Εξηγήσεις ζητούν από τη διοίκηση της ΔΕΗ και την πολιτική ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου -λέγε με Πάνο Σκουρλέτη- οι συνδικαλιστές, μετά τις δηλώσεις Παναγιωτάκη περί προθέσεων συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα, ή καλύτερα με την ημικρατική Elpedison.
Μετά από δύο ανακοινώσεις του «Σπάρτακου», που ως σωματείο εκπροσωπεί πρωτίστως εργαζόμενους στο λιγνιτικό κέντρο Δυτικής Μακεδονίας, ο γραμματέας του σωματείου Θανάσης Μάστορας, με δηλώσεις που έκανε στη συγκέντρωση της 4ης Φεβρουαρίου, έριξε βολές και προς τη διοίκηση της ΔEΗ και προς το ΥΠΕΝ.
Μίλησε για επαναφορά από το παράθυρο της «μικρής ΔΕΗ», έστω και αν αυτή που προτείνει ο κ. Παναγιωτάκης θα είναι πολύ μικρότερη, όπως είπε. Θύμισε τι έλεγαν στην ίδια πλατεία που γινόταν η εργατική συγκέντρωση, τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος περί «μικρής ΔΕΗ» και κυρίως τι έγινε στην περιοχή όταν είχε προκύψει θέμα σύμπραξης της ΔEΗ με τον ιδιωτικό τομέα.
Περιττό να πούμε ότι, παρότι ο γραμματέας του σωματείου προέρχεται από τη ΝΔ, οι θέσεις που διατυπώνει στο συγκεκριμένο θέμα, στο μέγιστο βαθμό, είναι διαπαραταξιακές.
Οι συνδικαλιστές της ΔEΗ έχουν δείξει ότι, ανεξαρτήτως ιδεολογικής αφετηρίας, είναι ιδιαιτέρως αλλεργικοί σε ό,τι έχει να κάνει με την έστω και ελάχιστη αμφισβήτηση των δικαιωμάτων της δημόσιας επιχείρησης σε όσα θεωρεί περιουσία της. Δηλαδή τον λιγνίτη και τα νερά. Έστω και αν, όπως πάει, παρότι μονοπώλιο μοιάζει με σκιά τους εαυτού της και κινδυνεύει να... «θαφτεί» μαζί με την περιουσία της, εξαιτίας των κάθε είδους «αλλεργιών» που έχει το στελεχικό της δυναμικό.
Τώρα το ποια στάση θα τηρήσουν οι τοπικοί κομματάρχες του ΣΥΡΙΖΑ και οι συνδικαλιστές του είναι ένα άλλο θέμα.
Πάντως, η τακτική που εφαρμόζουν εσχάτως με το ασφαλιστικό κ.λπ., δηλαδή και με τους διαμαρτυρόμενους και με την κυβέρνηση, στην περίπτωση της ΔEΗ «δεν παίζει». Ή υπέρ, ή κατά και αυτό βέβαια θα ισχύει για όλα τα πολιτικά κόμματα.
Αν και εδώ που τα λέμε, μόνο φιλολογική αξία θα έχουν όλα αυτά. Γιατί όπως έχει δείξει η εμπειρία, παρόμοιες συμφωνίες, ακόμη και όταν δεν έχουν πρόβλημα εγκρίσεων από κοινοτικά όργανα, όπως πιστεύουμε ότι ισχύει στην περίπτωση της συζητούμενης συμφωνίας, δύσκολα ολοκληρώνονται, ιδίως σε περιόδους πολιτικής αβεβαιότητας όπως αυτή που διανύουμε.