Προβληματισμό για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στο έργο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, δημιουργεί η πρόθεση της κυβέρνησης να ζητεί τη γνωμοδότηση της ανεξάρτητης αρχής για τη δυνητική επίδραση των νομοθετικών πρωτοβουλιών στον ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, κάθε νομοσχέδιο θα συνοδεύεται από ειδικό κεφάλαιο για την επίδραση στην ανταγωνιστικότητα, κατ' αναλογία με τις εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που γνωμοδοτεί για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Η πρόθεση αυτή, ως θετική μπορεί να εκληφθεί, πλην όμως, δεν θα πρέπει να είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού αυτή που θα αποφαίνεται. Όχι διότι δεν μπορεί, κάθε άλλο. Ωστόσο, το ζήτημα που αναδύεται είναι πόσοι άνθρωποι και για πόσο χρόνο θα πρέπει να απασχολούνται με τις συγκεκριμένες αναλύσεις.
Διότι, όταν η Επιτροπή Ανταγωνισμού κλήθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, να γνωμοδοτεί σχεδόν καθημερινά επί νομοθετημάτων, είναι γνωστό και το τόνιζαν μάλιστα και στελέχη της, ότι η ελεγκτική της δραστηριότητα μειώθηκε και το προσωπικό της εξαντλήθηκε. Με όποιες συνέπειες είχε αυτό για την αγορά και τους καταναλωτές.
Με την πρότερη εμπειρία, γνώστες του αντικειμένου αναφέρουν ότι είναι προτιμότερο να αφεθεί η Επιτροπή να κάνει τη δουλειά της, παρά να μπει στη διαδικασία των γνωμοδοτήσεων.
Μάλιστα υπενθυμίζουν ότι από το 2012 για αυτό τον λόγο έχει δημιουργηθεί ειδική διεύθυνση στη γενική γραμματεία Εμπορίου. Πρόκειται για τη διεύθυνση Εμπορικής Πολιτικής και Δομών Αγοράς.
Ωστόσο, επτά χρόνια τώρα, αν και στελεχωμένη, παραμένει ανενεργή...