Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Hellastat: Μελέτη για τον κλάδο χημικών προϊόντων

Ο κλάδος των χημικών προϊόντων αποτελεί έναν από τους εντονότερα αναπτυσσόμενους τομείς της ελληνικής μεταποίησης, καθώς, σύμφωνα με τους δείκτες παραγωγής που καταρτίζει η ΕΣΥΕ, η συνολική παραγωγή του κλάδου την περίοδο 2000-2004 αυξήθηκε κατά 18,2% (6,6% συγκριτικά με το 2003), αναφέρει μελέτη της Hellastat.

Hellastat: Μελέτη για τον κλάδο χημικών προϊόντων
Ο κλάδος των χημικών προϊόντων αποτελεί έναν από τους εντονότερα αναπτυσσόμενους τομείς της ελληνικής μεταποίησης, καθώς, σύμφωνα με τους δείκτες παραγωγής που καταρτίζει η ΕΣΥΕ, η συνολική παραγωγή του κλάδου την περίοδο 2000-2004 αυξήθηκε κατά 18,2% (6,6% συγκριτικά με το 2003), αναφέρει μελέτη της Hellastat.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΠΕ, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 12,8% το πρώτο δεκάμηνο του 2005, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2004, ανερχόμενες στο ύψος των 11,24 δισ. ευρώ.

Οι εξαγωγές του κλάδου των χημικών προϊόντων διαμορφώθηκαν σε 1,68 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 23,92% συγκριτικά με το δεκάμηνο του 2004. Η άνοδος των εξαγωγικών επιδόσεων του κλάδου συνεισέφερε κατά 15% στην αύξηση της τελικής αξίας των εξαγωγών.

Τα χημικά προϊόντα χρησιμοποιούνται σαν πρώτες ύλες στους κλάδους απορρυπαντικών, λιπασμάτων, κλωστοϋφαντουργίας, χρωμάτων, χημικών δομικών υλικών, τροφίμων-ποτών και φαρμάκων-καλλυντικών, ενώ μέσω της βιομηχανίας πλαστικής συσκευασίας βρίσκουν εφαρμογές στο σύνολο σχεδόν της μεταποίησης.

--Ενισχύεται το ρυθμιστικό πλαίσιο σε επίπεδο Ε.Ε.

Η Ε.Ε. με στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας και προφύλαξης από επικίνδυνες χημικές ουσίες, προωθεί τον κανονισμό REACH (Registration, Evaluation and Authorization of Chemicals), με έναρξη ισχύος το 2007.

Σύμφωνα με τον κανονισμό, προκειμένου τα χημικά προϊόντα να τεθούν σε κυκλοφορία, οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να υποβάλουν πλήρη στοιχεία σχετικά με τη χημική σύνθεση και την επικινδυνότητα των ουσιών, ενδεδειγμένους τρόπους ορθής χρήσης, καθώς και τις εργαστηριακές δοκιμές που διεξάγουν.

Υποχρέωση εφαρμογής έχουν τόσο οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ή/και εμπορία χημικών ουσιών, όσο και οι εταιρείες που κάνουν χρήση των ουσιών αυτών στην παραγωγική τους διαδικασία.

Στις διατάξεις του κανονισμού εμπίπτουν περίπου 30.000 ουσίες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή καλλυντικών, απορρυπαντικών, λιπασμάτων, πετροχημικών, πλαστικών, χρωμάτων, φαρμάκων κ.λπ.

Λόγω του αυξημένου διαχειριστικού κόστους το Ευρωκοινοβούλιο ζήτησε τη λήψη μέτρων για την οικονομικότερη και ομαλότερη εφαρμογή του κανονισμού από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Συγκεκριμένα, το εύρος των απαιτούμενων πληροφοριών εξαρτάται από κριτήρια, όπως τον όγκο της παραγόμενης ουσίας, το έτος παραγωγής και το βαθμό επικινδυνότητας.

--Χαμηλή –αλλά αυξανόμενη- η συγκέντρωση στον κλάδο

Από την ανάλυση των μεγεθών 294 επιχειρήσεων του κλάδου παραγωγής και εμπορίας χημικών προκύπτει ο διψήφιος ρυθμός ανάπτυξης της αξίας της αγοράς, κατά 14,3% το 2004 και κατά 12,8% το 2003.

Η συγκέντρωση στον κλάδο είναι περιορισμένη, καθώς το 2004 οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες δημιούργησαν το 29,5% των συνολικών εσόδων της αγοράς. Ωστόσο, καταγράφονται υπερδιπλάσιοι μέσοι ρυθμοί ανάπτυξης την 3ετία 2004/2002 στις επιχειρήσεις με έσοδα άνω των 3 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με τις μικρότερες (14,5% και 4,2% ετησίως, αντίστοιχα) με συνέπεια το μερίδιο αγοράς των 10 πρώτων να είναι ενισχυμένο κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες στο εξεταζόμενο διάστημα.

Οι μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου παρουσιάζουν έντονη κινητικότητα τα τελευταία χρόνια μέσω:

* εξαγορών και συγχωνεύσεων εταιρειών του κλάδου

* επέκτασης των δραστηριοτήτων σε συναφείς δραστηριότητες (καθετοποίηση)

* εισόδου σε αγορές του εξωτερικού, με έμφαση στη ΝΑ Ευρώπη

--Βελτίωση μεγεθών σε υγιή χρηματοοικονομική βάση

Το 2004 αποτέλεσε χρονιά έντονης ανόδου της δραστηριότητας του κλάδου, κάτι το οποίο διαφαίνεται στην εξέλιξη της αξίας της αγοράς, αλλά και στην κερδοφορία των εταιρειών.

Συγκεκριμένα, η ανάλυση της Hellastat καλύπτει 294 επιχειρήσεις από διάφορους τομείς του κλάδου παραγωγής & εμπορίας χημικών ουσιών και προϊόντων –εκτός του φαρμακευτικού- οι οποίες δημιούργησαν το 2004 έσοδα ύψους ύψους 1,5 δισ. ευρώ, με επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου σε 14,34% έναντι του 2003 (από 12,3% την περίοδο 2003/2002).

Τα συνολικά κέρδη του κλάδου ανέρχονται σε 78,24 εκατ. ευρώ (αύξηση 14,3% σε σχέση με το 2003), ενώ τόσο η μέση ετήσια μεταβολή τριετίας ανά εταιρεία όσο και η αντίστοιχη μεταβολή 2003/2004 εκτιμώνται σε υψηλά επίπεδα (7,1% και 7,9% αντίστοιχα).

Συνολικά 250 εταιρείες (85%) εμφανίζουν κερδοφορία τη χρήση 2004, από τις οποίες οι 119 (40,5%) βελτιώνουν τα θετικά αποτελέσματα του 2003, οι 97 (33%) υφίστανται συρρίκνωση των κερδών τους, ενώ 25 (8,5%) προέρχονται από ζημιογόνο εταιρική χρήση.

Η έντονη άνοδος των κερδών οφείλεται στις 20 μεγαλύτερες επιχειρήσεις, καθώς η μέση μεταβολή κερδών τριετίας των μικρότερων επιχειρήσεων βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα (μόλις 2,8%) συγκριτικά με τον κλαδικό διάμεσο.



Θετική εικόνα παρουσιάζεται και στα λειτουργικά αποτελέσματα (151,03 εκατ. ευρώ το 2004), τα οποία αυξάνονται κατά 9,4% ανά εταιρεία σε σύγκριση με το 2003.

Οι 9 στις 10 εταιρείες (συνολικά 268) εμφανίζουν θετικά αποτελέσματα, από τις οποίες οι μισές (147) βελτιώνουν τη λειτουργική τους κερδοφορία, 97 (33%) υπόκεινται σε μείωση κερδών, ενώ 13 (4,4%) προέρχονται από ζημιογόνο –σε επίπεδο ΚΠΤΦΑ- χρήση 2003.

Ο εμπορικός κύκλος παρουσιάζει σταθερότητα την τελευταία διετία, στις 82 ημέρες, ενώ το επίπεδο γενικής και άμεσης ρευστότητας είναι ικανοποιητικό, στο 1,22 και 0,99 αντίστοιχα.

Η συνολική δανειακή επιβάρυνση παρουσιάζει αύξηση την τελευταία 3ετία και διαμορφώνεται στο 70,7% των συνολικών κεφαλαίων (66% το 2002), με ταυτόχρονη όμως βελτίωση της ικανότητας κάλυψης των χρηματοοικονομικών εξόδων, στις 4,8 φορές (4,5 το 2002).

Θετικό κρίνεται το χαμηλό επίπεδο των βραχυπρόθεσμων τραπεζικών υποχρεώσεων ως ποσοστό επί των πωλήσεων, στο 23,8%, αφήνοντας σημαντικά περιθώρια για χρηματοδότηση της αναπτυξιακής πορείας του κλάδου μέσω τραπεζικών κεφαλαίων.

Το περιθώριο κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων εμφανίζει μικρή κάμψη στο 7,9% το 2004 (8,5% το 2002), με ανάλογη επίπτωση στο καθαρό περιθώριο, το οποίο διαμορφώνεται στο 3,3% (από 3,8%), είναι ωστόσο επίδοση υψηλότερη της μέσης τιμής στην ελληνική βιομηχανία.

Η ελαφρά κάμψη των περιθωρίων κέρδους σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της απασχόλησης των συνολικών κεφαλαίων (στη 1,1 φορά, έναντι 1,15 το 2002) η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων διαμορφώνεται στο 14,6% (έναντι 15,8% το 2002), παρά την ενίσχυση της κεφαλαιακής μόχλευσης.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v