Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τι ελέγχουν οι ελληνικές τράπεζες στα Βαλκάνια

Το 2002 οι μεγαλύτεροι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι (Εθνική, Εμπορική, Αlpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς και EFG Eurobank Ergasias) ήλεγχαν 13 τράπεζες και 4 προμηθευτές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οι οποίοι μαζί με 22 καταστήματα αριθμούσαν συνολικά 528 μονάδες και απασχολούσαν 6.500 άτομα περίπου, επισημαίνει σε έκθεσή του το τμήμα αναλύσεων της Εθνικής Τράπεζας.

Τι ελέγχουν οι ελληνικές τράπεζες στα Βαλκάνια
Tις προοπτικές των τραπεζικών συστημάτων στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης παρουσιάζει η Εθνική Τράπεζα στην ειδική έκδοση για τον Τραπεζικό τομέα των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η οποία εντάσσεται στο 3ο τεύχος, για το 2003, του ”South Eastern European Countries – Key Issues, Recent Developments and an Overview of the Banking Sector”.

Στη μελέτη της Εθνικής τονίζεται πως το άνοιγμα των χρηματοοικονομικών αγορών των χωρών της Νοτιανατολικής Ευρώπης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 προσήλκυσε διεθνές ενδιαφέρον λόγω του μεγέθους τους και των επενδυτικών ευκαιριών που παρουσίαζαν.

Για ορισμένους ξένους επενδυτές, αναφέρεται στη μελέτη, επρόκειτο για άλλη μία αναδυόμενη αγορά, μαζί με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας, προς αναζήτηση υψηλών αποδόσεων. Για επενδυτές με περιορισμένη δυνατότητα επέκτασης στις εγχώριες αγορές (δυτικοευρωπαϊκά τραπεζικά συστήματα) επρόκειτο για στρατηγικής σημασίας προορισμό.

Από το 2000, η παρουσία των ξένων τραπεζών ενισχύθηκε περαιτέρω εξαιτίας της σημαντικής βελτίωσης της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης των χωρών αυτών, της υιοθέτησης συνετών μακροοικονομικών πολιτικών και της προόδου στον τομέα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Οι αναπτυσσόμενοι τραπεζικοί τομείς των χωρών της ΝΑΕ, τονίζει η Εθνική Τράπεζα έχουν προσελκύσει επενδύσεις από τραπεζικούς ομίλους κυρίως της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Αυστρίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και, μεταξύ άλλων, της Τουρκίας.

Οι ελληνικές τράπεζες επέκτειναν τις δραστηριότητές τους στις γειτονικές χώρες ώστε να επωφεληθούν από την πολιτισμική και γεωγραφική εγγύτητα αλλά και για να ακολουθήσουν την γενικότερη επέκταση των ελληνικών βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων.

Ειδικότερα, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετώπισαν τις χώρες της ΝΑΕ ως φυσική επέκταση της μητρικής τους αγοράς. Ακολούθησαν, στο σημείο αυτό, το παράδειγμα των σκανδιναβικών τραπεζών, οι οποίες αντιμετώπισαν τα κράτη της Βαλτικής ως μέρος της φυσικής τους αγοράς και σήμερα κατέχουν τη σημαντικότερη επενδυτική θέση στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών των αντίστοιχων χωρών.

Στην περίοδο 1990-2002 οι ελληνικές επενδύσεις στις χώρες της ΝΑΕ προσεγγίζουν τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ ο τραπεζικός τομέας των χωρών αυτών έχει απορροφήσει το ένα πέμπτο περίπου του συνόλου (σχεδόν 2% του συνολικού ενεργητικού των χωρών της ΝΑΕ).

Κατά το 2002 οι μεγαλύτεροι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αlpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς και EFG Eurobank Ergasias) ήλεγχαν 13 τράπεζες και 4 προμηθευτές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, οι οποίοι μαζί με 22 καταστήματα αριθμούσαν συνολικά 528 μονάδες και απασχολούσαν 6.500 άτομα περίπου.

Αναφορικά με τις προοπτικές των των τραπεζών στις χώρες της ΝΑΕ, επισημαίνεται ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων 5 ετών, βελτιώθηκαν σημαντικά η ευρωστία και οι επιδόσεις των τραπεζικών συστημάτων των χωρών της ΝΑΕ. Η βελτίωση ήταν αποτέλεσμα της εφαρμογής μίας διαδικασίας αναμόρφωσης των τραπεζικών συστημάτων που περιλαμβάνει αναδιαρθρώσεις και ιδιωτικοποιήσεις τραπεζών του δημοσίου τομέα, κλείσιμο αφερέγγυων τραπεζών, διαγραφές δανείων σε καθυστέρηση, υιοθέτηση νέων προληπτικών και πιο αυστηρών εποπτικών κανόνων και, τέλος, είσοδο ξένων τραπεζών.

Τα τραπεζικά συστήματα των χωρών της ΝΑΕ ρυθμίζονται και εποπτεύονται σχετικά καλά, έχουν υψηλή κεφαλαιοποίηση αναφέρει η Εθνική Τράπεζα, είναι αρκετά κερδοφόρα και έχουν επαρκή ρευστότητα. Όμως, το επίπεδο της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, παραμένει, παρά τη βελτίωσή του, πολύ χαμηλό σε σχέση με το αντίστοιχο των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ).

Η περαιτέρω βελτίωση της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης είναι καθοριστική για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των τραπεζών και απαραίτητη για την ενίσχυση της προσπάθειας εξασφάλισης υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης των οικονομιών. Για το σκοπό αυτό, οι τράπεζες πρέπει να εισαγάγουν πιο σύγχρονες πρακτικές και συστήματα, ειδικά όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνων.

Είναι γεγονός, ότι οι τράπεζες έχουν επωμισθεί όλο το βάρος της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης και αυτό συνδέεται άμεσα με το χαμηλό βαθμό ανάπτυξης των αγορών κεφαλαίου. Όμως, τα τραπεζικά συστήματα δεν έχουν ακόμα εκπληρώσει το ρόλο τους ενώ ο ιδιωτικός τομέας, ο οποίος επιδιώκει να αποτελέσει το βασικό συντελεστή της οικονομικής ανάπτυξης, αντιμετωπίζει ακόμα σημαντικά εμπόδια στην εξασφάλιση χρηματοδότησης.

Παρόλα αυτά, το επίπεδο της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης αναμένεται ότι θα βελτιωθεί σημαντικά, καθώς το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον σταθεροποιείται, οι οικονομίες ανακάμπτουν, τα επιτόκια και τα περιθώρια επιτοκίου των τραπεζών μειώνονται και ο ανταγωνισμός του τραπεζικού τομέα εντείνεται.

Οι τράπεζες των χωρών της ΝΑΕ θα επεκταθούν στη λιανική και την εταιρική τραπεζική, ενώ αναμένεται ότι θα συμπεριλάβουν και εξειδικευμένες τραπεζικές εργασίες όπως είναι η διαχείριση διαθεσίμων, οι πιστωτικές κάρτες και τα πιο σύγχρονα συστήματα διανομής.

Η διαδικασία του εκσυγχρονισμού ξεκινά από τις ξένες τράπεζες, οι οποίες έχουν κυρίαρχη παρουσία στα τραπεζικά συστήματα αρκετών χωρών της ΝΑΕ και έχουν εισαγάγει χρηματοοικονομική τεχνογνωσία, εξελιγμένες λογισμικές εφαρμογές, επενδυτικούς πόρους και πιο προχωρημένες μεθόδους εκτίμησης κινδύνων. Έτσι, συμβάλλουν, αποφασιστικά στην αναβάθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην εντατικοποίηση του ανταγωνισμού, στοιχεία απαραίτητα για την ανάπτυξη της οικονομίας και του ιδιωτικού τομέα.

Ειδικότερα η Εθνική Τράπεζα επισημαίνειΗ μακροοικονομική σταθερότητα, η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων με αύξηση της ξένης συμμετοχής, και οι πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των προληπτικών και εποπτικών κανόνων, της τραπεζικής διακυβέρνησης και της πειθαρχημένης λειτουργίας των αγορών συμβάλουν στην περαιτέρω επέκταση του τραπεζικού τομέα στην περιοχή της ΝΑΕ.

Οι τράπεζες της ΝΑΕ έχουν μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης καθώς πρόκειται να ωφεληθούν από:

· Αυξανόμενη ροπή προς αποταμίευση καθώς οι οικονομίες θα γίνονται πιο εύρωστες και ο τραπεζικός τομέας θα σταθεροποιείται και σταδιακή εισαγωγή πιο σύνθετων προϊόντων όπως τα αμοιβαία κεφάλαια –τα οποία αυξάνουν τα έσοδα από προμήθειες – και, σε μεταγενέστερο στάδιο, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλα ασφαλιστικά προϊόντα.

· Αυξανόμενη ζήτηση για δάνεια καθώς τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού έχουν μειωθεί από ένα μέσο 13% στα τέλη του 1998 σε 10% στα μέσα του 2002. Τα μειούμενα πραγματικά επιτόκια θα είναι ο κύριος μοχλός ανάπτυξης της σχετικά υποανάπτυκτης λιανικής πίστης, η οποία τώρα αντιπροσωπεύει το 15% περίπου της συνολικής πίστης (ή 3% περίπου του AEΠ).

· Αυξημένη ζήτηση για τραπεζικές υπηρεσίες ως αποτέλεσμα της ευκολότερης πρόσβασης στους πελάτες μέσω της χρήσης τραπεζικών καταστημάτων, ΑΤΜ και εναλλακτικών μορφών διανομής υπηρεσιών (διαδίκτυο και τηλεφωνική εξυπηρέτηση), και διεύρυνσης της γκάμας των προσφερόμενων προϊόντων.

· Αυξανόμενες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες οι οποίες θα συμβάλουν στη βελτίωση των μεθόδων διαχείρισης κινδύνου και στη μείωση των λειτουργικών εξόδων των τραπεζών.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v