Για το πόσο κρίσιμα είναι τα πράγματα αναφορικά με τις επενδύσεις και το πόσοι παράγοντες τις επηρεάζουν μας μιλούσε άνθρωπος της αγοράς, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις αντιδράσεις ξένων επενδυτών σε μια είδηση που δημοσιεύθηκε μεν σε «σοβαρό» έντυπο, αλλά έμοιαζε έως και εξωφρενική.
Δημοσίευσε λοιπόν το έντυπο στο πλαίσιο ρεπορτάζ, την πληροφορία ότι η διοίκηση εταιρείας του δημοσίου σκέφτεται να «σπάσει» δύο συμφωνίες και μάλιστα διακρατικές, προκειμένου να τις υποκαταστήσει με άλλη ή άλλες, αποκλειστικά εμπορικού χαρακτήρα.
Το γραφείο Λονδίνου της ξένης εταιρείας που παρακολουθεί real time ό,τι λέγεται και γράφεται στην Ελλάδα, καθώς συζητά και αυτό με δημόσια εταιρεία, έκρινε το θέμα ως πολύ σοβαρό, καθώς η δημοσιοποίηση μιας παρόμοιας πρωτοβουλίας θα πρέπει να έχει οπωσδήποτε κεντρική κάλυψη. Εμείς ξέρουμε ότι πρόθεση να σπάσουν διακρατικές συμφωνίες δεν διατυπώθηκε, κάτι άλλο λέχθηκε, που εννοήθηκε διαφορετικά και αποδόθηκε όπως αποδόθηκε.
Σημασία όμως έχει ότι μετά από αυτό, η ξένη εταιρεία, στις συζητήσεις που διεξάγει με την ελληνική κρατική εταιρεία, θα λαμβάνει υπόψη και αυτή την έστω υποθετική παράμετρο, δηλαδή το πόσο εύκολα αποφασίζει μια ελληνική κρατική εταιρεία να βγει από μια συμφωνία, κάτι που θα αποτυπωθεί και σε κείμενα, αν βέβαια ποτέ οι συζητήσεις οδηγήσουν σε δεσμευτική συμφωνία.
Εν ολίγοις, μπορεί κάποια πράγματα να λέγονται ή να διαρρέονται για λόγους πολιτικής κυρίως κατανάλωσης (όπως οι δημόσιες δηλώσεις του Θ. Δρίτσα για τον ΟΛΠ και του Χ. Σπίρτζη για τον ΟΣΕ), ωστόσο, έχουν επίδραση και στις επενδυτικές προσδοκίες.
Οδηγούν δηλαδή σε απόψεις όπως αυτές που διατύπωσε στη στήλη πρόσφατα στέλεχος της αγοράς, με τη χαρακτηριστική φράση «η Ελλάδα έχει ρίσκο αναδυόμενης αγοράς και αποδόσεις ανεπτυγμένης».
Κι αν επικρατήσουν τέτοιες απόψεις, δεν θα πρέπει να περιμένουμε πολλά από τους ξένους.