PRODEA. Κινήσεις για να καλυφθεί έναντι της αύξησης του Euribor πραγματοποιεί η εταιρεία. Ηδη έχει συνάψει σύμβαση αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου και βρίσκεται σε διαδικασία σύναψης μιας ακόμα.
Το ποσοστό των δανειακών κεφαλαίων του ομίλου με όρους σταθερού επιτοκίου ή για τα οποία έχουν ήδη συναφθεί συμβάσεις αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου ανέρχεται σε 36,5% ενώ μετά τη σύναψη της επιπλέον συμβάσης αντιστάθμισης θα φτάσει το 67,2%.
EUROBANK. Με την κίνησή της να ανεβάσει το ποσοστό της στην Ελληνική Τράπεζα στο 26%, o όμιλος μετεξελίσσεται σε κομβικό παράγοντα της κυπριακής αγοράς. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή καθίσταται ο μεγαλύτερος μέτοχος στο δεύτερο σε μέγεθος χρηματοπιστωτικό όμιλο της χώρας, αλλά και γιατί διαθέτει επίσης τη δική της τοπική θυγατρική παρουσία, ενώ παράλληλα η Τράπεζα Κύπρου διακρίνεται για τον πολυμετοχικό της χαρακτήρα.
Και όμως, η Eurobank ήταν η τελευταία χρονικά τράπεζα από την Αθήνα που ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στην Κύπρο. Η αρχή είχε γίνει από την Εθνική το 1910, ενώ αργότερα είχε «κατεβεί» στο Νησί και η Εθνική Ασφαλιστική (τώρα έχει περάσει στα χέρια της CVC). Η κυπριακή κοινή γνώμη εκτίμησε δεόντως το γεγονός ότι η Τράπεζα δεν αποχώρησε το 1974 όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το 40% της χώρας, ωστόσο μετά την εισβολή η Εθνική είδε τα μερίδια αγοράς της να συρρικνώνονται δραστικά και κατά τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε διαδικασία αναζήτησης αγοραστή.
Σαφώς μεγαλύτερο μερίδιο στην τοπική αγορά κατάφερε να κατακτήσει η Alpha Bank (στις «καλές εποχές» διαγκωνιζόταν με την Ελληνική για την τρίτη θέση, μετά την Τράπεζα Κύπρου και την… αποβιώσασα Λαϊκή) η οποία γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε εξαγοράσει την Lombard Bank, ενώ στη συνέχεια απορρόφησε και τη θυγατρική της Εμπορικής Τράπεζας στην Κύπρο.
Για αρκετά χρόνια, η Alpha διέθετε στη χώρα και θυγατρική ασφαλιστική εταιρεία, η οποία ρευστοποιήθηκε λίγο αργότερα (σήμερα ονομάζεται Altius) από τη στιγμή που η μητρική τράπεζα στην Αθήνα πούλησε την Alpha Ασφαλιστική στον όμιλο AXA.
Με μεγαλεπήβολα αναπτυξιακά σχέδια είχε κατεβεί στην Κύπρο και η Τράπεζα Πειραιώς, η οποία στη συνέχεια εξαγόρασε τη λιβανέζικη Arab Bank.
Από την πλευρά της η Eurobank κατέβηκε στην Κύπρο τελευταία ακολουθώντας ένα πολύ πιο συντηρητικό μοντέλο ανάπτυξης, επικεντρωμένο στα επιχειρηματικά δάνεια και χωρίς να προχωρήσει σε μεγάλη ανάπτυξη δικτύου. Απέφυγε τα ακριβά επεκτατικά ανοίγματα για τα οποία μετάνιωσαν πολλές άλλες τράπεζες και τελικά απέκτησε τον πρώτο λόγο στην Ελληνική Τράπεζα -η οποία πριν την ένταξη της Κύπρου σε μνημονιακό καθεστώς είχε ως βασικότερο μέτοχο την Εκκλησία- έναντι τιμημάτων που τη δεκαετία του 2000 θα φάνταζαν ως… ψίχουλα.
ΥΓ: Η Ελληνική Τράπεζα διαθέτει μεταξύ άλλων και ισχυρή παρουσία στην κυπριακή ασφαλιστική αγορά, μέσα των Hellenic και Παγκυπριακής οι οποίες δραστηριοποιούνται στις ζωικές και στις γενικές καλύψεις, αντίστοιχα. Και αυτό, όταν ο βασικότερος μέτοχος της Eurobank, η Fairfax, κάθε άλλο παρά κρύβει την επικέντρωσή της στον ασφαλιστικό κλάδο.
ΔΑΣΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ. Στα κεφάλια των… πολιτών, πέφτει η προσπάθεια της κυβέρνησης να τηρήσει τα χρονοδιαγράμματα που έχει υποσχεθεί στους περίφημους Θεσμούς, για τους δασικούς χάρτες.
Σε μεγάλα τμήματα της Αττικής, ακόμη και σε περιοχές που δεν θα το περίμενε κάποιος, όπως η Σαλαμίνα, οι δηλώσεις «προδήλου σφάλματος» και οι ενστάσεις, στα όσα περιλαμβάνουν ως δασικά οι νέοι χάρτες, είναι τόσο πολλές που οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν κυριολεκτικά βραχυκυκλώσει.
Το αποτέλεσμα είναι, όπως είχαμε γράψει και πρόσφατα, ότι οι ταλαίπωροι πολίτες, που βλέπουν την περιουσία τους να χαρακτηρίζεται δασική, συχνά άνευ λόγου και αιτίας, θα πρέπει να περιμένουν χρόνια ολόκληρα για να βρουν άκρη μέσα από τις Επιτροπές Ενστάσεων. Ακόμη και σε περιπτώσεις προδήλου, εξώφαλμου δηλαδή, σφάλματος, που κανονικά θα έπρεπε να διεκπεραιώνεται μέσα από τις αρμόδιες υπηρεσίες και σε σύντομο χρόνο. Ομως οι υπηρεσίες δεν έχουν «χέρια» να τις εξετάσουν!
Πολύ απλά το προσωπικό δεν επαρκεί για να χειριστούν τόσο πολλές αιτήσεις. Μόνο που αυτό ήταν γνωστό εξ αρχής,! Οπότε το ερώτημα είναι ποιοι «φωστήρες» στην κυβέρνηση και στο αρμόδιο υπουργείο, έβγαλαν τα χρονοδιαγράμματα αγνοώντας την… πραγματικότητα.
Και άρα γνωρίζοντας ότι αυτοί που θα πληρώσουν το μάρμαρο, θα είναι οι πολίτες!
ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΘΡΑΚΗΣ. Υπάρχουν δύο τρόποι για να «διαβάσει» κάποιος τα αποτελέσματα εννεαμήνου της εισηγμένης. Ο πρώτος είναι να διαπιστώσει τη δραστική υποχώρηση των καθαρών κερδών από τα 71,2 στα 26,3 εκατ. ευρώ σε μια δύσκολη περίοδο λόγω ζήτησης και ενεργειακού κόστους.
Ο δεύτερος τρόπος είναι να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα -αφού όλοι γνωρίζαμε ότι τα απίστευτα αποτελέσματα του 2021 δεν θα μπορούσαν να είναι επαναλαμβανόμενα- και να αξιολογήσει την πορεία του εννεαμήνου σε σχέση με το guidance που είχε δώσει η διοίκηση στις αρχές του έτους.
Σύμφωνα με το guidance, στόχος ήταν να επιτευχθούν το 2022 προ φόρων κέρδη άνω των 25 εκατ. ευρώ. Ο στόχος λοιπόν αυτός επιτεύχθηκε ήδη από το εννεάμηνο, ακόμη και αν από την ανακοινωθείσα προ φόρων κερδοφορία των 32,2 εκατ. αφαιρέσει κάποιος το έκτακτο θετικό αποτέλεσμα ύψους 4,6 εκατ. ευρώ.
Με βάση την ίδια ανάγνωση, μια εταιρεία που πριν το 2019 ήταν πολύ ικανοποιημένη με κερδοφορίες μεταξύ 5 και 10 εκατ. ευρώ, σήμερα σημειώνει πολύ υψηλότερες επιδόσεις, έχοντας υλοποιήσει μεγάλα επενδυτικά προγράμματα και έχοντας περιορισμένο καθαρό δανεισμό.
ΥΓ: Τα περί μονοψηφίου P/E ακόμη και αν αφαιρέσουμε τα φετινά έκτακτα κέρδη, καθώς και το γεγονός ότι η εισηγμένη διαπραγματεύεται στο ΧΑ πολύ πιο κάτω από την καθαρή της θέση (260,29 εκατ. στις 30/9/2022) προκύπτουν από δύο απλές διαιρέσεις.
WOLT. Κάλλιο αργά παρά ποτέ που λέμε και εμείς οι Έλληνες. Λοιπόν στις 28/11/2022, δηλαδή με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση, καταχωρήθηκε αυτοματοποιημένα στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), το από 14/12/2018 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της WOLT από το οποίο προκύπτει η πιστοποίηση καταβολής αρχικού κεφαλαίου.
Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ποσού 25.000 ευρώ είχε καταβληθεί στις 10 Δεκεμβρίου του 2018 στο σύνολό του σε μετρητά από την ιδρύτρια και μοναδική μέτοχο της, «Wolt Enterprises Oy».
Τώρα γιατί απαιτήθηκαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να καταχωρηθεί αυτή η πράξη στο ΓΕΜΗ είναι τουλάχιστον απορίας άξιον.