Ο φόβος μήπως οι τιμές εκκίνησης των δημοπρασιών ηλεκτρικής ενέργειας, είναι υψηλότερες από αυτές που προκύπτουν από τις εκπτώσεις που αποφάσισε για τις βιομηχανίες η Γ.Σ. της ΔΕΗ, είναι ο κύριος λόγος που κάνει τις πλέον ενεργοβόρες από αυτές, να επιμένουν στην επιβολή διοικητικά οριζόμενων τιμών στο πλαίσιο εφαρμογής του συστήματος ΝΟΜΕ.
Αυτό επισημαίνουν στη Στήλη εκπρόσωποι της βιομηχανίας, θεωρώντας ότι σε περίπτωση που ο φόβος τους επαληθευτεί, τότε χάνεται το παιχνίδι της ανταγωνιστικής τιμής ενέργειας, που θα επιτρέψει να επιβιώσουν όσες βιομηχανίες συνεχίζουν να λειτουργούν.
Όλα αυτά λέγονται (και πολλές φορές τελευταία ακούγονται και παραπανίσια λόγια) στον απόηχο των ομαδικών απολύσεων στο εργοστάσιο Ασπροπύργου της Χαλυβουργίας Ελλάδος και ενώ η ΔΕΗ την περασμένη εβδομάδα έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία μελέτης που ανέθεσε στην Booz για το κόστος της λιγνιτικής της παραγωγής.
Δικαιολογούνται δε εν πολλοίς καθώς σε κάθε μεγάλη αλλαγή, έστω και για μικρό χρονικό ορίζοντα, ο κάθε ένας προσπαθεί να κατοχυρώσει τις θέσεις του.
Το ζήτημα είναι ότι όλα τα μέτρα που αποφασίστηκαν, όπως οι δημοπρασίες, ή οι εκπτώσεις της ΔΕΗ στη βιομηχανία έχουν προσωρινό χαρακτήρα.
Στόχος όλων των συμμετεχόντων στην αγορά θα έπρεπε να είναι η ανάπτυξη του ανταγωνισμού με ισότιμη πρόσβαση όλων, σε όλα τα καύσιμα. Δυστυχώς αυτό δεν μπορεί να γίνει... αύριο. Έτσι σε βραχυπρόθεσμη βάση, σημαντική ανάσα θα έδινε στη βιομηχανία και όχι μόνο, η κατάργηση της υψηλής φορολογίας σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο και ο περιορισμός των άλλων επιβαρύνσεων όπως για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, στο πρότυπο των όσων ισχύουν σε άλλες κοινοτικές χώρες. Ιδίως όταν τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας βελτιώνονται.
Από το ΥΠΕΚΑ τέλος, που γίνεται αποδέκτης των ενστάσεων και των φόβων, συστήνεται ψυχραιμία και διαμηνύεται ότι όλα θα εξελιχθούν σύμφωνα με το πρόγραμμα και τα όσα έχουν συμφωνηθεί με πιστωτές και ΕΕ. Μένει να το δούμε.