Η απόφαση του προέδρου Τραμπ να χτυπήσει με πυραύλους Τόμαχοκ την κυβερνητική αεροπορική βάση στη Συρία ως αντίποινα για το έγκλημα με τα χημικά αέρια έγινε δεκτή με επιδοκιμασία από πολλούς στις ΗΠΑ κι άλλες Δυτικές χώρες.
Φυσικά, υπάρχουν κι αυτοί, π.χ. ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Ραντ Πολ του Κεντάκι, που διαφωνούν, ισχυριζόμενοι ότι η επίθεση δεν είναι σύμφωνη με το αμερικανικό Σύνταγμα και θα έπρεπε να ερωτηθεί το Κογκρέσο.
Όμως, οι δεύτεροι είναι η μειοψηφία.
Γιατί σχολιάζουμε αυτό το γεγονός; Γιατί μπορεί να έχει επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομική πολιτική, είναι η απάντηση.
Ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος στις λεπτομέρειες και επομένως δεν έχει από πίσω του την αύρα μιας μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο ίδιος έχει πολύ χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολο το έργο της υποστήριξης των νομοσχεδίων του, ακόμη κι από ρεπουμπλικανούς βουλευτές και γερουσιαστές.
Οι τελευταίοι έχουν εκλογές σε δύο περίπου χρόνια και δεν πρόκειται να ρισκάρουν να ψηφίσουν τα νομοσχέδια που φέρνει ένας μη δημοφιλής πρόεδρος. Eίναι λοιπόν ανάγκη από τη σκοπιά των συμβούλων του Τραμπ να ανακάμψει η δημοτικότητα του προέδρου.
Στο μέτρο που τέτοια στρατιωτικά χτυπήματα, όπως αυτό στη Συρία, το καταφέρουν, είναι ευπρόσδεκτα. Κι αυτό γιατί ανεβάζοντας τα ποσοστά δημοτικότητας του Τραμπ, διευκολύνουν την ψήφιση κρίσιμων νομοσχεδίων όπως εκείνο για τη δραστική μείωση των φόρων.
Στο μέτρο που το χτύπημα στη Συρία μεταφραστεί σε ενίσχυση της δημοτικότητας του Τραμπ, αυτό θα ενισχύσει τα Trumponomics ή τουλάχιστον ό,τι απέμεινε από αυτά.