Η διαμάχη της Άνγκελα Μέρκελ με τον Μάρτιν Σουλτς -συντηρητικοί και Σοσιαλδημοκράτες που ανταγωνίζονται για την καγκελαρία- είναι με μια πρώτη ματιά μια επανάληψη της δικομματικής κούρσας που έχει πραγματοποιηθεί σε όλες τις κοινοβουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις της σύγχρονης Γερμανίας. Ωστόσο κρύβει μια βαθιά αλλαγή.
Η κ. Μέρκελ αναμένεται να εξασφαλίσει τέταρτη θητεία στις 24 Σεπτεμβρίου, αλλά η επικράτηση των δύο λεγόμενων λαϊκών κομμάτων -των Χριστιανοδημοκρατών της (μαζί με το αδελφό βαυαρικό κόμμα της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης) και των Σοσιαλδημοκρατών- έχει υποχωρήσει ανελέητα, καθώς νέα κόμματα έχουν αρπάξει ψήφους.
Η άνοδος αυτή τη φορά είναι για το ακροδεξιό AfD. Το κόμμα είναι πιθανό να κερδίσει τουλάχιστον 50 έδρες στην Bundestag, χάρη στη δυσαρέσκεια που πυροδοτήθηκε από την προσφυγική πολιτική της κ. Μέρκελ. Σχεδόν σίγουρα θα γίνει το πρώτο ουσιαστικά δεξιό εθνικιστικό κόμμα στο κοινοβούλιο μετά τους ναζί -και θα ακολουθήσει τους Πράσινους και την Αριστερά στους εδώ και καιρό παγιωμένους, φιλελεύθερους Ελεύθερους Δημοκράτες, σε ένα κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο.
Αν οι δημοσκοπήσεις έχουν δίκιο, το μερίδιο του μπλοκ CDU/CSU και του SPD στη συνολική ψήφο θα μπορούσε να είναι περίπου στο 60%. Στη δεκαετία του 1970, ήταν παραπάνω από 90%.
Ο Andreas Busch, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, εξηγεί πως αυτό αντανακλά την αυξανόμενη διαφοροποίηση της κοινωνίας. Όπως και άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης, η Γερμανία έχει μεταλλαχθεί από την εξασθένιση των παλιών βιομηχανιών, από τη μετανάστευση και από την άνοδο του λαϊκισμού. Σε άλλες χώρες οι συνέπειες έχουν σταθεί δραματικές, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου η κατάρρευση της στήριξης σε Ρεπουμπλικάνους και Σοσιαλιστές βοήθησε τον Εμανουέλ Μακρόν να πάρει την προεδρία.
Στη Γερμανία, η συμβατική πολιτική έχει ενισχυθεί από την οικονομική επιτυχία και μια αποφυγή ριζοσπαστικών πολιτικών μετά τους ναζί. Σε πρόσφατη έρευνα του Bertelsmann Foundation, το 80% των Γερμανών τοποθέτησαν εαυτόν στο πολιτικό κέντρο, έναντι ενός μέσου 66% στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αλλά ακόμη κι αν η Γερμανία δεν έχει βιώσει τις αναταράξεις που παρουσιάστηκαν στη Γαλλία, ο κατακερματισμός εξαναγκάζει σε αλλαγή. Πριν ανέβει στην εξουσία η κ. Μέρκελ το 2005, το SPD ή το CDU σε γενικές γραμμές εξασφάλιζαν πλειοψηφία στην Bundestag με έναν μικρό κυβερνητικό εταίρο, συνήθως με το FDP. Αυτό πλέον δεν συμβαίνει. Η κ. Μέρκελ αναγκάστηκε να ενώσει τις δυνάμεις των δύο μεγάλων κομμάτων σε έναν «μεγάλο συνασπισμό» την περίοδο 2005-2009 και ξανά το 2013-2017. Αυτή η επιλογή θα είναι πάλι στο τραπέζι και φέτος.
Οι σκεπτικιστές το θεωρούν αυτό επιβλαβές για τη δημοκρατία. Έχουν κατηγορήσει την κ. Μέρκελ και τον κ. Σουλτς πως αποφεύγουν επίτηδες τις συγκρούσεις, ιδιαίτερα στο τηλεοπτικό τους debate, για να μη χαλάσουν την πιθανότητα ενός νέου συνασπισμού. Ένα παράδειγμα που ανησυχεί τους επικριτές των μεγάλων συνασπισμών είναι εκείνο της Αυστρίας, όπου μια βολική συνεργασία δεκαετιών μεταξύ της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς θεωρείται πως έχει βοηθήσει την άνοδο του δεξιού, λαϊκίστικου κόμματος Ελευθερίας, που σχεδόν κέρδισε την προεδρία πέρυσι.
Ο κ. Busch επισημαίνει πως οι φόβοι ότι η Γερμανία, έπειτα από μόνο δύο πρόσφατους μεγάλους συνασπισμούς, θα μπορούσε να δει μια άνοδο της δεξιάς σε στυλ Αυστρίας, είναι υπερβολικοί. Αλλά το AfD έχει ωφεληθεί από την αντίληψη ότι τα δύο κύρια κόμματα είναι πολύ κοντά σε σημαντικά ζητήματα, μεταξύ των οποίων και η προσφυγική πολιτική. Στους κόλπους του SPD, κάποιοι θέλουν ο κ. Σουλτς να απορρίψει έναν ακόμα μεγάλο συνασπισμό. Επιχειρηματολογούν πως το να είναι ο μικρότερος εταίρος μόνο του έχει στοιχίσει ψήφους.
Και όμως, ένας συνασπισμός με οποιοδήποτε άλλο κόμμα είναι απίθανο να δώσει στην κ. Μέρκελ την πλειοψηφία. Το μπλοκ CDU/CSU προβλέπεται να κερδίσει περίπου 38% και το SPD περίπου 23%. Όλα τα άλλα κόμματα είναι κάτω του 10%.
Επομένως υπάρχουν εικασίες για έναν συνασπισμό τριών κομμάτων για πρώτη φορά, με τους Πρασίνους να ενώνουν δυνάμεις με τους συντηρητικούς και το FDP στο πλαίσιο της λεγόμενης επιλογής Jamaica (τα χρώματα των κομμάτων μοιάζουν με εκείνα της σημαίας του κράτους της Καραϊβικής).
Στην επιφυλακτική κ. Μέρκελ μπορεί να μην αρέσει και πολύ αυτή η καινοτομία. Αλλά ίσως και να μην έχει επιλογή. Αν και η εκλογική καμπάνια μπορεί να δείχνει σαν μία από τα ίδια, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να ήταν μια νέα έκβαση που θα γίνεται όλο και πιο οικεία, αν η πολιτική συνεχίσει να κατακερματίζεται.
© The Financial Times Limited 2017. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation