H Ελλάδα έχει λάβει δάνεια αξίας 200 δισ. ευρώ και άνω από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και τον EFSF την περίοδο των μνημονίων. Όμως, o ESM-EFSF, που αξιολογείται ως ΑΑΑ από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, δεν δανείζεται μόνο στις αγορές, για να δανείσει εν συνεχεία με χαμηλό επιτόκιο τα κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία.
Να υπενθυμίσουμε ότι το μέσο κόστος δανεισμού της Ελλάδας από τον ESM είναι περίπου 1,7% σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των πάντων.
Ο ESM κάνει επίσης διαχείριση της δεξαμενής (pool) των δανείων που έχει λάβει από την αγορά και περάσει στα κράτη-μέλη. Ενας από τους πιο κλασικούς τρόπους διαχείρισης είναι η μετατροπή των παλαιότερων δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερά, με τη χρήση παραγώγων.
Αν, όμως, δεν ήταν η ελληνική πλευρά, πιθανόν να μην το έκανε πράξη. Κι αυτό γιατί -όπως μαθαίνουμε- έπεισε το 2016 αρχικά τον κ. Ρέγκλινγκ και κατόπιν τις άλλες χώρες της δεξαμενής των δανείων ότι θα ήταν σωστό να μετατραπεί σημαντικό μέρος των κυμαινόμενων δανείων σε σταθερού επιτοκίου.
Μέχρι τότε ο ESM δεν είχε προσωπικό για να κάνει τη δουλειά, π.χ. risk management.
Μετά από εκείνη τη συνάντηση και τη σύμφωνη γνώμη του κ. Ρέγκλινγκ, ο ESM άρχισε να προσλαμβάνει κόσμο γι’ αυτό, δίνοντας πλέον μεγαλύτερη έμφαση στη διαχείριση κινδύνων. Το 2017 ήταν πλέον έτοιμος όπως μας λένε από το Λουξεμβούργο.
Να λοιπόν και κάτι στο οποίο η Ελλάδα «ενέπνευσε» τον ESM. Για δικό της όφελος ασφαλώς, αφού είχε πάρει δάνεια 32,5 ετών με κυμαινόμενο επιτόκιο.