Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η οικονομική ακτινογραφία των 10 νέων μελών

Ως πρώτη επισήμανση για τις οικονομίες των υπό ένταξη κρατών αξίζει να μνημονευθούν οι εκτιμήσεις των αναλυτών, οι οποίες προέβλεπαν περιορισμένη οικονομική επιβράδυνση το 2002, σε σχέση με τα κράτη που ήδη συναποτελούν την Ε.Ε.

Η οικονομική ακτινογραφία των 10 νέων μελών
Ως πρώτη επισήμανση για τις οικονομίες των υπό ένταξη κρατών αξίζει να μνημονευθούν οι εκτιμήσεις των αναλυτών, οι οποίες προέβλεπαν περιορισμένη οικονομική επιβράδυνση το 2002, σε σχέση με τα κράτη που ήδη συναποτελούν την Ε.Ε., κυρίως ως αποτέλεσμα της δυναμικής που έχει αποκτήσει η εγχώρια ζήτηση στις περισσότερες εκ των 10 χωρών.

Η αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος εκτιμάται πως θα κυμανθεί -κατά μέσο όρο- περί το 3,6% και 4,2% για το 2003, με τη Λετονία να αναπτύσσεται (σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις) με τους υψηλότερους ρυθμούς μεταξύ των 10 και την Πολωνία να βρίσκεται στον αντίποδα, κυρίως λόγω της αδύναμης εσωτερικής αγοράς.

Η ανεργία, αν και υψηλότερη από τον μέσο όρο των υπολοίπων κρατών της Ε.Ε., προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 14,4% για το 2003.

Η κυπριακή οικονομία προβλέπεται να ”τρέξει” με ρυθμούς της τάξεως του 3,5% για το 2003 και 4,1% το 2004, με την ιδιωτική κατανάλωση να αποκτά ”δυναμική” ξανά το 2003, αυξανόμενη κατά 3,5%, αφού η υποχώρηση που σημείωσε το Χρηματιστήριο της Κύπρου το 2002, οι περιορισμένες αυξήσεις των μισθών, αλλά και το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον συνέβαλαν στη συρρίκνωσή της.

Για τον τουρισμό ειδικότερα και ύστερα από την αποδοχή της Κύπρου στις υπό ένταξη χώρες, προβλέπεται μακροπρόθεσμα να υπάρξει ενίσχυση του αριθμού προσέλευσης, ιδιαίτερα από τα κράτη - μέλη, αν και, όπως τονίζεται σχετικώς, η παγκόσμια οικονομική ύφεση και οι γεωπολιτικές ανησυχίες (Μ. Ανατολή, τρομοκρατικές επιθέσεις) μπορεί να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη για τον κλάδο.

Το 2002 ήταν ένα αρνητικό έτος για την οικονομία της Τσεχίας, οι ρυθμοί ανάπτυξης της οποίας προβλέπεται να συρρικνωθούν δραστικά λόγω της μείωσης των εξαγωγών -που προκλήθηκαν από την ανατίμηση του εθνικού νομίσματος τόσο έναντι του ευρώ όσο και του δολαρίου- των καταστροφικών πλημμυρών του φθινοπώρου, αλλά και της υποχώρησης των χρηματιστηριακών αγορών.

Για τα προσεχή έτη, σε ένα οικονομικό περιβάλλον με χαμηλό κόστος δανεισμού και αντίστοιχα περιορισμένες πληθωριστικές πιέσεις, η εγχώρια ζήτηση αναμένεται να αποτελέσει τη ”ραχοκοκαλιά” της ανάπτυξης (3,2%), ενώ οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες το 2001 και το 2002 σχετίζονται αφενός με τις φυσικές καταστροφές της χώρας, αφετέρου με την ενίσχυση του στρατιωτικού εξοπλισμού του κράτους.

Η ανεργία δεν προβλέπεται να παρουσιάσει δραστική μείωση, αφού παρατηρείται μια διστακτικότητα από τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε προσλήψεις, αν δεν δημιουργηθεί ευνοϊκότερο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.

Το ΑΕΠ της Εσθονίας προβλέπεται να αυξηθεί κατά 5,1% το 2003, με τους τομείς των επενδύσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών να αποτελούν τις λοκομοτίβες που θα οδηγήσουν στην περαιτέρω ανάπτυξη. Για τα επόμενα έτη ο πληθωρισμός πιθανόν να παραμείνει γύρω από τα επίπεδα του 4% περίπου, ωστόσο οι εκτιμήσεις συνηγορούν και για ελαφρώς υψηλότερα μεγέθη, αν οι τιμές του πετρελαίου κινηθούν σε υψηλά επίπεδα.

Οι εξαγωγές της Εσθονίας προβλέπεται να αυξηθούν με ρυθμούς της τάξεως του 10% περίπου (2003), ποσοστό που ίσως να αγγίξει και το 13%, αν οι οικονομίες των χωρών της Ευρώπης ανακτήσουν τη δυναμική τους, ενώ δευτερεύοντα στοιχεία όπως η βελτίωση του οδικού και του σιδηροδρομικού δικτύου ”θα έχουν τον ρόλο τους”, όπως τονίζεται χαρακτηριστικά από τους αναλυτές.

Τα δημοσιονομικά ελλείμματα της χώρας εκτιμάται πως θα ”λάβουν την ανιούσα”, αφού η είσοδος της χώρας στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, αλλά και οι μεταβολές που εφαρμόζει στο ασφαλιστικό της σύστημα, θα δημιουργήσουν πιέσεις.

Για την οικονομία της Ουγγαρίας προβλέπεται πως η κινητήριος δύναμη, μεταξύ άλλων, θα προέλθει από τις επιχειρηματικές επενδύσεις, την ενίσχυση του τουρισμού, αλλά και τις εξαγωγές (αύξηση 6,8% το 2003), αν και για τις τελευταίες καταλυτικός παράγοντας θα είναι η οικονομική κατάσταση των συναλλασσόμενων κρατών.

Το έλλειμμα της χώρας αναμένεται να αγγίξει το 7% του ΑΕΠ για το 2002 και η κυβέρνηση της Ουγγαρίας έχει εξαγγείλει οικονομικό πρόγραμμα, που περιλαμβάνει δραστική μείωση των δαπανών ώστε να ανταποκριθεί στις επιταγές των Βρυξελλών, αλλά με βάση τα πρώτα αποτελέσματά του, τη χρονική υστέρηση αλλά και τους αστάθμητους παράγοντες που παρουσιάζονται, δεν προβλέπεται να αποδώσει καρπούς σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Θετική χαρακτηρίζεται η χαμηλή ανεργία στη χώρα (5,9% περίπου για το 2003), ενώ δεν προβλέπεται να ενισχυθεί δραστικά, αφού ειδικά στον τομέα της βιομηχανίας παρουσιάζονται ελλείψεις σε εργατικά χέρια.

Η Λετονία θα αποτελέσει τη χώρα με τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ των 10 κρατών για το 2003, με την ιδιωτική κατανάλωση να δεσπόζει και σε αυτή την περίπτωση, ωθούμενη από την ενίσχυση των μισθών, τα μειωμένα επίπεδα αποταμίευσης, αλλά και τα αυξημένα επίπεδα δανεισμού των νοικοκυριών, στοιχεία που προβλέπεται να κινηθούν αναλόγως και τα επόμενα έτη.

Τα μερίδια της Λετονίας στις εξαγωγές και το εμπόριο γενικότερα θα ενισχυθούν στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών, αν και η χώρα αντιμετωπίζει αυξημένο ανταγωνισμό από την Εσθονία και τη Λιθουανία.

Ο υψηλός αριθμός των ανέργων, παρά τους ικανοποιητικότατους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, εκτιμάται πως δεν θα συρρικνωθεί δραστικά, αντανακλώντας διαρθρωτικά προβλήματα στην αγορά εργασίας της χώρας. Έτσι η οικονομική ανάπτυξη θα συνοδευτεί κυρίως από αυξήσεις στους μισθούς και λιγότερο από μείωση της ανεργίας.

Κατά 3,5% εκτιμάται πως θα ”τρέξει” η οικονομία της Λιθουανίας το 2003, ενώ για το 2004 το αντίστοιχο ποσοστό θα διαμορφωθεί στο 4,5% περίπου. Η χώρα παρουσιάζει εξαιρετικά χαμηλό πληθωρισμό (0,2% περίπου για το 2002), κυρίως λόγω των ”αναιμικών” αυξήσεων στους μισθούς, το ισχυρό νόμισμα, αλλά και την υψηλή παραγωγικότητα.

Η υψηλή ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και η μειωμένη ζήτηση για τα προϊόντα που παράγει η Λιθουανία εκτιμάται πως θα διαμορφώσουν μια δυναμική υπέρ της ενίσχυσης των εισαγωγών τα επόμενα έτη (δεδομένο που συνέβη και το 2002, σύμφωνα με εκτιμήσεις).

Η αγορά εργασίας, όπως και στην περίπτωση της Λετονίας, δεν προβλέπεται να επωφεληθεί από την ανάπτυξη, αφού η ανεργία στη Λιθουανία διαμορφώθηκε στο 17% για το 2001, με τις εκτιμήσεις να ”συνηγορούν” για ποσοστό πέριξ του 16,5% το 2002. Οι αναλυτές εκτιμούν πως η πτωτική τάση της ανεργίας θα συνεχιστεί, όχι όμως με ικανοποιητικούς ρυθμούς, ενώ ανάλογες προβλέπεται να είναι και οι αυξήσεις στους μισθούς.

Τα προηγούμενα έτη, κυρίως μετά το 1998, καταγράφηκε μια δραστική συρρίκνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Λιθουανίας (από το 12,1% του ΑΕΠ στο 4,8% το 2001), τάση που προβλέπεται να συνεχιστεί και στη συνέχεια, με σαφώς επιβραδυνόμενους ρυθμούς.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Μάλτας προβλέπεται να σταθεροποιηθεί στο 6% περίπου του ΑΕΠ για το 2003 και το 2004, ως αποτέλεσμα των αρνητικών εκτιμήσεων για την πορεία των εξαγωγών της χώρας και τη μειωμένη τουριστική κίνηση. Το 2004 όμως αναμένεται να σηματοδοτήσει την αρχή μιας πτωτικής πορείας για το έλλειμμα, αφού προβλέπεται ενίσχυση των εξαγωγών (κυρίως στον τομέα των ηλεκτρονικών ειδών), αλλά και των τουριστικών αφίξεων.

Αντίθετα, η μείωση της ανεργίας εκτιμάται πως θα συντελεστεί από το τρέχον έτος, ύστερα από την αύξηση που παρουσίασε το 2002, λόγω των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στον μεταποιητικό τομέα, της παύσης λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων, αλλά και της μειωμένης τουριστικής κίνησης.

Αυξητικά προβλέπεται να κινηθούν και οι επενδύσεις, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, ως αποτέλεσμα της ανάγκης που δημιουργείται να αντιμετωπισθεί ο αυξανόμενος ανταγωνισμός.

H πορεία της εγχώριας ζήτησης στην Πολωνία ακολούθησε την αντίθετη πορεία από αυτή των υπόλοιπων κρατών, υπό την έννοια της συνεχούς μείωσης της σημασίας της, τουλάχιστον μέχρι το 2001, στοιχείο που βάρυνε αρνητικά στην πορεία του ΑΕΠ της χώρας το 2001 (1,0%).

Εν τούτοις, για το 2003 εκτιμάται πως η οικονομία της θα τρέξει με ρυθμούς της τάξεως του 3,2%, δεδομένο που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην αναμενόμενη ενίσχυση των λιανικών πωλήσεων, την αυξανόμενη ζήτηση για καταναλωτική πίστη, αλλά και τη δραστική ενίσχυση των εξαγωγών.

Η ανεργία, που αποτελεί ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα του κράτους, προβλέπεται να μειωθεί στο 18,3% (από 18,5%) για το 2003. Όπως εκτιμάται, πάντως, καταλυτικά στον τομέα της απασχόλησης θα λειτουργήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές στους τομείς της βιομηχανίας και της γεωργίας.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Πολωνίας προβλέπεται να συρρικνωθεί δραστικά το 2004, διαμορφούμενο στο 3,6% περίπου του ΑΕΠ. Για τις εξαγωγές ειδικότερα προβλέπεται ενίσχυση του μεριδίου των Πολωνών εξαγωγέων, ως αποτέλεσμα (κυρίως) των ανταγωνιστικών τιμών.

Οι σημαντικού εύρους ανισορροπίες που παρατηρήθηκαν στη Σλοβακία το 2001 εκτιμάται πως θα ομαλοποιηθούν, με την αύξηση του ΑΕΠ της να αγγίζει το 3,9% περίπου τόσο για το 2002 όσο και για το 2003. Αν και η εγχώρια ζήτηση θα αποτελέσει το ”δυνατό χαρτί” για την ενίσχυση της οικονομίας, εξ ίσου σημαντικά προβλέπεται να συμβάλλει και η ενίσχυση των εξαγωγών της χώρας.

Ο πληθωρισμός στη χώρα παρουσιάζει υψηλή μεταβλητότητα, διαμορφούμενος στο 7,3% το 2001 και σε 3,7% για το 2002, ενώ οι εκτιμήσεις για το 2003 ”μιλούν” για ποσοστό ύψους 7,7%, κυρίως λόγω της αύξησης των έμμεσων φόρων, αλλά και των διαρθρωτικών μεταβολών που θα εφαρμοστούν από την κυβέρνηση.

Δραστική μείωση αναμένεται να παρουσιάσει το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας, διαμορφούμενο στο 3,6% του ΑΕΠ το 2004 από 6,0% το 2002.

Αναφορικά με τη Σλοβενία, το ΑΕΠ της βαλκανικής χώρας προβλέπεται να ενισχυθεί κατά 1,0% περίπου το τρέχον έτος, διαμορφούμενο στο 3,5%, ενώ μισή ποσοστιαία μονάδα εκτιμάται πως θα ενισχυθεί το 2004.

Αντίστροφη πορεία, σύμφωνα πάντοτε με τις εκτιμήσεις, θα παρουσιάσει ο πληθωρισμός της, αφού θα σταθεροποιηθεί στο 6,5% το 2003 και στο 5,4% το 2004. Εν τούτοις, το επίπεδο του πληθωρισμού θα παραμείνει σε υψηλά -για τα ”ευρωπαϊκά” δεδομένα- επίπεδα, με δεδομένη μάλιστα την ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί στην αγορά, αλλά και την αναγκαστική περιστολή της κεντρικής τράπεζας της χώρας.

Το θετικό σημείο για τη Σλοβενία προέρχεται από το χαμηλό δημοσιονομικό έλλειμμα που παρουσιάζει, το οποίο θα διαμορφωθεί στο 1,8% του ΑΕΠ για το 2002 και στο 1,3% για το τρέχον έτος.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v