ αγωνίζεσθαι (financial fair play). Αυτό σημαίνει ότι θα χάσει δυνητικά έσοδα από έπαθλα περίπου €80 εκατ. τον χρόνο – μαζί με έσοδα από τηλεοπτικές μεταδόσεις, χορηγίες, πωλήσεις εμπορευμάτων και εισιτήρια.
Ο σύλλογος σχεδιάζει να ασκήσει έφεση στην απόφαση στο Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο, με τους δημοσιογράφους των Financial Times Μουράντ Αχμέντ και Αράς Μσούντι να μεταδίδουν τη Δευτέρα ότι σκοπεύει να υποστηρίξει πως οι κανόνες δεν θα έπρεπε καν να υπάρχουν.
Δεν θα παρουσιάσουμε αναλυτικά τους κανόνες του financial fair play εδώ (μπορεί να βρει κανείς πολλά στοιχεία στο διαδίκτυο). H βασική ιδέα είναι ότι οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα έσοδα τους – από νίκες, χορηγίες, εισιτήρια ή πωλήσεις εμφανίσεων – καλύπτουν σε γενικές γραμμές τα έξοδα για τους μισθούς και τις μεταγραφές. Οι επενδύσεις σε στάδια δεν μετράνε.
Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες επιχειρήσεις, οι μισθοί είναι το βασικό έξοδο ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου. Ορισμένες ομάδες της λίγκας, όπως ας πούμε η Μπόρνμουθ, καταβάλουν σε μισθούς το 80% των εσόδων τους. Μεγάλο ποσοστό, αλλά είναι λογικό. Ο Σάιμον Κούπερ και ο Στέφαν Ζιμάνσκι δηλώνουν στο βιβλίο τους Soccernomics ότι το μέγεθος του μισθολογικού κόστους του συλλόγου είναι ο καλύτερος δείκτης για το που θα βρίσκεται στον βαθμολογικό πίνακα στο τέλος της περιόδου.
Αυτές είναι οι υψηλότερες μισθολογικές δαπάνες στον κόσμο για το 2018 – μπορεί να αναγνωρίσετε κάποια από τα ονόματα:
Aπό τη στιγμή που μόνο οι κορυφαίες θέσεις δίνουν στις ομάδες πρόσβαση στα πλουσιοπάροχα έσοδα του Champions League, οι μισθολογικές δαπάνες έχουν εκτοξευτεί. Το αποτέλεσμα είναι ότι παρά τις προσπάθειες να εξασφαλίσει πιο ισότιμους όρους ανταγωνισμού, oι κανόνες του financial fair play είναι ταυτόχρονα τροχοπέδη για την ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Το πιο προφανές πρόβλημα είναι η διάκριση που κάνει ανάμεσα στις κεφαλαιακές δαπάνες (οι οποίες επιτρέπεται να βυθίσουν τον ισολογισμό στο κόκκινο) και τις δαπάνες για ποδοσφαιριστές (οι οποίες πρέπει να είναι μικρότερες από τα έσοδα). Μπορεί μια ομάδα να κατασκευάσει ένα στάδιο 70.000 θέσεων και να πληροί τους κανονισμούς της UEFA. Αλλά αν δεν έχει κερδίσει ήδη έπαθλα ποιος θα έρθει ούτως ή άλλως να παρακολουθήσει τα παιχνίδια; Mια ομάδα δεν μπορεί να αγοράσει περισσότερους ποδοσφαιριστές ή να φουσκώσει τις μισθολογικές δαπάνες επειδή δεν έχει εμπορικά έσοδα ή νίκες στο Champions Leabue, αλλά δεν μπορεί να έχει εμπορικά έσοδα, επειδή οι ποδοσφαιριστές δεν είναι αρκετά καλοί.
Τα έσοδα από το γήπεδο φέρνουν μόνο 16% από το σύνολο των εσόδων, σύμφωνα με τη Deloitte, έναντι 40% από τα εμπορικά έσοδα.
Όλα τα παραπάνω διατηρούν στην κορυφή τον αντίζηλο από το Μάντσεστερ (ή τον σύλλογο στην άλλη πλευρά του αυτοκινητόδρομου M62) με τα πολυάριθμα τρόπαια. Ο Τζέιμς Πιρς της Athletic έχει υποστηρίξει ότι οι πρόσφατες επιτυχίες της Λίβερπουλ καταδεικνύουν πως το financial fair play μπορεί να έχει αποτέλεσμα για ομάδες που θέλουν να ανεβάσουν ταχύτητα. Πρόκειται για ένα φτωχό παράδειγμα. Aν και ένα μέρος των οπαδών της Λίβερπουλ αρέσκεται να παρουσιάζει τον σύλλογο ως αουτσάιντερ, δεν είναι. Λίγοι έχουν στάδιο 54.000 θέσεων με το όνομα Άνφιλντ, το οποίο είναι γεμάτο σε κάθε εντός έδρας παιχνίδι (και θα συνεχίσει να γεμίζει ακόμα και μετά την επέκτασή του), εμπορικά έσοδα που είναι τα όγδοα υψηλότερα στον κόσμο ή έξι ευρωπαϊκά κύπελλα.
Αυτό που είναι παράξενο με τη διάκριση που κάνει η UEFA είναι ότι το ποδόσφαιρο, ως επιχείρηση, αφορά αποκλειστικά το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Oι ποδοσφαιριστές δεν καθορίζουν απλά πώς θα αποδώσει ένας σύλλογος μέσα στο γήπεδο, αλλά έχουν αντίκτυπο και στο όνομα του συλλόγου για ολόκληρες δεκαετίες. Μπορεί να θυμόμαστε το φοβερό γκολ του Ντέιβιντ Μπέκαμ από τη σέντρα ενάντια στη Γουίμπλεντον, και αν όχι μπορείτε να το δείτε εδώ:
Αλλά οι εμπορικοί διευθυντές της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πιθανότατα τον θυμούνται ως το πρόσωπο που πούλησε χιλιάδες φανέλες.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο ό,τι ο ποδοσφαιριστής είναι κεφαλαιακό αγαθό, αλλά και το πώς γίνεται η αποτίμησή του. Όταν αποκτάται ένας ποδοσφαιριστής, το κόστος κεφαλαιοποιείται στον ισολογισμό, μαζί με άλλα έξοδα και στη συνέχεια ξεπληρώνεται σταδιακά μέχρι τη λήξη του συμβολαίου. Για έναν λογιστή, η διαφορά ανάμεσα στον Ριγιάντ Μαχρέζ και ένα λογισμικό είναι αμελητέα.
Oι σύλλογοι δεν έχουν γίνει αρκετά δημιουργικοί με τα κίνητρα που προσφέρουν στους ποδοσφαιριστές. Τη δεκαετία του 1980, η Σίλικον Βάλεϊ προσέλκυσε στελέχη προσφέροντας δικαιώματα μετοχών για να αντισταθμίσει τους χαμηλούς μισθούς. Ένα αντίστοιχο σχήμα αμοιβών, στο οποίο τα αστέρια της ομάδας παίρνουν μερίδιο από τα μελλοντικά κέρδη, ακόμα και για μια περίοδο μετά την αποχώρηση τους από τον σύλλογο, μπορεί να είναι μια επιλογή για εκείνους τους ιδιοκτήτες που ψάχνουν τη γρήγορη επιτυχία και τηρούν τους κανονισμούς της UEFA.
Δύσκολα μπορεί να λυπηθεί κανείς τη Μάντσεστερ Σίτι. Τα email που δημοσίευσε το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel την περσινή χρονιά αποπνέουν αλαζονεία και επιδεικτική απαξίωση των κανόνων. Όπως ανέφερε το άρθρο: «Τα έγγραφα που διέρρευσαν τα Football Leaks δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίες για το που ήταν διατεθειμένη να φτάσει η Μάντσεστερ Σίτι. Από τις αρχές του 2012, ο σύλλογος είχε σκαρώσει ένα ειδικό σύστημα για την παράκαμψη των κανονισμών του financial fair play, με στελέχη του συλλόγου να κατευθύνουν κόστη σε άλλες εταιρείες, επιτυγχάνοντας να τα αποκρύψουν από τους λογιστές της UEFA. Αν ξόδευαν σε μια σεζόν περισσότερα από όσα σκόπευαν, αύξαναν την προμήθεια που πλήρωναν οι χορηγοί από το Άμπου Ντάμπι στην ομάδα και προχρονολογούσαν τα εμβάσματα στην αρχή της σεζόν».
Η αντίδραση στην είδηση του αποκλεισμού χαρακτηρίστηκε από απάρνηση κάθε ευθύνης, με τον σύλλογο να παρουσιάζεται ως το θύμα του διεφθαρμένου κατεστημένου της UEFA. Αναρωτιέται κανείς πως θα φάνηκε αυτό σε οπαδούς της Λιντς, οι οποίοι είναι από τους χαμένους του οικονομικού παιχνιδιού στο ποδόσφαιρο.
Το financial fair play μπορεί σίγουρα να εμποδίσει να επαναληφθούν περιπτώσεις σαν αυτή της Λιντς, όπου ο σύλλογος ξόδεψε αλόγιστα σε μια προσπάθεια να γευτεί την αίγλη του Champions League.
Το πρόβλημα είναι ότι πηγαίνει πέρα από το να καθιστά βιώσιμο το ποδόσφαιρο. Ισχυροποιεί ακόμα περισσότερο τους μεγάλους συλλόγους.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation