Οι «τέσσερις μεγάλες» και το σερί των λογιστικών σκανδάλων

Η κρίσιμη αλλαγή στα λογιστικά πρότυπα και οι συγκρούσεις συμφερόντων των μεγάλων ελεγκτικών που επηρεάζουν την ορθή αποτύπωση των οικονομικών δεδομένων. Τα τρικ που φουσκώνουν τα εταιρικά κέρδη και πώς έγιναν «πολύ μεγάλες για να πέσουν». Τι πρέπει να αλλάξει.

Οι «τέσσερις μεγάλες» και το σερί των λογιστικών σκανδάλων
  • του John Plender

Μια από τις κρίσιμες κριτικές στις μεγάλες τράπεζες μετά την χρηματοπιστωτική κρίση ήταν ότι υπήρξαν πάρα πολύ μεγάλες σε σχέση με την πραγματική οικονομία, με σημαντικό τμήμα της δραστηριότητάς τους να στερείται κοινωνικής χρησιμότητας. Ερευνα από οικονομολόγους στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών βρήκε ότι η αυξανόμενη απασχόληση στον χρηματοοικονομικό κλάδο «πληγώνει» την αύξησης της παραγωγικότητας στην ευρύτερη οικονομία. Μπορεί η ίδια κριτική να ισχύει για τις μεγάλες τέσσερις λογιστικές φίρμες (σ.σ. ΕΥ, Deloitte, PwC, KPMG) που σήμερα είναι περικυκλωμένες από σκάνδαλα ανά τον κόσμο;

Η σύντομη απάντηση είναι «ναι». Ο Prem Sikka καθηγητής λογιστικής στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ και εδώ και καιρό «μπελάς» για το λογιστικό επάγγελμα επισημαίνει ότι στη Μεγάλη Βρετανία υπάρχουν περίπου 34.435 γενικοί γιατροί για να προσέξουν την υγεία των οικογενειών αλλά έχει πάνω από 360.000 ειδικευμένους επαγγελματίες λογιστές σε σύνολο 3 εκατομμυρίων που εκτιμάται ότι υπάρχουν παγκοσμίως. Η Μεγάλη Βρετανία, λέει, έχει τον υψηλότερο αριθμό λογιστών ανά κάτοικο στον κόσμο και περισσότερους από όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ αθροιστικά.

Δεν είναι ξεκάθαρο αν η οικονομία της Μεγάλης Βρετανίας έχει αποκομίσει κάποιο μεγάλο όφελος από αυτή την δυσανάλογη έμφαση στην λογιστική. Οι γυμνοί αριθμοί καταδεικνύουν επίσης εκ πρώτης όψεως ότι αυτό το καλοπληρωμένο επάγγελμα μπορεί να χρησιμοποιεί λιγοστούς πόρους που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν πιο χρήσιμα αλλού. Το θέμα της κοινωνικής χρησιμότητας τονίζεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της δραστηριότητας των «μεγάλων τεσσάρων» συνίσταται στην διευκόλυνση της φοροαποφυγής.

Η αμφισβήτηση της κοινωνικής χρησιμότητας αυτών των επαγγελματικών εταιρειών είναι κατά μια έννοια εξαιρετικά παράδοξη. Η βασική λειτουργία τους, ο έλεγχος είναι δημόσιο αγαθό. Στην πραγματικότητα οι ελεγκτές είναι οι εγγυητές των οικονομικών στοιχείων από τα οποία εξαρτάται το καπιταλιστικό σύστημα.

Όπως όμως έδειξε σειρά άρθρων των FT, αυτός ο βασικός ρόλος τους έχει τεθεί σε κίνδυνο. Τα λογιστικά σκάνδαλα γύρω –μεταξύ πολλών άλλων- της GE στις ΗΠΑ, της Carillion στη Μεγάλη Βρετανία και της οικογενειακής επιχείρησης Gupta στη Νότια Αφρική έδειξαν απόλυτα ξεκάθαρα ότι οι ελεγκτές έγιναν πλαδαροί.

Μέρος του προβλήματος είναι ότι οι «μεγάλες τέσσερις» έχουν αποποιηθεί ένα σιωπηλό συμβόλαιο. Ο εξωτερικός έλεγχος είναι μια κανονιστική απαίτηση στο εταιρικό δίκαιο. Σε αντάλλαγμα αυτής της εγγυημένης αγοράς οι λογιστικές εταιρείες αναμένεται να δώσουν την ύψιστη προτεραιότητα στην παροχή ισχυρών ελέγχων.

Το ότι αποτυγχάνουν να το κάνουν οφείλεται εν μέρει σε ένα τεχνικό θέμα που σχετίζεται με την στροφή από τη λογιστική «ιστορικού κόστους» σε αυτή της «δίκαιης αξίας». Ο φαινομενικός σκοπός αυτής της αλλαγής είναι να κάνει τα λογιστικά πιο σχετικά και χρήσιμα. Το θεωρητικό υπόβαθρο, όμως, στηρίζεται σε μια λανθασμένη θεωρία της «αποτελεσματικής αγοράς» που αγνοεί τις επιπτώσεις της πραγματικής αγοράς, όπως το φαινόμενο της αγέλης.

Στην πράξη το νέο καθεστώς εμπεριέχει την εγκατάλειψη της αρχής της σύνεσης και έχει ως αποτέλεσμα την ανοδική επανεκτίμηση να θεωρείται νόμιμο κέρδος, ενώ συχνά αγνοούνται μελλοντικές προβλέψεις ζημιές. Αυτό οδηγεί στελέχη και μετόχους να αντλούν μετρητό από τις επιχειρήσεις μέσω μπόνους και μερισμάτων στη βάση απατηλών κερδών, όπως συνέβη στην Carillion.

Ταυτόχρονα, οι ελεγκτές δυσκολεύονται να ορθώσουν το ανάστημά τους στο management αναφορικά με θέματα που σχετίζονται με την δίκαιη αξία, ειδικά όταν το ενεργητικό τιμολογείται με μοντέλα αντί τις αγορές. Μια πληθώρα λογιστικών και ελεγκτικών προτύπων ενθάρρυνε την επιφανειακή (tick-box) προσέγγιση. Και για να είμαστε δίκαιοι με τους ελεγκτές, στις σημερινές σοφιστικέ αγορές η ικανοποίησης της απαίτησης για «αληθινά και δίκαια» λογιστικά είναι πολύ πιο πολύπλοκη από το παρελθόν.

Ο άλλος σημαντικός παράγοντας που συμβάλει στους αδύναμους ελέγχους είναι μια αλλαγή στο επαγγελματικό ήθος. Σήμερα οι «μεγάλοι τέσσερις» είναι όμιλοι χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και μπορεί να ανακύψει σύγκρουση συμφερόντων. Το να κερδίσουν προσοδοφόρες εργασίες συμβουλευτικής αποτιμάται περισσότερο από την εξασφάλιση της ακεραιότητας του πεζού και χαμηλού περιθωρίου ελέγχου. Και έχουν την πολυτέλεια να γνωρίζουν ότι μετά την πτώση της Andersen σε συνέχεια του σκανδάλου της Enron οι πολιτικοί τρέμουν στην ιδέα οι «τέσσερις μεγάλες» να γίνουν «τρεις μεγάλες». Όπως οι μεγάλες τράπεζες έχουν γίνει «πολύ μεγάλες για να πέσουν».

Το βάρος δεν πρέπει αν πέφτει αποκλειστικά στους ώμους των λογιστών. Οι ανά τον κόσμο θεσμικοί επενδυτές έχουν υποτιμήσει τη λογιστική λειτουργία και έπαιξαν ένα μικρό ρόλο στις συζητήσεις γύρω από τη λογιστική «δίκαιης αξίας» και την διαδικασία ορισμού των στάνταρτ. Λαμβάνοντας τέτοια χαλαρή προσέγγιση για τα δεδομένα που καθορίζουν την εταιρική απόδοση έχουν σοβαρά απογοητεύσει τους δικαιούχους, όπως τα ασφαλιστικά ταμεία.

Από την πλευρά τους, οι πολιτικοί υπήρξαν πολύ επιρρεπείς στο λόμπινγκ των «τεσσάρων μεγάλων». Και διστάζουν να εμπλακούν σε τεχνικές ερωτήσεις λογιστικής. Υπό τη σκιά της ατελείωτης διαδοχής σκανδάλων για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στους ελέγχους αυτό θα πρέπει να αλλάξει.

© The Financial Times Limited 2018. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v