Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τράπεζες - τηλεπικοινωνίες διχάζουν τους αναλυτές

Αδιάφορη στάση φαίνεται να κρατούν οι αναλυτές διεθνών επενδυτικών στο πρόσφατο ”μίνι ράλι” της ελληνικής αγοράς, ενώ εκ διαμέτρου αντίθετες εμφανίζονται οι εκτιμήσεις τους για τις τράπεζες και τις τηλεπικοινωνίες. Που δικαιώθηκαν και που διαψεύσθηκαν.

Τράπεζες - τηλεπικοινωνίες διχάζουν τους αναλυτές
Το πρόσφατο ”μίνι-ράλι” της εγχώριας χρηματιστηριακής αγοράς έχει αφήσει μέχρι στιγμής επιδεικτικά αδιάφορους τους αναλυτές των διεθνών επενδυτικών οίκων, οι οποίοι εμμένουν στις θέσεις τους τουλάχιστον όσον αφορά τη πορεία κάποιων δεικτοβαρών μετοχών, όπως των τραπεζών.

Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, και δη το τελευταίο δίμηνο, έχει παρατηρηθεί μια σημαντική μεταστροφή των επενδυτικών οίκων όσον αφορά τις ελληνικές τηλεπικοινωνίες. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι οι απόψεις των ξένων αναλυτών για τις δύο βασικές κατηγορίες μετοχών υψηλής κεφαλαιοποίησης – των τραπεζών και των τηλεπικοινωνιών – είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, καθώς οι πρώτες θεωρούνται ακόμα ”υπερτιμημένες”, ενώ οι δεύτερες εκτιμάται ότι, τουλάχιστον έναντι των ομοειδών μετοχών, είναι υποτιμημένες.

Ενδεικτικά, κατά τη περίοδο 4/1/2002-31/4/2002, έξι επενδυτικοί οίκοι αναβάθμισαν τις προοπτικές των τηλεπικοινωνιακών εταιριών. Ειδικότερα, η SSSB προχώρησε σε αναβάθμιση της προτροπής αγοράς και της τιμής-στόχου για τις μετοχές OTE, Cosmote και Panafon, ενώ υποβάθμισε το ”ρίσκο τοποθέτησης” του ΟΤΕ, η UBS Warburg αναβάθμισε τις Cosmote και ΟΤΕ, η Banc of America Securities αναβάθμισε την προτροπή και για τις τρεις εισηγμένες του κλάδου, το ίδιο και η CSFB, ενώ οι Morgan Stanley και Merrill Lynch απέσυραν το χαρακτηρισμό ”υπερτιμημένες” στον ΟΤΕ και τη Cosmote.

Στη συγκεκριμένη κατηγορία μετοχών, οι συστάσεις των επενδυτικών οίκων έχουν αποδειχθεί μάλλον εύστοχες, αφού οι τρέχουσες αποτιμήσεις των τριών εταιριών αποκλίνουν ελάχιστα – με εξαίρεση τη Panafon – από τις τιμές-στόχου που έχουν τεθεί. Ειδικότερα, στον ΟΤΕ η μέση τιμή στόχου που έχει τεθεί είναι τα 20 ευρώ (τρέχουσα τιμή τα 17,92 ευρώ), με τη CSFB να δίνει τα 22 ευρώ ως τιμή-στόχου. Για τη Cosmote, η μέση τιμή-στόχου είναι τα 11,8 ευρώ (τρέχουσα τιμή τα 10,82 ευρώ), με τη CSFB να δίνει τα 12,4 ευρώ, ενώ στη Panafon εντοπίζονται οι μεγαλύτερες αποκλίσεις, αφού η μέση τιμή-στόχου είναι εντοπίζεται στα 6,8 ευρώ, με τη UBS Warburg να δίνει ως τιμή-στόχου τα 7,5 ευρώ.

Στον αντίποδα, το ίδιο διάστημα που εξετάζεται, επτά επενδυτικοί οίκοι υποβάθμισαν τις συστάσεις τους για τις ελληνικές τράπεζες. Οι περισσότερες ”βολές” προήλθαν από τους οίκους UBS Warburg και SSSB, οι οποίες έχουν θέσει τιμές-στόχου δωδεκαμήνου που είναι κατά πολύ χαμηλότερες των τρεχόντων. Οι άλλοι επτά οίκοι είναι οι Banc of America Securities, Goldman Sachs, Merrill Lynch, CSFB και Morgan Stanley, οι οποίοι προτείνουν τη λήψη θέσεων μικρότερων του αναλογικού στον τραπεζικό κλάδο (underweight).

Εντύπωση προκαλεί πάντως το γεγονός ότι οι τιμές-στόχου που έχουν τεθεί είτε εμφανίζουν πολύ μικρή απόκλιση από τις τρέχουσες, κάτι που σημαίνει ότι δεν προβλέπεται περαιτέρω ανατίμηση των τραπεζικών τίτλων έως το τέλος του έτους, είτε βρίσκονται χαμηλότερα από τις τρέχουσες αποτιμήσεις. Ενδεικτικά, στις τράπεζες Εμπορική και Πειραιώς η μέση τιμή-στόχου είναι κατά 20% περίπου χαμηλότερη της τρέχουσας των δύο τίτλων, ενώ μόνο οι τράπεζες Εθνική και Eurobank εκτιμάται ότι διαπραγματεύονται κοντά στο fair value.

Όσον αφορά το Γενικό Δείκτη και το δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης, μόνο η SSSB εκδίδει εκτιμήσεις, οι οποίες περιορίζονται στο δείκτη FTSE-20. Με βάση την τελευταία εβδομαδιαία ανάλυση του οίκου (14/5/2002), η ορθολογική αποτίμηση του εν λόγω δείκτη εντοπίζεται στις 1.500 μονάδες, ήτοι υπάρχει ”discount” της τάξης του 20%.

Επιπροσθέτως, πολλές ”απορίες” προκαλεί η έλλειψη αντίδρασης στην ενεργοποίηση των Ταμείων στο ΧΑΑ. Θα θεωρούσε κανείς ότι η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση που επιτρέπει την περαιτέρω διάθεση ποσοστών των αποθεματικών στη Σοφοκλέους θα δημιουργούσε νέες συνθήκες, τουλάχιστον όσον αφορά τα προβλεπόμενα επίπεδα ρευστότητας. Εν τούτοις, όπως έγινε προφανές με την έκθεση της SSSB που θέτει ως fair-value τα 20 ευρώ στην Εθνική, η εξέλιξη αυτή όχι μόνο δεν έχει οδηγήσει σε αναθεώρηση, αλλά άντ’ αυτού οι διεθνείς αναλυτές φαίνεται να πιστεύουν ότι η εμπλοκή των Ταμείων δεν μεταβάλλει κάτι στο μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι αρκετά τμήματα αναλύσεων – λόγω των περικοπών θέσεων εργασίας – καλύπτουν πλέον σε μικρότερο βαθμό τις ελληνικές εισηγμένες, χωρίς ωστόσο αυτό να ”αιτιολογεί” πλήρως την έλλειψη αντίδρασης σε σημαντικές εγχώριες εξελίξεις.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v