Η εισαγωγή του φόρου ακινήτων με τον απότομο τρόπο που έγινε το 2011 και η έκταση που πήρε στην πιο πρόσφατη μορφή του (ΕΝΦΙΑ) έχει γίνει αντικείμενο κριτικής.
Οι οπαδοί της εισαγωγής του συγκεκριμένου φόρου επικαλούνται συνήθως τα υψηλά έσοδα που αποφέρει στα κρατικά ταμεία και τη συμβολή του στη μείωση του ελλείμματος. Οι ίδιοι επικαλούνται το παράδειγμα άλλων χωρών για να δικαιολογήσουν το ύψος των εσόδων στα οποία στοχεύει ο ΕΝΦΙΑ.
Ο στόχος είναι να εισπραχθούν 2,65 δισ. ευρώ μετά την καθοδική αναθεώρηση του αρχικού στόχου για 2,9 δισ. ευρώ στον απόηχο των αντιδράσεων βουλευτών της επαρχίας που επέβαλαν χαμηλότερη φορολόγηση των αγροτεμαχίων κ.ά.
Οι υπέρμαχοι του φόρου υποστηρίζουν ότι τα εκτιμώμενα έσοδα από αυτόν πλησιάζουν ή υπολείπονται του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Με το ελληνικό ονομαστικό ΑΕΠ στα 184 δισ. ευρώ πέρυσι και κάτι παρόμοιο φέτος, ο ΕΝΦΙΑ θα αναλογούσε στο 1,44% του ΑΕΠ αν έμπαιναν 2,65 δισ. ευρώ στα κρατικά ταμεία και στο 1,8% αν όλοι πλήρωναν 3,2 δισ. ευρώ.
Υπό άλλες συνθήκες, θα έπρεπε να συζητάμε κατά πόσον ήταν σωστό για την αγορά ακινήτων και την οικονομία γενικότερα να μπει ξαφνικά ένα χαράτσι που αύξησε το φορολογικό βάρος για τους ιδιοκτήτες ακινήτων κατά 5 με 6 φορές μέσα σε λίγα χρόνια και εν μέσω βαθιάς ύφεσης.
Όμως, αξίζει να επικεντρωθούμε λίγο στο βασικό επιχείρημα των οπαδών του ΕΝΦΙΑ.
Πράγματι, τέτοιοι φόροι ακινήτων υπάρχουν σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα υψηλοί σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Ιαπωνία, η Βρετανία και η Ν. Ζηλανδία.
Όμως, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος.
Σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο, η Κροατία και η Ελβετία δεν φαίνεται να επιβάλλεται τέτοιος φόρος σύμφωνα με παλαιότερη έκθεση του ΟΟΣΑ.
Άρα, όλες οι χώρες δεν εφαρμόζουν την ίδια πολιτική στο συγκεκριμένο θέμα.