Ακούγοντας ότι ταξιδεύω για το Ηνωμένο Βασίλειο, ένας φίλος μου έστειλε τη φωτογραφία ενός μισοάδειου ραφιού σουπερμάρκετ με ένα απλό μήνυμα: «επιστρέφεις στα ράφια της σοβιετικής εποχής».
Σε αντίθεση με εκείνη την εποχή, ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει σε μια κλειστή οικονομία με ανεπαρκή κρατική παραγωγή που προστατεύεται από υψηλούς δασμούς και ποσοστώσεις. Ούτε αφορά αποκλειστικά το Ηνωμένο Βασίλειο. Οφείλεται σε διαταραχές στην προσφορά αγαθών που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες. Θα μας συντροφεύουν για λίγο καιρό ακόμα, περιπλέκοντας τα σχέδια των εταιρειών και των κυβερνήσεων, και μπορεί να υπονομεύσουν τις επενδύσεις που στηρίζονται στις αθρόες τονώσεις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες οι οποίες έχουν οδηγήσει πολλές αγορές υψηλότερα.
Το φαινόμενο αυτό αποτυπώνεται στα μακροοικονομικά στοιχεία και στα μηνύματα των εταιρειών. Οι τιμές παραγωγού αυξάνονται σε όλο τον κόσμο. Μεγάλες αποκλίσεις έχουν αρχίσει να δημιουργούνται μεταξύ των εργοστασιακών παραγγελιών και της παραγωγής. Το κόστος μεταφοράς από την Κίνα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ έχει αυξηθεί επτά με δέκα φορές το τελευταίο έτος. Περισσότερες εταιρείες σε περισσότερους τομείς αντιμετωπίζουν περιορισμούς στις προμήθειες.
Η αιτία είναι ένα μείγμα διαταραχών στις εφοδιαστικές αλυσίδες, υψηλού κόστους μεταφοράς, έλλειψης εμπορευματοκιβωτίων και ασφυκτικά γεμάτων λιμανιών. Η έλλειψη εργατικού δυναμικού είναι επίσης ένα ζήτημα, το οποίο αναγκάζει τις εταιρείες στην μεταποίηση και τις υπηρεσίες να εργάζονται κάτω από την παραγωγική τους ικανότητα και με συνεχείς πιέσεις στους μισθούς. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Ένωση Βρετανών Βιομηχάνων (CBI) έχει προειδοποιήσει ότι η έλλειψη εργατικού δυναμικού μπορεί να διαρκέσει ως και δύο χρόνια.
Λιγότερα στελέχη είναι σίγουρα ότι οι διαταραχές αυτές είναι προσωρινές και ότι μπορούν να αντιστραφούν γρήγορα. Αυτό θα περιορίσει τα σχέδια ανάπτυξης παρά την ισχυρή ζήτηση και θα εντείνει την πίεση για άνοδο των τιμών ως αντιστάθμισμα στο υψηλότερο κόστος.
Η παγκόσμια οικονομία δεν είναι αντιμέτωπη με μία μεμονωμένη εξέλιξη, αλλά με κύματα εφοδιαστικών διαταραχών, κάτι που υποδηλώνει ότι από πίσω κρύβονται μακροπρόθεσμες δυνάμεις. Ωστόσο, κάποιοι φορείς άσκησης πολιτικής και παράγοντες της αγοράς συνεχίζουν να διαβεβαιώνουν ότι οι ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης είναι παροδικές και ότι θα επιλυθούν γρήγορα από τις δυνάμεις της αγοράς. Προς επίρρωση του επιχειρήματός τους, επισημαίνουν ότι η τιμή της ξυλείας υποχώρησε μετά τη μεγάλη άνοδο που σημείωσε.
Κάποιοι παράγοντες είναι πράγματι αναστρέψιμοι. Ήδη, ο χρόνος έχει βοηθήσει να ξεπεραστεί μέρος του αρχικού σοκ του κορωνοϊού στην οικονομία – μια «απότομη παύση» πιο γενικευμένη από αυτήν της κρίσης του 2008. Δεν μπορεί επίσης να αρνηθεί κανείς ότι το τελευταίο κύμα της πανδημίας που πυροδότησε η μετάλλαξη Δέλτα έχει προσωρινά και αναστρέψιμα στοιχεία, όπως το κλείσιμο λιμανιών στην Κίνα και το Βιετνάμ. Το ίδιο ισχύει και για τα λιμάνια προορισμού, όπως αυτό του Λονγκ Μπιτς στην Καλιφόρνια, όπου ένας CEO μου είχε περιγράψει τη συμφόρηση ως χειρότερη και από αυτήν του περασμένου Μαρτίου στο Κανάλι του Σουέζ.
Το σημαντικό σημείο είναι ότι αυτοί οι αναστρέψιμοι παράγοντες συνοδεύονται και από προβλήματα στο σκέλος της προσφοράς τα οποία θα κρατήσουν από ένα ως δύο χρόνια, αν όχι περισσότερο. Ήδη, η συνέχιση των προβλημάτων αυτών οδηγεί περισσότερες εταιρείες να αναθεωρήσουν τη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας με στόχο να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα, ακόμα και εις βάρος της αποτελεσματικότητας. Αλλά οι επωφελείς μακροπρόθεσμα επιπτώσεις της επιλογής προμηθευτών από διαφορετικές χώρες προκαλεί διαταραχές βραχυπρόθεσμα.
Η ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας είναι επίσης κάτι που δεν θα περάσει σύντομα. Πρόσφατοι δείκτες υποδηλώνουν ότι η επαναλειτουργία των σχολείων και, στις ΗΠΑ, ο τερματισμός των προγραμμάτων στήριξης των εργαζομένων, δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε απότομη άνοδο της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Και αυτό παρά την άνοδο των ανοικτών θέσεων εργασίας σε επίπεδα ρεκόρ. Όσο περισσότερο συνεχίζεται αυτό, τόσες περισσότερο προσαρμόζονται οι εταιρείες.
Σε συνδυασμό με τον ήδη υφιστάμενο πληθωρισμό, όλα αυτά μεταφράζονται σε στασιμοπληθωριστικές πιέσεις για την παγκόσμια οικονομία που είναι άγνωστες σε όσους δεν έζησαν τη δεκαετία του 1970.
Είναι, όμως, πολλοί οι φορείς άσκησης πολιτικής και ως εκ τούτου οι παράγοντες της αγοράς που βρίσκονται πίσω από τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία. Έχοντας χάσει το παράθυρο ευκαιρίας στην αρχή του καλοκαιριού για περιστολή του τεράστιου προγράμματος αγοράς ομολόγων που ξεκίνησε στο απόγειο της κρίσης του κορωνοϊού, η Fed είναι πλέον αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα: να πρέπει να μειώσει την τόνωση λόγω της παρατεταμένης παραμονής του πληθωρισμού πάνω από τον στόχο της, αλλά να διστάζει να το κάνει λόγω της πιο υποτονικής ανάπτυξης.
Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα για πολλές κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού όπου οι αποτιμήσεις στηρίζονται στην προσδοκία ότι η στήριξη της κεντρικής τράπεζας θα συνεχίσει να είναι αποτελεσματική και προβλέψιμη, συμπεριλαμβανομένης και μιας «ομαλής προσγείωσης» σε μια οικονομία η οποία δεν θα είναι ούτε πολύ ζεστή, ούτε πολύ κρύα.
To βασικό δομικό στοιχείο μετά τη χρηματοοικονομική κρίση – αυτό της χαμηλής συνολικής ζήτησης – έχει δώσει τη θέση του στις διαταραχές στην προσφορά. Δεν πρόκειται να εξαφανιστούν σύντομα. Είναι πολύ προτιμότερο για τις εταιρείες και τους φορείς άσκησης πολιτικής να προσαρμοστούν τώρα. Είναι πιο φθηνό και εύκολο να περιοριστούν περαιτέρω διαταραχές από την αποκατάσταση της ζημιάς.
* O αρθρογράφος είναι πρόεδρος του Κουίνς Κόλετζ στο Κέιμπριτζ και σύμβουλος των Allianz και Gramercy.
© The Financial Times Limited 2021. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation