Τον Ιανουάριο του 2015, η ΕΚΤ δήλωσε ότι θα ακολουθήσει τα χνάρια της αμερικανικής FED και της Τράπεζας της Αγγλίας ξεκινώντας πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η κεντρική τράπεζα εξέπληξε τον χρηματοοικονομικό κόσμο με την έκταση του προγράμματος ανακοινώνοντας ότι τίτλοι αξίας 60 δισ. ευρώ θα αγοραστούν σταδιακά μέχρι τουλάχιστον τον Σεπτέμβριο του 2016 και ίσως αργότερα, αν ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη δεν ανέβει πάνω από το 2%.
Τέτοιας κλίμακας αγορές τίτλων θα οδηγήσουν σε αύξηση της τιμής των ομολόγων και σε συνεπώς μικρότερες αποδόσεις. Αυτή είναι η λογική του προγράμματος, καθώς η ποσοτική χαλάρωση στοχεύει στο να κεντρίσει την ευρωπαϊκή οικονομία οδηγώντας χαμηλότερα τα επιτόκια, γεγονός το οποίο ενθαρρύνει τον δανεισμό.
Ωστόσο, εκτός και αν οι τράπεζες φανούν ικανές να προσαρμόσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα επιχειρηματικά τους μοντέλα, ίσως δουν τα καθαρά έσοδα από τόκους να ελαττώνονται. Επί της αρχής, οι τράπεζες εξαρτώνται για την παραγωγή κέρδους από το να είναι ικανές να χρεώνουν υψηλότερα επιτόκια σε δάνεια από ό,τι σε καταθέσεις. Αν τα περιθώρια ανακατευτούν, τα έσοδα ίσως υποχωρήσουν.
Οι δανειστές της ευρωζώνης έχουν έως τώρα εκτεθεί ευθέως σε ένα μικρής κλίμακας πρόγραμμα της ΕΚΤ για αγορές τίτλων και -έμμεσα- σε δύο προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης στις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, τα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών της ευρωζώνης μειώθηκαν από τα 343,53 δισ. ευρώ το 2009 στα 304,55 δισ. ευρώ το 2013, κάτι αναμενόμενο λόγω της υψηλής ζήτησης για καταθέσεις. Το 2012 μια ερευνητική εργασία της McKinsey έδειξε ότι ενώ τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια αυξήθηκαν στις τράπεζες των ΗΠΑ, μειώθηκαν στην Ευρώπη, καθώς οι τράπεζες φάνηκαν ανίκανες να μειώσουν σημαντικά τα επιτόκια που πληρώνουν για καταθέσεις.
Ομοίως, οι μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης είδαν τα καθαρά έσοδα από τόκους να πέφτουν. Από τις 10 κορυφαίες, μόνο η Rabobank και η Deutsche Bank μπόρεσαν να κερδίσουν περισσότερα έσοδα από τόκους το 2013 έναντι του 2009. Αυτές οι δύο ήταν άλλωστε οι μόνες που αύξησαν το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο, ενώ διατήρησαν σχεδόν ίδια επίπεδα χρηματοδότησης. Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα, δεδομένων των πολύ διαφορετικών business models και των διαφορετικών τοποθεσιών όπου λειτουργούν τα δύο ιδρύματα.
Η Deutsche Bank βρίσκεται στη Γερμανία και έχει υποστεί μεγάλη υποχώρηση στα έσοδα από τόκους, της τάξης των 6,03 δισ. ευρώ, λόγω του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων. Ωστόσο, κατάφερε και πάλι να αναπτύξει τα επιτοκιακά της έσοδα κατά 1,8 δισ. ευρώ από το 2009. Είναι ακόμη λιγότερο εξαρτώμενη από τα επιτοκιακά έσοδα από ό,τι οι περισσότεροι ανταγωνιστές της και, έχοντας λόγο δανείων προς καταθέσεις μόλις στο 72% είναι πολύ καλύτερα χρηματοδοτούμενη.
Από την άλλη, η Rabobank βρίσκεται στην Ολλανδία, όπου οι τράπεζες αντιμετώπισαν με επιτυχία τις πιέσεις στα επιτόκια - τα σχετικά έσοδά τους αυξήθηκαν κατά 910 εκατ. ευρώ από το 2009. Εξάλλου είναι περισσότερο εξαρτώμενες από τους τόκους για τα έσοδά τους, καθώς αυτοί αντιστοιχούν στο 69% των συνολικών λειτουργικών εσόδων. Ωστόσο, τα στοιχεία ενεργητικού της φαίνονται καλής ποιότητας, αφού τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα είναι μόλις στο 2,9%, χαμηλότερα του μέσο όρου του top 10.
Η ισπανική Santander είναι μια αξιομνημόνευτη περίπτωση διότι κατάφερε να διατηρήσει ισχυρά καθαρά έσοδα από τόκους από το 2013 λόγω των δραστηριοτήτων της στη Λατινική Αμερική. Ωστόσο, το 2013 υποχώρησε κατά 2,9 δισ. ευρώ στο διάστημα ενός έτους, αφού η ναυαρχίδα της στη Βραζιλία υπέστη μείωση εσόδων από τόκους κατά 2,4 δισ. ευρώ.
Από τις τράπεζες που είδαν τα έσοδά τους από τόκους να μειώνονται, η Unicredit υπέστη τη μεγαλύτερη μείωση της τάξης των 5,19 δισ. ευρώ, αντανακλώντας τη βαριά υπερχρέωση των ιταλικών ιδρυμάτων. Ωστόσο, η εξάρτηση της Unicredit από τα επιτοκιακά έσοδα υποχώρησε 10% στο 49% από το 2009, καθιστώντας τη λιγότερο ευάλωτη σε πιέσεις από το μέγεθος αυτό.
Επιπρόσθετα, οι τράπεζες που εξαρτώνται από τους τόκους ως μέρος των εσόδων δεν έχουν μπορέσει να αναπτύξουν αυτόν τον κλάδο της δραστηριότητάς τους. Για την ING τα καθαρά έσοδα από τόκους αντιστοιχούν στο 78% των συνολικών εσόδων της, παρ' όλα αυτά η τράπεζα τα έχει παρακολουθήσει να πέφτουν κατά 964 εκατ. ευρώ από το 2009. Το ίδιο έγινε και με την BBVA, η οποία εξαρτάται από τους τόκους σε ποσοστό 76% των συνολικών της εσόδων. Η τράπεζα είδε τα έσοδα από τόκους να μειώνονται κατά 602 εκατ. ευρώ από το 2009, αν και κατάφερε και πάλι να ανακάμψει από το χαμηλότερο σημείο το 2011, όταν η πτώση από το 2009 ήταν στα 2,3 δισ. ευρώ.