Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η μάχη του... ”ρευστού”

Ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης γνωρίζει τα τελευταία χρόνια ο εγχώριος κλάδος των αναψυκτικών και του νερού, ενώ ”καζάνι που βράζει” θυμίζει αυτήν την περίοδο ο κλάδος των γαλακτοκομικών προϊόντων. Από την άλλη πλευρά, ιδιόμορφη και ενδιαφέρουσα είναι η ελληνική αγορά του οίνου, η οποία ωστόσο επιχειρηματικά παρουσιάζει περιορισμένο ενδιαφέρον.

Η μάχη του... ”ρευστού”
Ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης γνωρίζει τα τελευταία χρόνια ο εγχώριος κλάδος των αναψυκτικών και του νερού, ενώ ”καζάνι που βράζει” θυμίζει αυτήν την περίοδο ο κλάδος των γαλακτοκομικών προϊόντων. Από την άλλη πλευρά, ιδιόμορφη και ενδιαφέρουσα είναι η ελληνική αγορά του οίνου, η οποία ωστόσο επιχειρηματικά παρουσιάζει περιορισμένο ενδιαφέρον.

ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΑ - ΝΕΡΟ

Λόγω του μεσογειακού κλίματος και των αυξημένων θερμοκρασιών, ο εγχώριος κλάδος των αναψυκτικών και του νερού γνωρίζει ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, αν και γι’ αυτό τον λόγο μένει πάντοτε επηρεασμένος από την εποχικότητα.

Ειδικότερα στα αναψυκτικά, ο απόλυτος κυρίαρχος στην Ελλάδα ακούει στο όνομα Coca Cola 3Ε. Η εισηγμένη στο χρηματιστήριο Coca Cola Ελληνική Εταιρεία Εμφιαλώσεως Α.Ε. πέτυχε το 2006 αύξηση (περιλαμβανομένων των εξαγορών) 18% των συγκρίσιμων κερδών ανά μετοχή (EPS), κυρίως χάρη στη διψήφια οργανική αύξηση του όγκου πωλήσεων και στις πρωτοβουλίες που ανέλαβε για ενίσχυση των εσόδων.

Εξαιρουμένων των εξαγορών, ο όγκος πωλήσεων της εταιρείας αυξήθηκε για ολόκληρο το έτος κατά 6%, κυρίως λόγω της αύξησης στις πωλήσεις των βασικών εμπορικών σημάτων ανθρακούχων αναψυκτικών.

Το εμπορικό σήμα Coca Cola αναπτύχθηκε κατά 7%, υποστηριζόμενο από την επιτυχημένη διαφημιστική εκστρατεία ”The Coke Side of Life” και τις μεγάλης έκτασης ενέργειες εμπορικής διάθεσης στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2006.

Επιπλέον, ανταποκρινόμενη στις συνεχιζόμενες τάσεις για υγεία και ευεξία, η εταιρεία συνέχισε να στηρίζει την κατηγορία των light ανθρακούχων αναψυκτικών, με μεγαλύτερες δαπάνες μάρκετινγκ και διαφημιστικές δραστηριότητες, που οδήγησαν στη συνολική ετήσια αύξησή τους κατά 10% για το έτος. Εξάλλου, αν και αυτό μένει τελικά να αποτυπωθεί στα αποτελέσματα έτους, εξαιρετικά επιτυχημένο πρέπει να θεωρείται το λανσάρισμα του νέου προϊόντος ”Zero”.

Στην κατηγορία των μη ανθρακούχων αναψυκτικών επιτεύχθηκε υψηλή διψήφια αύξηση, χάρη στις κατηγορίες των εμφιαλωμένων νερών, των χυμών, του τσαγιού καθώς και των ποτών για την άθληση και εκείνων που δίνουν ενέργεια.

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την αγορά εμφιαλωμένου νερού, ”το νέο διεθνές Ελντοράντο” κατά την άποψη αρκετών ξένων οίκων, οι εκτιμήσεις για τις επιδόσεις της ελληνικής αγοράς μόνο ευοίωνες μπορούν να χαρακτηριστούν. Ο εκτιμώμενος μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του κλάδου είναι στο 6% - 8% για το 2007, ενώ και οι προοπτικές της συγκεκριμένης αγοράς για τα επόμενα χρόνια είναι εξίσου αισιόδοξες.

Πράγματι, οι υψηλές θερμοκρασίες, η αυξανόμενη στροφή σε υγιεινότερο τρόπο ζωής και διατροφής αλλά και το πολυάσχολο της καθημερινή ζωής που κρατά τους ανθρώπους εκτός οικίας για αρκετές ώρες εγγυώνται την ομαλή ανάπτυξη των πωλήσεων εμφιαλωμένου νερού. Αυτά σε εγχώριο επίπεδο. Γιατί διεθνώς γίνεται ήδη διαπραγμάτευση του νερού ως εμπορεύματος, το οποίο έχει αναγνωριστεί ως σπάνιο και ακριβό - τάση που δεδομένων των ισχνών βροχοπτώσεων και της οικολογικής καταστροφής κάθε άλλο παρά αναμένεται να σταματήσει.

Οι παράγοντες που τονώνουν την ελληνική αγορά εμφιαλωμένου νερού είναι (ευτυχώς) διαφορετικοί. Όπως επισημαίνεται σε σχετική κλαδική μελέτη που εκπονήθηκε από τη Διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP Α.Ε., το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς εμφιαλωμένων νερών ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 1996 - 2005, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 10% (βάσει ποσότητας), ενώ πέρυσι η αγορά αυξήθηκε κατά 8,9% σε σχέση με το 2004.

Το μεγαλύτερο μερίδιο (70,6%) στην κατανάλωση εμφιαλωμένων το 2005 κατέλαβε η κατηγορία των φυσικών μεταλλικών νερών και ακολούθησαν με μικρότερα μερίδια οι υπόλοιπες κατηγορίες (επιτραπέζιο νερό με 24,9% και ανθρακούχο με 4,5%). Ιδιαίτερη ανάπτυξη παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια και η αγορά των ψυκτών εμφιαλωμένου νερού, η χρήση των οποίων διευρύνεται σε χώρους εργασίας και δημόσιους χώρους εν γένει.

ΓΑΛΑ

”Καζάνι που βράζει” θυμίζει αυτήν την περίοδο ο κλάδος των γαλακτοκομικών προϊόντων. Σε έναν τομέα που χαρακτηρίζεται ούτως ή άλλως από έντονο ανταγωνισμό και επιχειρηματική κινητικότητα, η εκκρεμής, εδώ και μήνες, απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την ύπαρξη ή μη καρτέλ στο γάλα, σε συνδυασμό με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Vivartia, δίνει τον τόνο για τις επερχόμενες ανακατατάξεις.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ”αγαπημένο” θέμα συζήτησης στον κλάδο τον τελευταίο καιρό είναι το ”τι θα κάνει με τη Vivartia ο Βγενόπουλος”, δεδομένης της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει ο όμιλος στην ελληνική αγορά.

Παρά το γεγονός ότι οι αποκαλούμενοι ”μικροί” στην περιφέρεια εξακολουθούν να χτίζουν θέσεις επιμένοντας στην αυτόνομη ανάπτυξή τους, ενώ όλο και καινούργιοι παίκτες από το εξωτερικό δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά, θεωρείται φυσικό επακόλουθο ο κλάδος να εισέλθει σε νέα φάση συγκέντρωσης.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι την προοπτική αυτή διατυπώνει σαφώς πρόσφατη μελέτη της Hellastat για τον κλάδο, προβλέποντας ”περαιτέρω ενίσχυση των τάσεων συγκέντρωσης στο μέλλον για τον κλάδο της γαλακτοβιομηχανίας”, καθώς, όπως επισημαίνεται, ”το ενδιαφέρον που θα εκδηλώσουν πολυεθνικοί όμιλοι είτε για εξαγορές είτε για εμπορικές συνεργασίες με εγχώριες βιομηχανίες, καθώς και η συγκέντρωση του ομίλου Vivartia παρέχουν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία αντίθετου πόλου στο μέλλον”.

Μετά την Danone, που κινείται πλέον αυτόνομα στην αγορά έπειτα από το διαζύγιό της με την, τότε, ΔΕΛΤΑ, και την είσοδο της ελβετικής Emmi, μέσω στρατηγικής συνεργασίας με τη ΜΕΒΓΑΛ, μία ακόμη ξένη εταιρεία, η γαλακτοβιομηχανία Danube Foods, από την Ολλανδία, άρχισε να αναπτύσσεται στη Θεσσαλονίκη, βάζοντας πόδι και στα Σκόπια και έχοντας σχέδια επέκτασης σε όλη τη νοτιοανατολική Ευρώπη.

Από την άλλη πλευρά, η ΚΡΙ ΚΡΙ ενδυναμώνει την παρουσία της στη νότια Ελλάδα, μετά τη συμφωνία με την αλυσίδα Σκλαβενίτης, ενώ λειτουργεί πιλοτικά φέτος ανάλογη συμφωνία με τη Συντεχνία Αρτοποιών Αθήνας, που θα εισέλθει σε πλήρη ανάπτυξη από τον επόμενο χρόνο για το σύνολο των καταστημάτων της Συντεχνίας, τα οποία αριθμούν περίπου 3.000.

Η Εβροφάρμα, που σύναψε εμπορική συμφωνία με την Danone για τη διανομή των προϊόντων της τελευταίας στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, ετοιμάζεται να εισέλθει στα βιολογικά προϊόντα και έχει ανοίξει ”πόρτα” στην είσοδο θεσμικών επενδυτών, με τη γαλλική CM-CIC Securities να κατέχει σήμερα το 5,13% των μετοχών της.

Η Όλυμπος πρόσφατα μπήκε δυναμικά στην αγορά του παστεριωμένου γάλακτος μεγάλης διάρκειας, όπου αναπτύσσεται και η ΜΕΒΓΑΛ, ενώ και η αλυσίδα Βερόπουλος ”χτυπά” τη συγκεκριμένη αγορά διαθέτοντας στην Ελλάδα το γάλα Alpiland με χαμηλή τιμή, μετά τη συμφωνία με την αυστριακή γαλακτοβιομηχανία Bergland Milch.

Οι ”μικροί” τελικά είναι αυτοί που φαίνεται να αναπτύσσονται ταχύτερα. Η μελέτη της Hellastat αναφέρει ότι για το 2006 τα συνολικά έσοδα των 12 μεγαλύτερων επιχειρήσεων αυξάνονται κατά 4,7%, έναντι 8,8% στις 53 επιχειρήσεις με έσοδα από 3 - 50 εκατ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα κέρδη του 2006, ακολουθούν ηπιότερους ρυθμούς ανάπτυξης, στο 3,9% ανά επιχείρηση, με συνέπεια η μέση τιμή του καθαρού περιθωρίου να υποχωρεί στο 2% από 2,5% το 2005. Σημαντικότερο πλήγμα δέχονται οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, καθώς το σταθμισμένο βάσει μεγέθους περιθώριο υποχωρεί στο 1,3% το 2006 από 3,9% το 2005.

ΚΡΑΣΙ

Ιδιόμορφη και ενδιαφέρουσα είναι η ελληνική αγορά του οίνου, η οποία ωστόσο επιχειρηματικά παρουσιάζει περιορισμένο ενδιαφέρον, αφού για αρκετούς από τους παράγοντες που εμποδίζουν την εξέλιξή της ευθύνεται η απουσία κεντρικού σχεδιασμού και ερεισμάτων - αιχμές οι οποίες άλλωστε εκφράζονται επί μακρόν από τους ίδιους τους ανθρώπους του κλάδου.

Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σε μελέτη του για τον κλάδο της οινοποιίας προβλέπει αύξηση της εγχώριας ζήτησης οίνου την τριετία 2007 - 2009.

Σύμφωνα με τη μελέτη, η εγχώρια ζήτηση κρασιού εκτιμάται ότι θα βρεθεί σε υψηλότερα επίπεδα, σημειώνοντας όμως ταχύτερους ρυθμούς όταν λογίζεται σε όγκο παρά σε αξία. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη στροφή του καταναλωτικού κοινού σε οίνους χαμηλότερης μέσης τιμής, εισαγόμενους από τις Νέες Χώρες, αλλά και σε κρασιά ιδιωτικής ετικέτας.

Η δυναμική είσοδος στην παγκόσμια αγορά των αποκαλούμενων Νέων Χωρών, όπως η Αυστραλία, η Χιλή, η Αργεντινή, η Νότια Αφρική και η Νέα Ζηλανδία, έχει αλλάξει τα δεδομένα εντείνοντας τον ανταγωνισμό, καθώς πρόκειται για περιοχές που χαρακτηρίζονται από χαμηλό κόστος παραγωγής οίνου.

Έτσι στη χώρα μας την περίοδο 1999 - 2006 καταγράφεται μέση ετήσια αύξηση των εισαγωγών κατά 7%, οι οποίες ανήλθαν στα 31,21 εκατ. ευρώ από 20,99 εκατ. ευρώ που ήταν το 1999. Αντίθετα, σημαντική μείωση παρουσιάζουν οι εξαγωγές σημειώνοντας μέση ετήσια μεταβολή κατά -1,9%. Στο τέλος του 2005 διαμορφώθηκαν στα 59,67 εκατ. ευρώ έναντι 70,27 εκατ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 1999.

Από τα στοιχεία της μελέτης του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι η εγχώρια ζήτηση εμφιαλωμένου οίνου ενισχύθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό ίσο με 2,3% την περίοδο 1999 - 2005 και προσδιορίζεται στα 156 εκατ. ευρώ το 2005.

Η κατανάλωση εμφιαλωμένου κρασιού σε όγκο αυξήθηκε με ταχύτερο μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής (7,5%) την περίοδο 1999 - 2005, συγκριτικά με εκείνη που είναι λογισμένη σε αξία. Αντίθετα, η κατανάλωση χύμα κρασιού σε όγκο σημειώνει οριακή άνοδο που ισούται με 0,4% ετησίως την ίδια περίοδο.

Την εντονότερη μέση ετήσια αύξηση καταγράφει η ζήτηση ερυθρών και ερυθρωπών επιτραπέζιων εμφιαλωμένων οίνων και ΟΠΑΠ (Ονομασίας Προελεύσεως Ανωτέρας Ποιότητος), που ισοδυναμεί με 18,1% και 13,6% αντίστοιχα την περίοδο 1999 - 2005.

Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο αγοράς των ερυθρών και ερυθρωπών επιτραπέζιων διευρύνθηκε στο 21,6% το 2005 από 10,5% το 1999 και των αντίστοιχων οίνων ΟΠΑΠ σε 10,9% το 2004 από 6,4% το 1999. Από την άλλη πλευρά, τη σημαντικότερη υποχώρηση της ζήτησης καταγράφουν οι οίνοι λικέρ με μέσο ετήσιο ρυθμό ίσο με -7,9%.

Σε ό,τι αφορά τη δομή της εγχώριας αγοράς, διαπιστώνεται πως ο δείκτης συγκέντρωσης των πέντε μεγαλύτερων επιχειρήσεων παραγωγής οίνου δεν υπερβαίνει το 64,5% το χρονικό διάστημα 2000 - 2005. Μάλιστα, η τάση του συγκεκριμένου δείκτη είναι φθίνουσα την ίδια περίοδο και το 2005 ισούται με 54,5%. Αντίστοιχη είναι η εξέλιξη του δείκτη συγκέντρωσης των δέκα μεγαλύτερων οινοποιείων της χώρας, που το 2005 ισούται με 67,5% από 76,1% το 2000.

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, τα σημαντικότερα προβλήματα του κλάδου της οινοποιίας συνοψίζονται στην έλλειψη αμπελουργικού μητρώου - κτηματολογίου, στην ιδιαίτερα υψηλή τιμή διάθεσης των εγχώριων εμφιαλωμένων οίνων στους χώρους εστίασης (εστιατόρια, ξενοδοχεία) και στους ανεπαρκείς ελέγχους των αρμόδιων κρατικών φορέων για τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης χρήσης σταφυλιών διπλής και τριπλής χρήσης στην παραγωγή κρασιού.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v