Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Γερμανικές τράπεζες: Τα ζόρια που δεν μαθαίνουμε

Οι ελληνικές τράπεζες είναι οι αρνητικοί πρωταγωνιστές των ειδήσεων, αντίθετα από τις γερμανικές που απολαμβάνουν "ασυλία", παρά τα σημαντικά (και όχι πολύ γνωστά) προβλήματά τους...

  • Geraldine Lambe, Guillaume Hingel
Γερμανικές τράπεζες: Τα ζόρια που δεν μαθαίνουμε
Οι ελληνικές τράπεζες, που τον τελευταίο καιρό έχουν βρεθεί στο στόχαστρο ουκ ολίγων σχολιαστών και παρατηρητών, φαίνεται ότι τελικά αντιμετωπίζουν λιγότερες προκλήσεις σε σχέση με τις γερμανικές.   

Η ετήσια έκθεση της Bundesbank για θέματα χρηματοοικονομικής σταθερότητας, η οποία δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο, ήταν πολύ πιο θετική από την προηγούμενη. Πολλά ομοσπονδιακά και περιφερειακά πακέτα στήριξης σταθεροποίησαν το σύστημα, οι «κακές τράπεζες» συγκέντρωσαν και καθάρισαν κακά στοιχεία ενεργητικού που άφησαν στο σύστημα δύο από τις πιο άσχημα χτυπημένες από την κρίση τράπεζες, ενώ οι εγγυήσεις και τα μέτρα ρευστότητας λειτούργησαν θετικά αμβλύνοντας την πίεση.

Η υγιής ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας και η καλή ποιότητα των εγχώριων στοιχείων ενεργητικού έκαναν την υπόλοιπη δουλειά.

Παρ’ όλα αυτά, το σύστημα παραμένει ευάλωτο. Οι μισές από τις 12 κορυφαίες γερμανικές τράπεζες εξακολούθησαν να είναι ζημιογόνες στο πρώτο εξάμηνο του 2010, ενώ κάποιες από τις πιο ανθεκτικές εμφανίζουν αδύναμες αποδόσεις. Ακόμη, τα γερμανικά ιδρύματα συνεχίζουν να είναι περισσότερο μοχλευμένα από τα άλλα ευρωπαϊκά, το κεφάλαιό τους είναι χειρότερης ποιότητας και αρκετά έχουν μεγάλη έκθεση σε κυκλικούς κλάδους και σε αγορές του εξωτερικού οι οποίες εμφανίζουν μεγάλη μεταβλητότητα.

Συνολικά, το γερμανικό τραπεζικό σύστημα παραμένει πιο αδιαφανές από όσο θα ήθελαν πολλοί. Αρκετές από τις τράπεζες που λαμβάνουν κρατική ενίσχυση δεν έχουν δημοσιεύσει επικαιροποιημένες εκθέσεις χρηματοοικονομικής σταθερότητας (όπου θα έπρεπε να ενημερώνουν για το πώς τα πηγαίνουν με την αναδιάρθρωση και με τους κινδύνους) - η Bundesbank λέει πως οι εκθέσεις αυτές είναι προαιρετικές.

Κατά τη διάρκεια των stress tests που διενήργησε η Επιτροπή Εποπτείας Ευρωπαϊκών Τραπεζών (CEBS) τον περασμένο Ιούλιο, αρκετές μεγάλες γερμανικές τράπεζες δεν αποκάλυψαν το μέγεθος της έκθεσής τους σε κρατικό χρέος. Γερμανοί αξιωματούχοι επισήμαναν ότι σύμφωνα με τον γερμανικό νόμο μια τέτοια ανακοίνωση δεν ήταν υποχρεωτική.

«Στις αρχές του 2009 η Bundesbank, ο υπουργός Οικονομικών και άλλοι τόνιζαν την ανάγκη η χώρα να λύσει το θέμα του υπερβολικού αριθμού των λεγόμενων landesbanken (των κρατικών τραπεζών με το ειδικό καθεστώς λειτουργίας - ίδιον του γερμανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος). Ωστόσο, δύο χρόνια μετά, ο αριθμός των συγκεκριμένων τραπεζών έχει αυξηθεί κατά μία», λέει ο κ. Michael Dawson Kropf, senior director για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα για λογαριασμό της Fitch, στη Φρανκφούρτη.

Σύμφωνα, εξάλλου, με το πρόσφατο outlook της Moody’s για το γερμανικό τραπεζικό σύστημα, «τα περισσότερα δυνατά σημεία του γερμανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος σχετίζονται με κλάδους εκτός του τραπεζικού, ενώ το μέλλον του πρόκειται να περιλαμβάνει βασανιστικά αργή ανάκαμψη και «επισκευή» των ισολογισμών σε συνδυασμό με μεγαλύτερη από ποτέ αβεβαιότητα».

Έκθεση σε δομημένα προϊόντα

Το σύστημα ως σύνολο έχει ακόμη στην κατοχή του αρκετά δομημένα προϊόντα. Σύμφωνα με report της Bundesbank, η σύνθεση των θέσεων κινδύνου έχει πολύ λίγο αλλάξει από το τέλος του 2009, με σχεδόν 22 δισ. ευρώ σε τίτλους εξασφαλισμένους με υποθήκη, περίπου 62 δισ. ευρώ σε εγγυημένες δανειακές υποχρεώσεις και ελαφρώς κάτω από 34 δισ. ευρώ σε ασφαλισμένα φοιτητικά δάνεια. Τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνουν τα στοιχεία ενεργητικού που προήλθαν από την Hypo Real estate και τη West LB και πήγαν σε κακές τράπεζες (περισσότερα από 191 δισ. ευρώ για την πρώτη και περισσότερα από 68 δισ. ευρώ για τη δεύτερη).

Οι φτωχές αποδόσεις που επιμένουν και τα χαμηλά επιτόκια δημιούργησαν ανησυχίες ότι οι γερμανικές τράπεζες θα αρχίσουν να αναλαμβάνουν κινδύνους αναζητώντας τις αποδόσεις - η ίδια στρατηγική που τις οδήγησε δηλαδή στο σημείο αυτό. Το report της κεντρικής τράπεζας σημειώνει ότι «ορισμένες ενεργές στην αγορά τράπεζες εμφανίζουν παρόμοια συμπεριφορά στις επενδύσεις για ίδιο λογαριασμό (proprietary trading)». Στην έρευνά της επί του εμπορικού real estate δανεισμού 11 τραπεζών, ο συνολικός όγκος δανεισμού στο πρώτο τρίμηνο του 2010 έφτασε στα 325 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σχεδόν σε 3,25 φορές το Tier I αυτών των τραπεζών. Εξάλλου, σύμφωνα με τη Moody’s, η απόλυτη κεφαλαιοποίηση του γερμανικού συστήματος αυξήθηκε από το 2,5% το 2007 στο 3% τώρα - παραμένοντας στην τελευταία θέση των ευρωπαϊκών τραπεζικών συστημάτων. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι είναι περισσότερο ευάλωτο σε πιθανά οικονομικά σοκ έναντι άλλων χωρών.

Έκθεση σε κρατικό χρέος

Υπάρχει αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά την έκθεση της Γερμανίας σε άλλους πιστωτικούς κινδύνους - συμπεριλαμβανομένων των κρατικών χρεών. Ενώ ιστορικά οι γερμανικές τράπεζες ήταν ίσως οι μεγαλύτεροι δανειστές άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών -ειδικά αυτών στη νότια Ευρώπη-, η Bundesbank λέει ότι η συνολική έκθεση των γερμανικών ιδρυμάτων στις οικονομίες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας αντιστοιχεί μόνο στο 15,5% της συνολικής διεθνούς τους έκθεσης.

Σύμφωνα, ωστόσο, με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, η Γερμανία έχει τις μεγαλύτερες απαιτήσεις στην Ιρλανδία. Η συνολική έκθεση των γερμανικών τραπεζών στην Ιρλανδία ήταν 138,6 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου του 2010 - μεγαλύτερη ακόμη και από εκείνη των βρετανικών τραπεζών (131,6 δισ. ευρώ). Τα στοιχεία αυτά ίσως είναι υπερεκτιμημένα. Η CreditSights, μια ανεξάρτητη εταιρία ανάλυσης, έχει αυτήν τη γνώμη. «Είναι πιθανό μεγάλο μέρος αυτής της έκθεσης να μην είναι αμιγώς ιρλανδικός πιστωτικός κίνδυνος, αλλά να αντιστοιχεί σε δανεισμό εταιριών που έχουν έδρα την Ιρλανδία και είναι θυγατρικές άλλων εταιριών ή σε οχήματα χρηματοδότησης που έχουν την έδρα τους εκεί», αναφέρει σε πρόσφατο report.

Έως τώρα, καμία γερμανική τράπεζα δεν έχει παραδεχτεί ότι έχει ουσιαστική έκθεση στην Ιρλανδία: Η Bundesbank λέει ότι η γερμανική έκθεση στην Ιρλανδία ανέρχεται στα 25 δισ. ευρώ. Επτά από τις εννιά γερμανικές «landesbanken» έλαβαν μέρος στο «τεστ κόπωσης» της CEBS μαζί με τις Commerzbank και Deutsche Βank. Όλες πέρασαν, αλλά ουκ ολίγοι παρατηρητές εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους για το πόση… κόπωση πραγματικά περιείχε αυτό το τεστ. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, έξι από τις 14 τράπεζες που δοκιμάστηκαν δεν αποκάλυψαν την έκθεσή τους σε κρατικό χρέος - ένα από τα βασικά σημεία στα οποία οι τράπεζες έπρεπε να εξεταστούν. Οι τράπεζες που δεν αποκάλυψαν τα στοιχεία για το κρατικό χρέος ήταν οι Deutsche Bank, Post Bank, Landesbank Berlin, Hypo Real Estate (που δεν πέρασε το τεστ) και οι όμιλοι DZ και WGZ.

Εξάρτηση από τη χρηματοδότηση

Η χρηματοδότηση των περιουσιακών στοιχείων των γερμανικών τραπεζών (έπειτα από συρρίκνωση 7,2% στα 7.400 δισ. ευρώ το 2009, αυξήθηκαν κατά 2,9% στο πρώτο εξάμηνο του 2010) θεωρείται ευαίσθητο θέμα. Οι τράπεζες καταθέσεων και οι συνεργατικές τράπεζες μαζί ελέγχουν περισσότερες από τις μισές καταθέσεις, αφήνοντας πολλές τράπεζες εξαρτημένες από τη χρηματοδότηση χονδρικής. Αν και πολλοί προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι αγορές χρέους είναι πλήρως ανοιχτές για τις γερμανικές τράπεζες, η ανάγκη τους για επαναχρηματοδότηση της τάξης των 250 - 300 δισ. ευρώ ανά έτος μπορεί να αποδειχτεί δύσκολο να ικανοποιηθεί στα επόμενα χρόνια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα δεδομένων της μεταβλητότητας των αγορών και της άποψης του Βερολίνου ότι οι κάτοχοι ομολόγων θα πρέπει να αναγκαστούν να μοιραστούν στο μέλλον τα βάρη τυχόν διασώσεων τραπεζών και κρατών.

Οι γερμανικές τράπεζες έχουν ήδη αυξήσει την εξάρτησή τους από τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό αντί να τη μειώσουν.

Ακόμα και αν οι τράπεζες καταθέσεων και οι συνεργατικές τράπεζες ανακύκλωναν όλη την υπερβάλλουσα ρευστότητά τους μέσω των landesbanken, και πάλι δεν θα ήταν αρκετή για να προσφέρει σημαντική χρηματοδοτική ώθηση. Τα στοιχεία της Ένωσης Γερμανικών Τραπεζών Καταθέσεων δείχνουν πως το 2009 οι πρωτογενείς καταθέσεις λιανικής που βρίσκονται στην κατοχή των γερμανικών αποταμιευτικών τραπεζών έφτασαν τα 752 δισ. ευρώ.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις

Η ανεύρεση κεφαλαίου παραμένει ζήτημα-κλειδί για τις γερμανικές τράπεζες. Τον Σεπτέμβριο του 2010 η τραπεζική ένωση της Γερμανίας είπε ότι οι 10 μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας ήταν πιθανό να χρειαστούν 105 δισ. ευρώ επιπλέον κεφαλαίου εν όψει της αλλαγής που επιφέρει η Βασιλεία ΙΙΙ. Έκτοτε η Bundesbank έχει αναθεωρήσει καθοδικά την εκτίμηση αυτή στα 50 δισ. ευρώ.

Αρκετό από το κεφάλαιο που αυτές οι τράπεζες διαθέτουν είναι σε υβριδική μορφή, η οποία αποδείχτηκε ότι έχει πολύ λιγότερη ικανότητα απορρόφησης απωλειών από ό,τι τα κεφάλαια Tier I. Για τις μεγάλες διεθνείς τράπεζες και για ορισμένες landesbanken το ποσοστό των υβριδικών στα Tier I κυμαίνεται από το 30% έως το 73%.

Αυτό είναι εν μέρει αποτέλεσμα της ιστορικά αδύναμης κερδοφορίας -καθώς τα υβριδικά εργαλεία έχουν βοηθήσει τις τράπεζες να εμφανίζουν καλύτερους δείκτες ROE (Return On Εquity)-, αλλά τα κεφάλαια που εισέρρευσαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, το μόνο που έκαναν ήταν να αυξήσουν την εξάρτηση των γερμανικών ιδρυμάτων από τέτοιου είδους εργαλεία.

Αν και στις γερμανικές τράπεζες δόθηκε προθεσμία έως το τέλος του 2018 προκειμένου να αντικαταστήσουν τα υβριδικά τους κεφάλαια, ορισμένοι αμφισβητούν την ικανότητά τους να τα καταφέρουν.

Ελπίζεται ότι μέρος του απαιτούμενου ποσού θα προέλθει από παρακρατούμενα κέρδη, αλλά με περισσότερες απομειώσεις αξίας ενεργητικού να αναμένονται επί αρκετών χαρτοφυλακίων και με αρκετά δισεκατομμύρια από τα μελλοντικά κέρδη να έχουν ήδη μπει στην άκρη για εξόφληση προς providers, το να τεθούν στην άκρη επαρκή κέρδη μπορεί να είναι δύσκολο.

Για αρκετές τράπεζες η πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές είναι περιορισμένη. Μέχρις ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία ψήφισης ενός σχετικού νομοσχεδίου, η Commerzbank, για παράδειγμα, δεν επιτρέπεται να προχωρήσει στην έκδοση κεφαλαίου. Με δεδομένο το περιβάλλον χαμηλών αποδόσεων και νέες απομειώσεις ενεργητικού να αναμένονται από τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια και άλλα περιουσιακά στοιχεία, αρκετοί Γερμανοί τραπεζίτες πιστεύουν ότι ειδικά στις τρέχουσες συνθήκες οι πιο προβληματικές γερμανικές τράπεζες θα παραμείνουν άπρακτες.

Το 1/3 έως το 1/4 των κεφαλαιακών αποθεμάτων των γερμανικών τραπεζών βρίσκεται στην υβριδική μορφή της λεγόμενης «σιωπηλής συμμετοχής»: Πρόκειται για κεφάλαιο χωρίς δικαίωμα ψήφου το οποίο δεν απορροφά ζημίες όσο η τράπεζα λειτουργεί.

Οι περισσότερες σιωπηλές συμμετοχές είναι κρατικά κεφάλαια που εκχωρήθηκαν είτε ως μέρος συμφωνιών ιδιοκτησίας σε δημόσιες τράπεζες είτε ως ενισχύσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης. Σύμφωνα με τους αναλυτές, κάποιες landesbanken πρότειναν να μετατραπούν οι σιωπηλές αυτές συμμετοχές σε κοινές μετοχές - κάτι το οποίο θα απαιτούσε αλλαγές στη δομή της ιδιοκτησίας.

Για λόγους συνέπειας με τα όσα επιτάσσει η Βασιλεία ΙΙΙ, η επιτροπή πρότεινε παράταση της περιόδου αντικατάστασης των σιωπηλών συμμετοχών - έως το τέλος του 2018 αντί για το 2012. Ορισμένοι Γερμανοί τραπεζίτες πιστεύουν ότι ούτε αυτό το χρονικό διάστημα θα είναι αρκετό.

Συρρίκνωση ή πώληση

Η άλλη εναλλακτική είναι να συρρικνωθούν οι ισολογισμοί ώστε να είναι συμβατοί με τα όσα ορίζει η Βασιλεία ΙΙΙ. Το να μειώνεις τα στοιχεία ενεργητικού αφήνοντας τα υψηλότερου ρίσκου μακροπρόθεσμα δανειακά χαρτοφυλάκια να τελειώσουν, ή το να περιμένεις από τις αξίες του ενεργητικού να βελτιωθούν, μπορεί να είναι μακρά και επίπονη διαδικασία. «Ιστορικά, συχνά χρειάζεται οκτώ με δέκα χρόνια για να καθαρίσει εντελώς ο ισολογισμός από μη εξυπηρετούμενα real estate χαρτοφυλάκια», λέει η κ. Katharina Barten, credit officer στη Moody’s.

Σε ό,τι αφορά τα στοιχεία ενεργητικού που προσδιορίζονται από τις τράπεζες ως «μη στρατηγικά» και τα οποία θα ήθελαν να πουλήσουν, υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα: ποιος θα τα αγοράσει;

Αλλαγή ιδιοκτησίας;

Όσο επιτυχημένα και αν συρρικνώνουν οι γερμανικές τράπεζες τα στοιχεία ενεργητικού τους ή βελτιώνουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους, η μακροπρόθεσμη κατάστασή τους εξαρτάται από τη συγκέντρωση στον κλάδο. Δεν υπάρχει ούτε ένας που να πιστεύει ότι ο κλάδος των μικρομεσαίων γερμανικών επιχειρήσεων, των mittelstand, όπως αποκαλούνται, μπορεί να συντηρήσει τόσο πολλές landesbanken. Η αλήθεια είναι ότι χωρίς αλλαγή στη γερμανική νομοθεσία, ώστε να τους επιτραπεί να έχουν στην ιδιοκτησία τους αποταμιευτικά ιδρύματα και συνεργατικές τράπεζες, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η μόνη δραστηριότητα που τους απομένει.

Ωστόσο, η συγκέντρωση εξακολουθεί να εμποδίζεται είτε από έλλειψη κατάλληλων εταίρων και αγοραστών, είτε από απουσία πολιτικής βούλησης. Το Βερολίνο είναι πιθανό να θέλει τη μείωση του αριθμού των landesbanken, αλλά ορισμένοι περιφερειακοί παράγοντες παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτές ως εργαλείο περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής.

Δεν είναι όμως όλες οι landesbanken ωφελημένες από τις σχέσεις αυτές. Συνεπεία του τεράστιου κόστους των ενισχύσεων διάσωσης προς περιφερειακές τράπεζες και ορισμένες αποταμιευτικές τράπεζες, περισσότεροι ιδιοκτήτες από ποτέ τείνουν να απαλλαγούν από τις εγχώριες landesbanken. Καθώς οι πολιτικοί σε λιγότερο εύπορες περιοχές φροντίζουν να περικόψουν δαπάνες σε υπηρεσίες και σε υποδομές, υπάρχει αυξανόμενη δυσαρέσκεια εκ μέρους των ψηφοφόρων για τη συνεχιζόμενη παροχή ενισχύσεων προς τις landesbanken.

Οπότε η ερώτηση παραμένει: Τι πρέπει να γίνει με τις landesbanken; Η οριζόντια συγκέντρωση δεν φαίνεται να είναι πανάκεια.

Η επικείμενη αλλαγή της νομοθεσίας θα μπορούσε να επιβάλει τις αλλαγές -τόσο για τις τράπεζες όσο και για τους κατόχους ομολόγων-, καθώς θα παρέχει τη δυνατότητα της παρέμβασης και του σπασίματος των τραπεζών σε μικρότερα κομμάτια. «Έως τώρα οι γερμανικές αρχές δεν είχαν το δικαίωμα να κλείσουν μια landesbanken, ασχέτως από την κατάσταση στην οποία αυτή βρισκόταν», λέει ο κ. Achim Dubel, ιδρυτής της γερμανικής Finpolconsult, ανεξάρτητου συμβούλου για θέματα χρηματοοικονομικής και real estate.

Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Κομισιόν θα μπορέσει να ασκήσει την πίεση που το Βερολίνο αδυνατεί. Προκειμένου να είναι συμβατή με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, η WestLB πρέπει να αλλάξει το ιδιοκτησιακό της καθεστώς (να πουληθεί ή να συγχωνευτεί με άλλη τράπεζα), ενώ η Commerzbank πρέπει να πουλήσει την Eurohypo. Από την άλλη, τα πακέτα σωτηρίας των BayernLB, HSH και WestLB πρέπει να λάβουν την έγκριση της Κομισιόν. «Η WestLB θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα και να οδηγήσει σε περαιτέρω δράση», λέει ο κ. Dubel.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v