Τα ομόλογα έχουν γίνει οι νέες μετοχές, λένε διαχειριστές κεφαλαίου, εκφράζοντας ανησυχίες ότι καραδοκούν κίνδυνοι στις υποτιθέμενες ασφαλέστερες γωνιές των χρηματαγορών.
Ιστορικά, οι επενδυτές ως επί το πλείστον αγοράζουν κρατικά ομόλογα για την ασφάλεια και τις πληρωμές τόκου που προσφέρουν, ενώ αναζητούν μετοχές με την ελπίδα να κεφαλαιοποιήσουν την άνοδο των τιμών τους. Υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις, αλλά εν πολλοίς αυτή η σχέση έχει παραμείνει σταθερή στη σύγχρονη εποχή.
Τώρα, όμως, οι επενδυτές αναγκάζονται να ζήσουν με το αντίθετο, ομόλογα που δεν αποφέρουν καμία απόδοση, αλλά κερδίζουν σε επίπεδο τιμής και μετοχές στις οποίες στηρίζονται για τη ροή μερισμάτων αντί την αύξηση των τιμών τους.
Είναι μια στροφή που έχει αναστατώσει πολλούς αναλυτές και διαχειριστές κεφαλαίων. «Είναι τρομερό», δηλώνει ο Κ. Μιχαλάκης, επικεφαλής επενδύσεων στη Statewide Super, ένα συνταξιοδοτικό κεφάλαιο στην Αυστραλία που διαχειρίζεται ενεργητικό 6,6 δισ. δολαρίων.
«Ολοι έχουν γίνει βραχυπρόθεσμοι traders, δεν αγοράζουν ομόλογα για να κρατήσουν. Αυτό δεν είναι καλό», υποστήριξε. «Δεν νομίζω ότι άνθρωποι καταλαβαίνουν τη μεταβλητότητα των μετοχών».
Τα ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις είναι στην καρδιά του προβλήματος. Οι τιμές είναι τόσο υψηλές που οι επενδυτές είναι βέβαιο ότι θα πάρουν πίσω λιγότερα χρήματα απ’ όσα έδωσαν, μέσω τόκου και κεφαλαίου, αν διακρατήσουν τους τίτλους μέχρι την ωρίμανσή τους. Κι όμως η επενδυτική ζήτηση, συνδυασμένη με τις αγορές από τις κεντρικές τράπεζες, έχουν επεκτείνει την αξία του χρέους με αρνητικές αποδόσεις στα 13,3 τρισ. δολάρια.
Αν και υπάρχουν αρκετοί ρυθμιστικοί και τεχνικοί λόγοι για τους οποίους οι επενδυτές θα αγόραζαν ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις, κάποιοι το κάνουν με την προσδοκία ότι θα μπορέσουν αργότερα να τα πουλήσουν σε ακόμα υψηλότερες τιμές.
Τα ομόλογα χαμηλής απόδοσης παράγουν υπερβολικά κέρδη σε επίπεδα τιμών, που κάνουν να φαίνονται «μινιατούρα» οι πληρωμές κουπονιού. Ο δείκτης «Bloomberg Barclays Global Aggregate bond» έχει απόδοση άνω του 6% φέτος και περίπου 8% το τελευταίο δωδεκάμηνο, παρότι οι αποδόσεις είναι μόλις 1,37%. Ακόμα και με μέτρια κέρδη από εδώ και πέρα, η φετινή απόδοση θα σηματοδοτεί τη δεύτερη χρονιά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξεπερνά το 7%.
Με την ΕΚΤ να προχωρά σε επανεκκίνηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, τη FED να μειώνει τα επιτόκια και την Τράπεζα της Ιαπωνίας να συνεχίζει να διοχετεύει χρήμα στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, είναι δύσκολο να δεις ένα τέλος στο ευρύ ράλι της αγοράς.
«Κάποιοι αγοραστές ομολόγων κινητοποιούνται από τις ελπίδες για κεφαλαιακά κέρδη», σημειώνει ο Τζ. Γκάντλας, επικεφαλής της DoubleLine Capital που έχει 147 δισ. σε ενεργητικό. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι πεινασμένοι για απόδοση επενδυτές προσπαθούν να καλύψουν την ανεπάρκεια αγοράζοντας αυξανόμενα επικίνδυνο χρέος, προσθέτει. Αλλοι, όμως, αναζητούν μετοχές που πληρώνουν υγιές μέρισμα.
Εξαιρώντας τα πολύ μακράς ωρίμανσης 30ετή αμερικανικά ομόλογα, το σύνολο της αγοράς treasuries έχει τώρα επιτόκια χαμηλότερα του μέσου όρου των μετοχών του δείκτη S&P (2,1%).
«Θεσμοί και μεμονωμένοι άνθρωποι χρειάζονται εισόδημα, αλλά το εισόδημα από τα ομόλογα και άλλες παραδοσιακές πηγές έχει ελαττωθεί», σημειώνει ο Κέρα Βαν Βάλεν, διαχειριστής χαρτοφυλακίου της Epoch Investment Partners, η οποία διαχειρίζεται 33 δισ. δολάρια ενεργητικού. «Τα μερίσματα είναι πάντα ένας θετικός παράγοντας στις αποδόσεις των μετοχικών αγορών και οι εταιρείες που πληρώνουν με συνέπεια και αυξανόμενα μερίσματα έχουν ιστορικά προσφέρει προστασία στις πτώσεις σε συνθήκες αστάθειας».
Η γαλλική τράπεζα Société Générale έχει επίσης συμβουλέψει τους πελάτες της να αναζητήσουν επιχειρήσεις που πληρώνουν σταθερά μερίσματα, ως αντίδραση στα πολύ χαμηλά επίπεδα απόδοσης των ομολόγων στην παγκόσμια αγορά. Αυτές περιλαμβάνουν τους «αριστοκράτες» των μερισμάτων στον S&P 500, που έχουν αξιόπιστα αυξήσει τις πληρωμές μετρητών τα τελευταία 25 χρόνια. Η συμβουλή, όμως, έρχεται με μια προειδοποίηση: μια βαθιά ύφεση θα οδηγήσει σε οξύ sell off τέτοιων μετοχών.
Εν τω μεταξύ αυτή η στροφή στη δόμηση του χαρτοφυλακίου αντιπροσωπεύει μια μακρά εδραιωμένη ορθοδοξία της αγοράς που γύρισε ανάποδα. Κατά τον 19ο αιώνα και τον μισό 20ό, η μερισματική απόδοση των μετοχών στις αμερικανικές αγορές ήταν υψηλότερη από τη μέση απόδοση των ομολόγων, απλά επειδή οι επενδυτές υπέθεταν ότι πιο επικίνδυνο ενεργητικό, όπως οι μετοχές, θα τους ανταμείψει περισσότερο από το σχετικά ασφαλές και σταθερό καθορισμένο εισόδημα.
Αυτό, όμως, που φαινόταν ως αμετάβλητος νόμος άρχισε να αλλάζει στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν η απόδοση του 10ετούς treasury ξεπέρασε τη μερισματική απόδοση του S&P 500. Ο Πέτερ Βερνστέιν, ιστορικός οικονομικών, θυμήθηκε πώς κάποιος από τους μεγαλύτερους εταίρους στην επενδυτική εταιρεία του απαξίωσε εκείνη την εποχή το φαινόμενο λέγοντας: «Μην ανησυχείς, μικρέ. Αυτό θα αναστραφεί. Αυτό είναι εξωπραγματικό και δεν θα διατηρηθεί». Κι όμως. Η απόδοση του 10ετούς treasury έμεινε πάνω από τη μερισματική απόδοση του S&P 500 για τον επόμενο μισό αιώνα, έως πρόσφατα.
Το ερώτημα είναι αν αυτός ο νέος κόσμος συνεχίσει και το κατά πόσο οι διαχειριστές κεφαλαίων θα μετανιώσουν το «φόρτωμα» σε μετοχές, αντί κρατικά ομόλογα, αν χτυπήσει η καταστροφή.
Ο κος Μιχαλάκης αμφιβάλλει για το κατά πόσο το υφιστάμενο περιβάλλον μπορεί να διατηρηθεί. Ανησυχεί για το ότι θα σημαίνει πως τα ομόλογα θα εμφανίσουν περισσότερη μεταβλητότητα, όπως οι μετοχές, ενώ θα συσχετιστούν περισσότερο με τη χρηματιστηριακή αγορά, κάνοντάς τα λιγότερο αποτελεσματικά ως «έρμα» σε ένα χαρτοφυλάκιο.
«Όταν αλλάξει, θα γίνει πραγματικά ενδιαφέρον», δηλώνει. «Αν έχουμε κάποια ένδειξη ότι το πάρτι τελείωσε, θα αντηχήσει σε όλο το σύστημα».
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation