Πρόσφατα ένας πιστός αναγνώστης μου έστειλε email με μια αφοπλιστικά απλή ερώτηση: είναι καλύτερα να επενδύεις μικρά ποσά κάθε μήνα ή ένα μεγάλο κατ’ αποκοπή ποσό; Αυτό που μοιάζει ένα μικρό θέμα, έχει ευρύτερες επιπτώσεις.
Το δημοφιλές επιχείρημα υπέρ των τακτικών επενδύσεων σε μετοχές διατυπώθηκε από συμβούλους μικροεπενδυτών πολλές φορές. «Εκμεταλλευτείτε τα χαμηλά, όπως και τα υψηλά τους», λέει ένας εξ αυτών, έτσι ώστε «όταν επενδύεις ένα συγκεκριμένο ποσό κάθε μήνα θα μπορείς να αγοράσεις περισσότερες μονάδες όταν η αξία υποχωρεί».
Για να δείτε πως αυτή η στρατηγική, η λεγόμενη «cost averaging» μπορεί να λειτουργεί, εξετάστε μια μετοχή που κοστίζει 60 δολάρια το μισό διάστημα και 120 δολάρια το άλλο μισό. Επενδύοντας 600 δολάρια το μήνα αποκτάς 10 μετοχές κάθε ένα από τους μήνες που είναι χαμηλά και πέντε μετοχές όταν η τιμή είναι υψηλή. Στο τέλος της χρονιάς οι 90 μετοχές έχουν κοστίσει 7.200 δολάρια. Το μέσο κόστος ανά μετοχή είναι μόνο 80 δολάρια, ποσό πιο κοντά στα 60 δολάρια απ' ότι στα 120 δολάρια και γι’ αυτό μια εξαιρετική αξία.
Το επιχείρημα είναι εύλογο, εύληπτο και λάθος, τόσο στη θεωρία, αλλά και όταν δοκιμαστεί εκ των υστέρων με βάση τα ιστορικά δεδομένα της αγοράς.
Αυτό είναι το πρόβλημα με την θεωρία: ενώ δεν είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να περιγράψεις τις διακυμάνσεις των τιμών των μετοχών, δεν κινούνται απλά πάνω και κάτω με τον τρόπο που περιγράφει το απλό παράδειγμα που παρέθεσα. Αν το έκαναν, μια πολύ καλύτερη προσέγγιση θα ήταν η επένδυση μόνο όταν η μετοχή κοστίζει 60 ευρώ και όχι όταν είναι στα 120 δολάρια.
Μια πιο ρεαλιστική περιγραφή της χρηματιστηριακής αγοράς είναι ότι ακολουθεί μια τυχαία διαδρομή με ανοδική μετατόπιση. Η τυχαία διαδρομή υπονοεί ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε οι τιμές να τείνουν προς κάποιο μέσο όρο. Από κάθε επιμέρους σημείο δεν υπάρχει τρόπος να πούμε σε πια κατεύθυνση θα κινηθούν στη συνέχεια. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι όταν η τιμή βρίσκεται στα 120 δολάρια είναι πιθανό να πέσει και όταν είναι στα 60 δολάρια πιθανό να ανέβει.
Η ανοδική μετατόπιση –το απλό γεγονός ότι οι τιμές των μετοχών τείνουν με τον καιρό να ανεβαίνουν- υπονοεί ότι θα έπρεπε να επενδύσουμε όσα σκοπεύουμε στην συντομότερη ευκαιρία. Η τροφοδοσία με την… σταγόνα καθυστερεί επικερδής τοποθετήσεις και έτσι κοστίζει σε χρήμα.
Αν η θεωρία δεν είναι σκληρή με την αρχή του «cost-averaging», τι γίνεται με τις ιστορικές αποδείξεις; Μπορούμε να αναρωτηθούμε, και να διαπιστώσουμε εκ των υστέρων, πότε οι επενδυτές με ένα μεγάλο ποσό θα είχαν κάνει καλύτερα με το να το διοχετεύουν σταδιακά κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Η απάντηση δεν προκαλεί έκπληξη: η σταδιακή τοποθέτηση τα έχει πάει καλύτερα μόνο όταν η αγορά στη συνέχει έπεσε και καθώς οι αγορές ανεβαίνουν συχνότερα απ’ όσο υποχωρούν η εφάπαξ τοποθέτηση είναι καλύτερο στοίχημα. Η τακτική του «cost averaging» λειτούργησε καλά στην τελευταία αγορά «αρκούδων», αλλά με βάση την πρόσβαση στα ιστορικά στοιχεία μια ακόμα καλύτερη στρατηγική θα ήταν να περιμένεις να τελειώσει η πτώση.
Το «cost averaging», λοιπόν είναι λάθος στη θεωρία και συνήθως δεν δούλεψε στην πράξη. Μπορεί, ωστόσο να είναι μια εξαιρετική συμβουλή.
Το απλούστερο στοιχείο υπέρ της σταδιακής τοποθέτησης είναι ότι αντανακλά την κατάσταση ενός τυπικού μισθωτού επενδυτή. Οι ακριβολόγοι θα πουν ότι το «cost averaging» θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια σκόπιμη στρατηγική καθυστέρησης της επένδυσης, αλλά οι σύμβουλοι μικροεπενδυτών συχνά μιλούν για την μαγεία του, ενώ υμνούν τις ανά τακτά διαστήματα επενδύσεις. Η μαγεία μπορεί να είναι απατηλή, αλλά τα οφέλη της τακτικής επένδυσης δεν είναι.
Πολλά από τα εμπειρικά τεστ του «cost averaging» ξεκινούν με την υπόθεση ότι ένας επενδυτής διαθέτει ένα βουνό μετρητών και αναρωτιέται αν θα το επενδύσει σταδιακά ή εφάπαξ. Αυτό είναι ένα ευχάριστο όνειρο και αν βρεθείτε με ένα εκατομμύριο δολάρια στην τσέπη σας, τότε, βεβαίως, επενδύστε άμεσα. Αν σας προκαλεί νευρικότητα το ρίσκο, οι ακαδημαϊκές έρευνες δείχνουν ότι η σταδιακή τοποθέτηση δεν είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να μειωθεί το ρίσκο. Είναι καλύτερα να διατηρηθεί ένα μικρό ποσοστό του πλούτου εντελώς εκτός της χρηματιστηριακής αγοράς. Η αποτελεσματικότητα, όμως, είναι ένα ύπουλος στόχος για έναν συνηθισμένο επενδυτή.
Το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ του «cost averaging» είναι απλά να αναρωτηθούμε τι είναι πιθανότερο να κάνουμε αντ’ αυτού. Η απάντηση δεν είναι καλή. Ερευνητές βρήκαν ότι οι μικροεπενδυτές τείνουν να κάνουν δυο απλά λάθη: χάνουν χρήματα συναλλασσόμενοι υπερβολικά και τείνουν να αγοράζουν υψηλά και να πωλούν χαμηλά. Χωρίς τεχνικές λεπτομέρειες σας διαβεβαιώ ότι δεν είναι αυτός ο στόχος.
Ενώ οι αγορές δεν κινούνται μπρος-πίσω με μετρονομική προβλεψιμότητα, όπως έδειξα προηγουμένως, παρουσιάζουν πολλές διακυμάνσεις, όπως είδαμε τις τελευταίες δυο εβδομάδες. Αυτές οι διακυμάνσεις είναι βασανιστικές για τους περισσότερους. Αν επιπόλαια επιχειρήματα για το «cost averaging» καθησυχάζουν τους μικροεπενδυτές και τους αποτρέπουν από το να πουλούν στα χαμηλά, αυτό δεν είναι κακό.
Ο Greg Davies, ένας ειδικός στην συμπεριφορική οικονομία Oxford Risk, περιγράφει το «cost averaging» ως «το να κάνεις επίτηδες κάτι ελαφρά κατώτερο για να αποτρέψεις την πιθανότητα για κάτι πολύ κατώτερο».
Ετσι απλά. Και αξίζει να δούμε άλλους τομείς που ίσως μπορείς να ωφεληθείς οδηγούμενος από κάποιον ελαφρά κατώτερο κανόνα, οτιδήποτε από το «αν απαιτεί κάτω από δυο λεπτά κάντο άμεσα» έως το «ποτέ μην πίνεις μόνος». Υπάρχουν εξαιρέσεις σε αυτούς τους κανόνες, αλλά ίσως είσαι καλύτερα τηρώντας τους.
Ενας σοφός άνθρωπος είπε κάποτε ότι είναι πολύ λεπτή η γραμμή μεταξύ χαζού και έξυπνου. Το «Cost averaging» μοιάζει έξυπνο, αλλά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πραγματική του αξία έγκειται στο ότι δεν είναι χαζό.
© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation