To ράλι στις αγορές οφείλεται στην ώθηση από τα μέτρα τόνωσης από τις κεντρικές τράπεζες και στις ενδείξεις ανάκαμψης στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα. Το σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσον οι μεγάλες προσδοκίες στις αγορές μετοχών και χρέους έχουν υπερβεί την οικονομική πραγματικότητα.
Οι επενδυτές έχουν τον χρόνο με το μέρος τους, αλλά η διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης σε επίπεδα που δεν είναι τόσο υψηλά για να αυξήσουν τα εταιρικά κέρδη, απειλεί να υπονομεύσει την επίδοση των διάφορων στοιχείων ενεργητικού κατά τη διάρκεια της χρονιάς.
Για κάποιους αναλυτές, η πορεία της παγκόσμιας νομισματικής πολιτικής παραμένει ο βασικότερος παράγοντας όσον αφορά το επενδυτικό κλίμα. Οι ανησυχίες για τις υψηλές αποτιμήσεις, οι πιέσεις στα εταιρικά περιθώρια, τα πολιτικά σοκ και άλλες προκλήσεις υποχωρούν μπροστά στο δημοφιλές σλόγκαν της αγοράς να «μην πολεμάς τις κεντρικές τράπεζες».
Ο Μπομπ Πρινς, o CIO της Bridgewater Associates, κέντρισε το ενδιαφέρον στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, όταν είπε στο Bloomberg ότι η εποχή των κύκλων οικονομικής έξαρσης και ύφεσης έχει τελειώσει, τουλάχιστον με τη μορφή που την ξέρουμε. Κατά τη γνώμη του κ. Πρινς, οι αξιωματούχοι της Fed είναι κολλημένοι σε ένα σημείο όπου δεν μπορούν να κινηθούν ούτε για να συσφίξουν, ούτε για να χαλαρώσουν τη νομισματική πολιτική.
Ορισμένοι έσπευσαν να σημειώνουν ότι κάποιος Βρετανός υπουργός Οικονομικών είχε κάνει μια ανάλογη εκτίμηση λίγο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Tην εποχή εκείνη, πολλοί επενδυτές είχαν παρασυρθεί από αυτό που ονομάστηκε «μεγάλη εξομάλυνση» (great moderation): μια περίοδος με χαμηλή μεταβλητότητα στην οικονομία και στις αγορές. Η Fed είχε μειώσει με επιθετικό τρόπο τα επιτόκια μετά το σκάσιμο της «φούσκας» του διαδικτύου, δημιουργώντας μια περίοδο ηρεμίας.
O κύκλος εξάρσεων και υφέσεων που κράτησε στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου έχει γίνει λιγότερο αισθητός χάρη στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών. Τις τελευταίες επίσης δεκαετίες έχει σημειωθεί τρομακτική πτώση στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και στον πληθωρισμό, σε ένα περιβάλλον δραματικών τεχνολογικών και δημογραφικών αλλαγών στον ανεπτυγμένο κόσμο, που πλέον έχει αρχίσει να διαμορφώνεται και σε κάποιες αναδυόμενες οικονομίες.
Μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1987, το οποίο ανάγκασε τη Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες να αναλάβουν ρόλο πυροσβέστη, οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού - συμπεριλαμβανομένων και των κατοικιών - έχουν ωφεληθεί σημαντικά από την άμεση αντίδραση των κεντρικών τραπεζών κατά οποιασδήποτε αναταραχής απειλεί την ευρύτερη οικονομία. Η προσέγγιση αυτή έχει εδραιωθεί περισσότερο την τελευταία δεκαετία με τις κεντρικές τράπεζες να αγοράζουν και να κρατούν στα χαρτοφυλάκια τους τεράστιες ποσότητες ομολόγων και άλλων στοιχείων ενεργητικού σε μια προσπάθεια να οδηγήσουν τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη υψηλότερα.
H αμερικανική οικονομία δεν έχει διολισθήσει σε ύφεση μετά το 2008 και το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, αλλά η ανάπτυξη είναι υποτονική. Ενώ οι αγορές μετοχών και χρέους έχουν καταγράψει σημαντικά κέρδη μετά την κρίση, πολλά μέλη της κοινωνίας δεν έχουν επωφεληθεί, όπως καταδεικνύει και η άνοδος του λαϊκισμού.
Κρίνοντας από τις τρέχουσες ροές στις μετοχές και το χρέος, οι επενδυτές δεν φαίνονται διατεθειμένοι να αλλάξουν ρότα, αν και τα ολοένα και πιο ακριβά στοιχεία ενεργητικού είναι αναμφίβολα ευάλωτα σε μακροοικονομικά σοκ τα οποία ούτε οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν να περιορίσουν. Πολλοί επενδυτές, συμπεριλαμβανομένου και του κ. Πρινς, πιστεύουν ότι θα νιώσουν τις αναταράξεις πριν από τον επόμενο μεγάλο σεισμό και ότι θα έχουν χρόνο να αποφύγουν τα χειρότερα από το sell-off.
Καθώς οι κεντρικές τράπεζες ενισχύουν τις τιμές των στοιχείων ενεργητικού, αυξάνονται οι ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις ενός χρηματοοικονομικού συστήματος το οποίο έχει βασιστεί στα αρνητικά και πολύ χαμηλά επιτόκια, και καθιστά ελκυστικά τα στοιχεία ενεργητικού με ρίσκο.
Ο Φρεντ Κλίαρι της Pegasus Capital ανέφερε ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες απέφυγαν μια πιο επώδυνη οικονομική ύφεση μετά το χρηματοοικονομικό κραχ μέσω των έκτακτων μέτρων νομισματικής πολιτικής. Αλλά «η παρατεταμένη πολιτική μηδενικών επιτοκίων έχει δημιουργήσει εταιρείες-ζόμπι και απλά αναβάλλει την ημέρα της κρίσης» προσθέτει.
Οι κεντρικές τράπεζες αναμένεται να διατηρήσουν την τρέχουσα διευκολυντική πολιτική για κάποιο διάστημα. Ο Τόμας Κόστεργκ της Pictet Wealth Management πιστεύει ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ «θα παραμείνει υπερευαίσθητη στις χρηματοοικονομικές αγορές», προσθέτοντας: «Ακολουθεί μια αέναη διευκολυντική πολιτική και σε ένα βαθμό έχει παγιδευτεί από το επίπεδο του ιδιωτικού χρέους στο σύστημα».
Πράγματι, στο τρέχον περιβάλλον των συρρικνωμένων εταιρικών πιστωτικών risk premium, το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF) υπολογίζει ότι χρεόγραφα $19 τρισ. πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν φέτος στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την ευρωζώνη, την Ιαπωνία και άλλες αναδυόμενες αγορές κλειδιά.
Πώς τελειώνει συνήθως όλο αυτό; Οι πιστωτικές πιέσεις και η αύξηση των εταιρικών χρεοκοπιών προκαλούν ύφεση και σφοδρό sell-off στις μετοχές, όπως συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 200 και κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης.
Αυτό ήταν το μήνυμα ενός άλλου επισκέπτη του Νταβός. Ο Σκοτ Μάινερντ, CIO στην Guggenheim, προειδοποίησε ότι ενώ οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να έχουν καθυστερήσει την επόμενη ύφεση ως το 2021 ή 2022, «εντέλει θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου οι επενδυτές θα ξυπνήσουν από το διογκούμενο κύμα χρεοκοπιών και υποβαθμίσεων».
Aυτή τη φορά τα χειρότερα για τους επενδυτές μπορεί να είναι μπροστά. Χάρη στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών, τα κρατικά ομόλογα προσφέρουν ελάχιστη προστασία είτε έναντι ενός πιο πληθωριστικού μέλλοντος ή ενός μεγάλου σοκ που θα πυροδοτήσει απότομη πτώση στην αξία των στοιχείων ενεργητικού με μεγαλύτερο ρίσκο.
© The Financial Times Limited 2020. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation