Ευρώ ή... να μην Ευρώ;

Οι υπό ένταξη στο ευρώ χώρες φαίνεται συχνά να έχουν… δεύτερες σκέψεις. Πόσο ζηλευτή είναι σήμερα μια θέση στην ευρωζώνη; Ποιοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν και ποιοι περιμένουν να βοηθηθούν.

  • John Beck
Ευρώ ή... να μην Ευρώ;
Είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς πότε ήταν η τελευταία φορά που αναφέρθηκε στην ευρωζώνη χωρίς να περιλάβει στη φράση του και τη λέξη κρίση. Είναι εύκολο από την άλλη να λησμονήσει κάποιος ότι τα παλιά χρόνια της ίδρυσης της νομισματικής και οικονομικής ένωσης το να είναι μια χώρα μέλος ήταν ζητούμενο για τα νέα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάτι για το οποίο οι πολιτικοί ευχαρίστως θα απαρνιόντουσαν το εθνικό τους νόμισμα εν ριπή οφθαλμού.

Τότε βέβαια το ευρώ δεν έπαιζε τον ρόλο του… ευαγγελίου για να ξορκίσει τα φαντάσματα που μπορεί να έσπευδαν προς μια εσφαλμένης λογικής και καθόλου ενοποιημένη νομισματική ένωση. Ούτε ήταν η χρηματοοικονομική του κατάσταση και το αβέβαιο μέλλον του διαρκής αιτία ανησυχίας για τους πολιτικούς, τους τραπεζίτες και τους οικονομολόγους σε όλο τον κόσμο. Αντί γι' αυτό, οι μετέχοντες έλαβαν έναν βαθμό αξιοπιστίας μέσω της μεγαλύτερης νομισματικής ένωσης που επιχειρήθηκε ποτέ.

Αυτά τότε. Τώρα, το να αποφύγει κανείς εντελώς το ευρώ φαίνεται λογικότερη κίνηση. Δυστυχώς, τεχνικά αυτό είναι παράνομο. Εν όψει της εισόδου τους στην ευρωζώνη το 2004 και το 2007, και τα 12 νέα μέλη δεσμεύθηκαν να ενταχθούν στο ενιαίο νόμισμα μόλις εκπληρώσουν τα κριτήρια σύγκλισης, όπως είχαν περιγραφεί στη συνθήκη του Μάαστριχτ.

Έτσι, η Σλοβενία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Σλοβακία και η Εσθονία τα κατάφεραν αφήνοντας τις άλλες επτά (Βουλγαρία, Ρουμανία, Πολωνία, Τσεχία, Λιθουανία, Ουγγαρία και Λετονία) με τη νομική υποχρέωση της ένταξης. Το 1995 και η Σουηδία ζήτησε να γίνει μέλος, χωρίς μάλιστα να επιτύχει αυτό που πέτυχαν οι Δανία και Μ. Βρετανία, το δικαίωμα δηλαδή υπαναχώρησης.


Το ευρώ άργησε μια μέρα

Η υιοθέτηση των σχεδίων για ένταξη στο ευρώ από τις χώρες μη μέλη έχει επανειλημμένα αναβληθεί από τότε που οι συμφορές χτύπησαν την ευρωζώνη. Μια προβλέψιμη και απόλυτα κατανοητή απότομη αύξηση του ευρωσκεπτικισμού παρατηρήθηκε εντός της Ε.Ε.- ειδικά σε αυτά τα κράτη που πρόκειται να ενταχθούν στο ενιαίο νόμισμα. Τώρα, σύμφωνα με το πιο πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο της Κομισιόν, το 54% των κατοίκων χωρών που δεν είναι ακόμη μέλη πιστεύει ότι η επίπτωση από την ένταξη στο ευρώ θα είναι «μάλλον αρνητική» ή «πολύ αρνητική».

Σε προηγούμενη παρόμοια δημοσκόπηση, που διενεργήθηκε το 2009, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 32%. Περισσότερο σκεπτικιστές ήταν οι Πολωνοί και οι Τσέχοι, ενώ μόνο η Ρουμανία (54%), η Λετονία (45%) και η Ουγγαρία (44%) είχαν υψηλότερο ποσοστό ερωτώμενων που πίστευαν ότι η υιοθέτηση του ευρώ θα είχε θετικά αποτελέσματα για τους ίδιους προσωπικά από ό,τι ποσοστό που θεωρούσε ότι η επιλογή του ευρώ θα τους κάνει να υποφέρουν.

Τώρα τα οικονομικά πλεονεκτήματα της ένταξης φαίνονται πιο απατηλά. Επί παραδείγματι, η δημοσιονομική σταθερότητα και τα χαμηλότερα επιτόκια, για παράδειγμα, δεν διασφαλίζονται σε καμία περίπτωση. Επιπλέον, για ένα νέο μέλος, η προοπτική του να πρέπει να συνεισφέρει σε πακέτα ενίσχυσης και κεφάλαια διάσωσης είναι μάλλον απίθανο να ικανοποιήσει ακόμη και τους πιο προσηνείς υπουργούς οικονομικών.

Εν τω μεταξύ, οι επιπτώσεις της κρίσης σημαίνουν ότι η πρόοδος προς τη σύγκλιση με τα κριτήρια του Μάαστριχτ σταμάτησε ή ίσως και να υποχώρησε.

Σύμφωνα με την αναφορά προόδου που κατάρτισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το 2012, καμία από τις χώρες που εξετάστηκαν δεν εκπλήρωνε και τα πέντε κριτήρια ένταξης που έχουν τεθεί. Σύμφωνα με έρευνα που πρόσφατα δημοσιεύθηκε από την ABN AMRO, η Λετονία εκπληρώνει τέσσερα από τα κριτήρια αυτά, η Βουλγαρία και η Ρουμανία τρία, η Τσεχία και η Λιθουανία δύο, ενώ η Πολωνία και η Ουγγαρία μόλις ένα.

Νόμιμη υποχρέωση ή όχι, ωστόσο, η σκέψη ότι η Ε.Ε. θα προχωρήσει σε μια «αναγκαστική» διεύρυνση είναι πολιτικά αδιανόητη. Το δεδομένο μάλιστα ότι η ευρωζώνη, τόσο ως μεμονωμένα μέρη, όσο και ως σύνολο, είναι τώρα σε μια θέση στην οποία οι πλέον αισιόδοξοι υπέρμαχοί της ευρωπαϊστές θα περιέγραφαν στην καλύτερη περίπτωση ως «πολύ δυσλειτουργική», αύξησε το αντιευρωπαϊκό κλίμα και έκανε πιθανή την αθέτηση των ημερομηνιών. Αυτό που μπορεί να εκπλήξει, ωστόσο, είναι ότι η υιοθέτηση επιδιώκεται ακόμη από ορισμένους. Και όμως, για κάποιους τουλάχιστον παραμένει στόχος, και μάλιστα καθόλου μακρινός.


Το άλμα της Λετονίας

Πράγματι, το 18ο μέλος που θα μπορούσε να προστεθεί στη νομισματική ένωση ακόμη και το 2014, και μάλιστα η υποψήφια που πληροί τις περισσότερες από τις προϋποθέσεις ένταξης, είναι η Λετονία. Το κράτος της Βαλτικής είναι το μόνο που έχει ημερομηνία ένταξης (1 Ιανουαρίου 2014) και εντός του 2013 είναι έτοιμο να αποφασίσει το κατά πόσον θα επικυρώσει την ημερομηνία αυτή. Εκτίμηση της Κομισιόν είναι ότι θα το κάνει. Επίσημες πηγές λένε ότι η Κομισιόν παρακολουθεί την κατάσταση και παρέχει ενίσχυση ώστε η κατάληξη να είναι πράγματι αυτή. Η ενίσχυση μάλιστα περιλαμβάνει και την παροχή οικονομικής βοήθειας ώστε να καλυφθούν οι σχετικές απαιτήσεις.

Και οι Λιθουανοί έδειξαν ενδιαφέρον να ενταχθούν στην ευρωζώνη, ενώ το 2007 παρόμοια πρόθεσή τους απορρίφθηκε λόγω του υψηλού πληθωρισμού τους. Μια τέτοια προοπτική ωστόσο θα μπορούσε να συναντήσει εμπόδια και από το ότι στον πρόσφατο κύκλο εκλογικής αναμέτρησης τα κόμματα της αντιλιτότητας ενίσχυσαν τη δύναμή τους.


Λίγες σχέσεις

Αλλού, οι πολιτικοί της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, των δύο φτωχότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένουν θετικοί στην προοπτική ένταξής τους στο ευρώ. Ωστόσο, αμφότερες μόλις πέρασαν μια σοβαρή κρίση, που ακολουθήθηκε από μια ελαφριά ανάκαμψη και μετά από έναν κύκλο χαμηλής ανάπτυξης, αύξησης της ανεργίας και συνεχόμενων μέτρων λιτότητας - δεδομένα που τις καθιστούν μάλλον απίθανο να αποκτήσουν υποψηφιότητα μέλους στο άμεσο μέλλον.

Ωστόσο, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 2012 όταν η Ρουμανία ανακοίνωσε ως ημερομηνία ένταξής της την 1η Ιανουαρίου 2015, αν και ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας, Mugur Isarescu, μιλώντας στο The Banker τον Οκτώβριο, παραδέχθηκε ότι, δεδομένων και των εκλογών που πλησιάζουν, μια τέτοια πρόθεση είναι περισσότερο φιλοσοφική παρά ρεαλιστική. «Υπήρχε ένας κίνδυνος ότι με την αναβολή του στόχου του 2015 θα υπήρχε αίσθηση χαλάρωσης στον πολιτικό κόσμο και ένας πειρασμός για ευρύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα και άλλα τέτοια».

Τον Δεκέμβριο, η Ρουμανία πρέπει να προσδιορίσει μια νέα ημερομηνία-στόχο αν και ο κ. Isarescu είπε ότι αυτό είναι θέμα προς συζήτηση. «Η Κεντρική Τράπεζα της χώρας θα συζητήσει με τη νέα κυβέρνηση αυτό το θέμα υπολογίζοντας τόσο τις εξελίξεις στην Ευρώπη όσο και τις θέσεις άλλων, εκτός της ευρωζώνης, χωρών».

Ωστόσο, ενώ η Ρουμανία κάνει προόδους στην κατεύθυνση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, το ΑΕΠ της ήταν 49% του μέσου κοινοτικού όρου το 2011- η δεύτερη χαμηλότερη επίδοση ανάμεσα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. «Η αληθινή σύγκλιση είναι ακόμη μακριά, γεγονός που απομακρύνει το σχέδιο υιοθέτησης του ευρώ βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα», λέει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Reiffeissen Romania, Ionut Dumitru.


Λίγες ελπίδες αλλαγής

Οι υπόλοιπες υπό ένταξη χώρες φαίνεται μάλλον απίθανο να πάρουν ή να αναζητήσουν την ιδιότητα του μέλους της ευρωζώνης.

Το υψηλό δημόσιο χρέος της Ουγγαρίας, το κακό παρελθόν με τον πληθωρισμό και οι δύσκολες σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ σημαίνουν ότι μόνο λίγοι ενθουσιώδεις κεντρικοί τραπεζίτες θα συζητούσαν σοβαρά την υιοθέτηση του ευρώ.

Η πολωνική υποψηφιότητα παραμένει επίσης μια πολύ μακρινή προοπτική, αν και για πολύ διαφορετικούς λόγους. Η χώρα κυβερνιέται από μια γενικά δεξιά φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση, αλλά η συναλλαγματική ευελιξία βοήθησε την Πολωνία να αντιμετωπίσει τη μετά τη Lehman κρίση και να απολαμβάνει σήμερα σημαντικά υγιέστερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις χώρες της ευρωζώνης. Ως αποτέλεσμα, η νομισματική επιτροπή της Πολωνικής Κεντρικής Τράπεζας είπε ότι θα ενδιαφερθεί για την ένταξη στο κοινό νόμισμα όταν η κρίση του ευρώ περάσει, αφήνοντής την μακρινή προοπτική.

«Προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι, σε αντίθεση με τις χώρες της Βαλτικής, είμαστε σχετικά λιγότερο διαθέσιμοι και έχουμε μεγαλύτερη οικονομία και ευέλικτη ισοτιμία και δεν είμαστε εκτεθειμένοι στους ίδιους κινδύνους όπως αν είχαμε μια κλειδωμένη ισοτιμία και ούτε τόσο εξαρτώμενοι από την ευρωζώνη και από τον υπόλοιπο κόσμο», λέει ο Ryszard Kokoszczynski, διευθυντής του γραφείου μακροοικονομικής έρευνας. «Φοβάμαι ότι το να ορίσουμε μια ημερομηνία ένταξης χωρίς να ξέρουμε ποια θα είναι η κατάσταση της ευρωζώνης θα έχει αντιπαραγωγικά αποτελέσματα για την Πολωνία», συμπληρώνει.

Η Τσεχία έχει έναν εξαιρετικά ευρωσκεπτικιστή πρόεδρο, τον Vaclav Klaus, αλλά η στάση της χώρας είναι πιθανόν να αλλάξει υπό νέα ηγεσία, σύμφωνα με τον διευθυντή της τσέχικης Deloitte και πρώην αντιπρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζα της χώρας. «Προς το παρόν, ο πρόεδρος Klaus έχει πολύ ισχυρή επιρροή και οι επαφές του στην κεντρική τράπεζα είναι στο ίδιο κλίμα. Ωστόσο, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν αφού παραιτηθεί, και το πολιτικό τοπίο ίσως φανεί τελείως διαφορετικό αρκετά σύντομα».

Όσο για τη Σουηδία, η ένταξη δεν φαίνεται να είναι επιλογή, παρά την επίσημη θέση της Κομισιόν ότι «σε αντιστοιχία με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η Σουηδία θα ενταχθεί άταν θα πληροί τα απαραίτητα κριτήρια». Πράγματι το 2003 -ευτυχέστεροι καιροί για την ευρωζώνη- το 55,9% του πληθυσμού της Σουηδίας ψήφισε κατά της ένταξης στο ενιαίο νόμισμα σε ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα.

Εκπρόσωπος της κεντρικής τράπεζας της χώρας λέει ότι δεν έχουν γίνει περαιτέρω συζητήσεις από τότε και, κρίνοντας από τα αποτελέσματα έρευνας που δημοσίευσε η στατιστική αρχή της σκανδιναβικής χώρας, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία. Η δημοσκόπηση έδειξε ότι, αν υπήρχε δημοψήφισμα για πιθανή ένταξη στο ευρώ τον Νοέμβριο του 2012, το 82% των Σουηδών θα ψήφιζε εναντίον, ενώ υπέρ μόλις το 10% - το χαμηλότερο ποσοστό στήριξης που εκδηλώθηκε ποτέ.


Οπότε γιατί το κάνουμε θέμα;

Οι συμπεριφορές διαφέρουν σημαντικά, αλλά αρκετά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακολουθούν να έχουν πραγματικά την επιθυμία να αποτελέσουν μέρος της νομισματικής ένωσης. Η πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση είναι γιατί.

Ρωτήστε έναν δηλωμένο ευρωυποστηρικτή, όπως είναι ο Bernard Snoy, πρόεδρος ης Ευρωπαϊκής Λίγκας για την Οικονομική Συνεργασία, και η απάντηση που θα πάρετε είναι ότι το δέλεαρ είναι προφανές: με την ένταξη στην ευρωζώνη, μια χώρα μπαίνει στον πυρήνα της Ευρώπης. «Πολλές από αυτές τις χώρες αξιολογούν την ευρωπαϊκή ενοποίηση πιο ψηλά από ό,τι η Μ. Βρετανία ή άλλες ευρωσκεπτικίστριες χώρες. Είναι ρεαλίστριες. Ξέρουν ότι στο μέλλον εκεί θα λαμβάνονται οι αποφάσεις… οπότε γι' αυτές παραμένει σημαντικός πολιτικός στόχος», λέει ο ίδιος.

Ακόμη και αν η διεύρυνση τελικά συμβεί, αυτό δεν εξηγεί γιατί μια χώρα μη μέλος θα επιδιώξει την ένταξή της στην ευρωζώνη στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, δεδομένης της αβεβαιότητας που τώρα ενυπάρχει σε αυτήν.

Για τις βαλτικές χώρες Λετονία και Λιθουανία (η Εσθονία είναι ήδη μέλος από το 2011), τα προς το παρόν πιο ενθουσιώδη μελλοντικά μέλη της ευρωζώνης, μέρος της απάντησης έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ένταξη δεν θα έχει τεράστια επίπτωση στη νομισματική τους πολιτική.

Οι νομισματικές σταθερές αποτέλεσαν ένα σημαντικό μέρος της μακροοικονομικής πολιτικής στη Βαλτική, από τον διαχωρισμό από τη Ρωσία και μετά, ενώ τόσο η Λετονία όσο και η Λιθουανία είναι στενά συνδεδεμένες με το ευρώ. Αν λοιπόν είναι έτσι, λέει η αντίθετη άποψη, γιατί να μην καλωσοριστούν στα άδυτα της ευρωζώνης απολαμβάνοντας μάλιστα και το δικαίωμα λόγου στη λήψη αποφάσεων; Η πολύ θετική εμπειρία της Εσθονίας παρέχει επιπρόσθετη παρότρυνση για κάτι τέτοιο. «Η ένταξη στο ευρώ ήταν πάντοτε ουσιώδης στρατηγικός στόχος της Λετονίας. Ο γείτονάς μας είναι τώρα στην ευρωζώνη και τα πάει πολύ καλά και η Λετονία θα ήθελε να ακολουθήσει», λέει ο κ. Vilks.


Πέρα από τα οικονομικά

Υπάρχει άλλωστε ένας επιπλέον γεωπολιτικός παράγοντας που θα επηρεάσει την απόφαση, και αυτό είναι η εγγύτητα στη Ρωσία. «Η απόφαση είναι πολιτική - η οικονομία δεν έχει τόσο μεγάλη σχέση όσο αρκετοί από εμάς θέλουν να πιστεύουν», λέει ο Lars Christensen, επικεφαλής αναλυτής και επικεφαλής του τμήματος μελετών για τις αναδυόμενες αγορές στη δανέζικη Danske Bank. «Δυσκολεύτηκα να καταλάβω γιατί η Λετονία ανυπομονεί να ενταχθεί στο ευρώ. Εκτιμώ τους γεωπολιτικούς λόγους και τα επιχειρήματα για το συνάλλαγμα, αλλά προς το παρόν η ένταξη είναι μια επιλογή. Αν ενταχθεί, δεν θα υπάρχει δυνατότητα υπαναχώρησης - ή τουλάχιστον όχι χωρίς τεράστιο κόστος».

Για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία -τα άλλα δύο πολύ πιθανά μέλη της ευρωζώνης- η έλξη μπορεί να έχει ως κίνητρο περισσότερο τη δυνατότητα να υπάρξουν δομικές μεταρρυθμίσεις και ισχυρή δημοσιονομική πολιτική - αυτά που ο κ. Snoy περιγράφει ως «την ανταμοιβή στο τέλος ενός μεγάλου και επώδυνου ταξιδιού». Οπωσδήποτε, ο ρόλος των κριτηρίων σύγκλισης ως καταλύτης για τις μεταρρυθμίσεις και η ιδιότητα του μέλους ως εγγύηση για συγκεκριμένα στάνταρτ θα μπορούσαν να έχουν πραγματική αξία για τη Ρουμανία, σύμφωνα με τον κ. Isarescu.

Ακόμη και οι χώρες που αποκλείστηκαν από το ενιαίο νόμισμα για το άμεσο μέλλον εκτιμούν τα προνόμια ενός μέλους της ευρωζώνης σε ό,τι αφορά τις διεθνείς δραστηριότητες. «Η τσέχικη οικονομία είναι στενά συνδεδεμένη με τη γερμανική, οπότε για τη βιομηχανία μας είναι σημαντική η μείωση του συναλλαγματικού κινδύνου», επισημαίνει ο κ. Niedermayer, της τσεχικής Deloitte.

Καθώς οι γνώμες για το εάν η είσοδος στο ευρώ θα είναι επωφελής για τα εύρωστα οικονομικά μέλη διίστανται, η περεταίρω διεύρυνση της ευρωζώνης δεν χαρακτηρίζεται πάντα σοφή σκέψη.

Φυσικά θα υπάρχουν συνεχώς  βρυξελλοκεντρικές κλίκες που πάνω απ' όλα θα βάζουν τη διεύρυνση του ευρωπαϊκού σκοπού και θα βλέπουν την περαιτέρω ενοποίηση ως τη θεραπεία κάθε ασθένειας.

«Οι Αγγλοσάξονες σχολιαστές εξακολουθούν να υποτιμούν το πόσο ισχυρές είναι οι μαγνητικές δυνάμεις προς αυτήν την κατεύθυνση», λέει ο κ. Christensen της Danske Bank.

Ωστόσο, η ερώτηση για το εάν η ευρωζώνη θα πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω ως νομισματική ένωση με την προσθήκη κάποιας από τις χώρες που δεν είναι μέλη απέχει αρκετά από το να είναι ξεκάθαρη. Θα μπορούσε πιθανότατα λόγω μιας τέτοιας εξέλιξης να βρεθεί σε χειρότερη θέση με δεδομένο ότι κάθε πιθανό μέλος έχει προς το παρόν χαμηλότερα του μέσου όρου ΑΕΠ ανά κάτοικο, χαμηλότερη παραγωγικότητα και χαμηλότερα επίπεδα τιμών, ενώ αρκετές από αυτές τις χώρες έχουν ανάγκη για δομικές μεταρρυθμίσεις. «Είναι πολύ δύσκολο να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ του ότι οποιαδήποτε από τις υπό ένταξη στην ευρωζώνη χώρες θα συνεισφέρει ώστε να γίνει το ευρώ μια καλύτερη νομισματική ένωση», λέει ο κ. Christensen.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένοι, ακόμη και μέσα στο Συμβούλιο της Ευρώπης, σκέφτονται ανάλογα. Ευρωπαίος επίσημος που δέχθηκε να μιλήσει υπό την προϋπόθεση της ανωνυμίας, παραδέχθηκε ότι όταν οι διαπραγματεύσεις για την είσοδο ενός νέου μέλους ξεκινήσουν πραγματικά κάποιο επίπεδο αντίδρασης από ορισμένες χώρες και κλίκες είναι αναπόφευκτο μνα υπάρξει. Ειδικά, πρόσθεσε ο ίδιος αξιωματούχος, την ίδια στιγμή που η προοπτική του να βγουν εκτός ευρωζώνης ορισμένα μέλη είναι αντικείμενο ανεπίσημης συζήτησης.

Ωστόσο, ακόμη και ο κ. Steinherr επισημαίνει ότι τα πιο ισχυρά, οικονομικά, μέλη της ευρωζώνης θα μπορούσαν να έχουν καλούς, αν και λίγο… κυνικούς λόγους για να τάσσονται υπέρ της διεύρυνσης. «Προφανώς θα ήταν βοηθητικό για τη Γερμανία και τις περί αυτήν χώρες να έχουν ισχυρά μέλη, όπως η Σουηδία και ίσως η Πολωνία, με τα οποία θα μπορούσε να μοιραστεί το οικονομικό βάρος», λέει ο κ. Steinherr.


Λίγες επιλογές

Όποια και αν είναι η ετυμηγορία, όταν ένα μέλος ης Ε.Ε. εκπληρώσει τις προϋποθέσεις ένταξης και αποφασίσει να ενταχθεί, είναι λίγα αυτά που μπορούν να κάνουν τα κράτη μέλη για να του απαγορεύσουν την είσοδο. «Αν για παράδειγμα οι Γερμανοί ήθελαν να κρατήσουν τη Λετονία εκτός, θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο», λέει ο κ. Christensen.

Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί μεγάλη εστία ανησυχίας με δεδομένο ότι πολλοί βλέπουν τα κριτήρια ένταξης ανεπαρκή. Οπωσδήποτε, δεν είναι αρκετά για να αποτρέψουν την κρίση της ευρωζώνης σε πρώτο επίπεδο -αν και δεν ήταν διαρκώς όλα τα μέλη πειθαρχημένα ώστε να υπάρχει επαρκές χρονικά δείγμα. «Έχει φανεί ότι τα κριτήρια είναι μια απαραίτητη συνθήκη για την ένταξη αλλά όχι από μόνα τους ικανά για να την εγγυηθούν», λέει ο κ. Dijkhuizen, στέλεχος στην ABN Amro.

Τελικά, ωστόσο, αρκετές από τις χώρες που διάκεινται αρνητικά εξακολουθούν να σκοπεύουν την εκπλήρωση όσων επιτάσσουν τα κριτήρια με σκοπό, αν ποτέ οι πληγές της ευρωζώνης κλείσουν, την ένταξή τους. «Η Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, μπορεί να συνεχίσει εκτός της ευρωζώνης επ’ αόριστον, όσον αφορά την πολιτική σταθερότητα και μπορώ να φανταστώ και τη Σουηδία να καθυστερεί πολύ μια ενδεχόμενη ένταξή της», λέει ο κ. Kokoszczynski, της κεντρικής τράπεζας της Πολωνίας. «Η Πολωνία δεν διαθέτει ορισμένα από τα πλεονεκτήματά αυτών των χωρών και κατά κάποιον τρόπο η ένταξή της φαίνεται αναπόφευκτη - αρκεί η ευρωζώνη να επιζήσει μεσοπρόθεσμα».

Στο μεταξύ, o κ. Niedermayer της Deloitte βλέπει μακροπρόθεσμα πλεονεκτήματα στην ιδιότητα του μέλους της ευρωζώνης «Είμαστε εξαιρετικά διασυνδεδεμένοι με τον πυρήνα της ευρωζώνης και αυτό δεν είναι κάτι που θα αλλάξει από χρονιά σε χρονιά. Η επιθυμία είναι ακόμη εκεί ακόμη και αν λείπει η πολιτική βούληση».

Η θελκτικότητα της ευρωζώνης έχει πληγεί σημαντικά και η σταθερότητα και οι μακροπρόθεσμες προοπτικές τίθενται υπό αμφισβήτηση. Ωστόσο, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, το κοινό νόμισμα έχει ακόμη μνηστήρες.


***To Εuro2day.gr ενθαρρύνει τον διάλογο και την έκφραση απόψεων από τους αναγνώστες. Σχολιάστε το άρθρο και πείτε την άποψή σας δημόσια για όσα συμβαίνουν και μας αφορούν όλους. Αν θεωρείτε το άρθρο σημαντικό, διαδώστε το με τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v