Η ετήσια έκθεση εργασίας της κινεζικής κυβέρνησης δείχνει πως θα αντισταθεί στη λήψη σημαντικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας και θα επικεντρωθεί στον περιορισμό των κινδύνων σε όλους τους τομείς της διακυβέρνησης το 2024, ενώ παράλληλα θα εμποδίζει τις ροές πληροφοριών για την ολοένα και πιο εσωστρεφή Κίνα.
Στις 5 Μαρτίου ο πρωθυπουργός της Κίνας Λι Κιάνγκ ανέγνωσε την Έκθεση Εργασίας της Κυβέρνησης για το 2024 στην έναρξη της ετήσιας συνεδρίασης του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου της Κίνας (NPC). Η έκθεση τόνιζε τα κυβερνητικά επιτεύγματα του 2023, καθώς και τις προτεραιότητες πολιτικής και τους στόχους της για το 2024.
Βασικά θέματα της φετινής έκθεσης εργασίας ήταν η «υψηλής ποιότητας ανάπτυξη», η πολιτική ενότητα γύρω από το πρόσωπο και τις ιδέες του προέδρου Σι Τζινπίνγκ, και η ενίσχυση της ασφάλειας τροφίμων και πόρων εν μέσω ενός «περίπλοκου εξωτερικού περιβάλλοντος».
Τόνιζε πως η σταθερότητα είναι «γενικής σημασίας, καθώς είναι η βάση για ό,τι κάνουμε» και υπογράμμιζε τη σημασία της τεχνολογικής αυτάρκειας της Κίνας και την ενίσχυση της επίγνωσης του λαού για τους κινδύνους της εθνικής ασφάλειας. Η Κίνα δημοσιοποίησε επίσης το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2024.
Η συνεδρίαση του NPC είναι το ένα από τα δυο μεγάλα πολιτικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα τώρα στην Κίνα. Το άλλο είναι η συνεδρίαση της Κινεζικής Λαϊκής Πολιτικής Συμβουλευτικής Διάσκεψης (CPPCC), ενός βιομηχανικού και κοινωνικού πολιτικού συμβουλευτικού οργάνου.
Αυτά τα δυο γεγονότα είναι γνωστά ως οι ετήσιες «Δύο Συνεδριάσεις» των νομοθετικών σωμάτων. Η υπόλοιπη περίοδος των «Δυο Συνεδριάσεων», που είχε διάρκεια έως τις 11 Μαρτίου, περιελάμβανε ομιλίες του προέδρου Σι, συζητήσεις για τους επερχόμενους νόμους και τις πολιτικές, την ταχεία απομάκρυνση δυο κορυφαίων υπουργών καθώς και συνεντεύξεις τύπου με διάφορους υπουργούς για τους τομείς πολιτικής τους.
Η οικονομία
Αναφορικά με τα οικονομικά ζητήματα, η έκθεση αναφέρεται εκτενώς στον περιορισμό κινδύνων, δίνοντας λεπτομέρειες για την αποστροφή του Πεκίνου στην λήψη μέτρων τόνωσης της οικονομίας, καθώς και στην έμφασή του στη μείωση του κινδύνου του χρέους και σε άλλες πολιτικές που μπορεί να βελτιώσουν την μακροπρόθεσμη οικονομική υγεία της Κίνας, αλλά επίσης να ωθήσουν τις ξένες επιχειρήσεις να διαφοροποιήσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες τους από την Κίνα.
Η έκθεση επέμεινε στη σημασία της «υψηλής ποιότητας ανάπτυξης», ενός τίτλου που έχει δώσει ο Σι Τζινπίνγκ στην ανάγκη για επιδίωξη επώδυνων οικονομικών μεταρρυθμίσεων –όπως οι περιορισμοί στο χρέος του real estate και στις σπατάλες των τοπικών κυβερνήσεων- παρά την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της Κίνας και το συνακόλουθο χαμηλό ξένο επιχειρηματικό και επενδυτικό κλίμα.
Επιπλέον, τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας που περιγράφονται στην έκθεση ήταν μέτρια και ποσοτικά όμοια με αυτά του 2023. Η έκθεση ασχολήθηκε πολύ στα λόγια με την δέσμευση του Πεκίνου για οικονομική μεταρρύθμιση και άνοιγμα της οικονομίας, καθώς και με τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση ξένων επενδυτών, αλλά οι λεπτομέρειες για τις νέες πρωτοβουλίες και τις δεσμεύσεις του προϋπολογισμού προς αυτούς τους σκοπούς ήταν ελάχιστες.
Εν τω μεταξύ, ορισμένοι βασικοί οικονομικοί στόχοι (όπως ο στόχος για το ποσοστό αστικής ανεργίας) δεν φαίνονται φιλόδοξοι και δείχνουν εύκολα επιτεύξιμοι το 2024, ενώ άλλοι (όπως η αύξηση των τιμών καταναλωτή) ήταν αισιόδοξοι με βάση τις τρέχουσες τάσεις. Ωστόσο, οι στόχοι υποδείκνυαν τις προτεραιότητες του Πεκίνου, όπως η ενίσχυση της κατανάλωσης των νοικοκυριών και η εξασφάλιση βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης (δηλαδή όχι ανάπτυξη με μεγάλη έμφαση στο χρέος από την επέκταση του real estate).
Συνολικά, η πολιτική καθοδήγηση στην έκθεση υποδήλωνε ότι η μεγάλη επιρροή του προέδρου Σι στην οικονομική πολιτική θα συνεχιστεί, ιδίως η εστίασή του στη σταθερότητα έναντι της ταχείας ανάπτυξης, με τον πρωθυπουργό Λι Κιάνγκ να επικεντρώνεται στην εφαρμογή, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Λι Κιάνγκ, ο οποίος προσπάθησε να εξισορροπήσει την επιρροή των κορυφαίων πολιτικών ηγετών με τον τεχνοκρατικό ρεαλισμό και με το βλέμμα στις ανησυχίες των ξένων επιχειρήσεων.
Ως εκ τούτου, η πολιτική ατζέντα του Πεκίνου για το 2024 θα διαιωνίσει την αργή διάβρωση της εμπιστοσύνης των ξένων επιχειρήσεων στην Κίνα - δεδομένης της συνεχούς ιεράρχησης των εσωτερικών πολιτικών και οικονομικών στόχων του Πεκίνου έναντι των ανησυχιών των ξένων επιχειρήσεων - και θα οδηγήσει σε εταιρικές προσπάθειες για διαφοροποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας και μείωση του ρυθμιστικού κινδύνου στην κινεζική αγορά. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, εάν η ώθηση του Σι για σταθερή, υγιή ανάπτυξη επιτύχει, θα μπορούσε να βελτιώσει τις οικονομικές προοπτικές της Κίνας.
Τα μέτρα κυβερνητικής υποστήριξης περιλαμβάνουν κρατικά ομόλογα ύψους 1 τρισ. ρενμίνμπι (138 δισ. δολαρίων) για «εθνικές στρατηγικές» (πιθανότατα δαπάνες για υποδομές). Αποτελούν επανάληψη των ομολόγων ύψους 1 τρισ. ρενμίνμπι που εξέδωσε το Πεκίνο για τον σκοπό αυτό στα τέλη του 2023. Δίνονται επίσης λεπτομέρειες για φοροαπαλλαγές και μειώσεις χρεώσεων για τη μεταποίηση και για επιστημονικές και τεχνολογικές εργασίες, καθώς και μια δέσμευση να ανταποκριθεί το Πεκίνο στις «δικαιολογημένες απαιτήσεις χρηματοδότησης» για υγιή ανάπτυξη του κλάδου real estate.
Επιπλέον, τα μέτρα περιλαμβάνουν 3,9 τρισ. ρενμίνμπι (542 δισ. δολάρια) σε κατανομή ομολόγων ειδικού σκοπού σε τοπικές κυβερνήσεις, που συνήθως χρησιμοποιούνται για υποδομές –ποσό ελαφρώς αυξημένο σε σχέση με τα περυσινά 3,8 τρισ. ρενμίνμπι (528 δισ. δολάρια).
Στους βασικούς οικονομικούς στόχους περιλαμβάνονται επίσης ανάπτυξη του ΑΕΠ «γύρω στο 5%» (τα επίσημα στοιχεία του Πεκίνου δείχνουν πως ο ρυθμός ανάπτυξης το 2023 ήταν 5,2%), αστική ανεργία στο 5,5% (5,2% το 2023) και άνοδο του δείκτη τιμών καταναλωτή «γύρω στο 3%» (0,2% το 2023).
Η έκθεση δίνει επίσης προτεραιότητα στον περιορισμό των κινδύνων σε θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής πέραν των οικονομικών, που θα εμποδίσουν την προσπάθεια της Κίνας το 2024 να βελτιώσει τις εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ και θα περιορίσει περαιτέρω τις ροές κρίσιμων πληροφοριών για την κατανόηση των ενεργειών και των στόχων του Πεκίνου.
Στα μη οικονομικά ζητήματα, που κυμαίνονται από την ενέργεια μέχρι τον στρατό και τα πολιτικά, η έκθεση επικεντρώνεται επίσης στον περιορισμό των κινδύνων.
Στην έκθεση αναφέρεται στη σημασία της ασφάλειας των πόρων ενόψει των εξωτερικών γεωπολιτικών προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστώσεων για την αύξηση των αποδόσεων των τροφίμων, την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας με την υποστήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την επέκταση της στρατηγικής εξερεύνησης ορυκτών πόρων.
Αν και συζητήθηκε μόνο εν συντομία η εθνική ασφάλεια, η έκθεση έδειξε ότι προτεραιότητα της Κίνας παρέμεινε σαφώς η επέκταση της κρατικής ικανότητας να περιορίσει κάθε είδους κίνδυνο για την ασφάλεια, εν μέρει μέσω της επιστράτευσης της κοινωνίας των πολιτών.
Σχετικά με την Ταϊβάν, η έκθεση έδωσε έμφαση τόσο στην αντιπαράθεση όσο και στη συνεργασία, υποδηλώνοντας ότι η πολιτική στρατιωτικού καταναγκασμού του Πεκίνου προς την Ταϊπέι (π.χ. μέσω αεροπορικών επιδρομών και περιστασιακών στρατιωτικών ασκήσεων γύρω από την Ταϊβάν) θα συνεχιστεί, ακόμη και καθώς η Κίνα εμπλέκεται με τη νομοθετική αντιπολίτευση της Ταϊβάν σε οικονομικά θέματα, υποδαυλίζοντας τις ανησυχίες για την περιφερειακή ασφάλεια και την επέκταση των στρατιωτικών δυνατοτήτων μεταξύ των εταίρων των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
Η πολιτική
Όσον αφορά την πολιτική, η ρητορική της έκθεσης ήταν επίσης αποφασιστική: ενίσχυση του κεντρικού ηγετικού ρόλου του προέδρου Σι και επέκταση της εκπαίδευσης σχετικά με τις πολιτικές και τις εθνικιστικές θεωρίες του Σι σε πολιτικό, στρατιωτικό και κυβερνητικό επίπεδο. Συναφώς, η έκθεση προέτρεπε την ενίσχυση των πολιτικών δικτύων βάσης (πολιτών) και την κρατική καθοδήγηση της ιδιωτικής βιομηχανίας και των επενδύσεων. Μαζί, αυτοί οι δείκτες πόρων, ασφάλειας και πολιτικής υποδηλώνουν ότι η Κίνα θα παραμείνει επικεντρωμένη στις ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια το 2024, οι οποίες θα συνεχίσουν να έρχονται σε βάρος των διπλωματικών προσπαθειών για την επίλυση των οικονομικών διαφορών (π.χ. με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες).
Για τον σκοπό αυτό, η Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσει τα ρυθμιστικά της όπλα για να καταπολεμήσει τις αντιληπτές προσπάθειες της Δύσης να περιορίσει την ανάπτυξη της Κίνας και να υπονομεύσει το αυταρχικό πολιτικό της μοντέλο.
Εν τω μεταξύ, η εικόνα σε ότι αφορά τις ομάδες πολιτών, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την πολιτική αντιπολίτευση στην Κίνα θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, καθώς ο Σι θα παραγκωνίζει ή θα επιτίθεται σε όλες τις άμεσες και έμμεσες απειλές για την εξουσία και τις πολιτικές του προτιμήσεις (συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των συμμάχων του, όπως ο πρωθυπουργός Λι Κιανγκ), συσκοτίζοντας περαιτέρω την πρόσβαση και την πιστότητα των ροών πληροφοριών για ξένα πρόσωπα, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις που προσπαθούν να κατανοήσουν την Κίνα.
Η έκθεση επέβαλε μια «ολιστική προσέγγιση της εθνικής ασφάλειας», μια στροφή προς ένα «μοντέλο πρόληψης» της διακυβέρνησης της δημόσιας ασφάλειας, την «ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά την εθνική άμυνα» και την ενίσχυση της «αμοιβαίας υποστήριξης μεταξύ των πολιτικών τομέων και του στρατού και μεταξύ του στρατού και του λαού» σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης.
Ο κρατικός προϋπολογισμός έδειξε ότι οι δαπάνες για την εθνική άμυνα το 2024 θα αυξηθούν κατά 7,2% σε ετήσια βάση σε 1,67 τρις. ρενμίνμπι (232 δισ. δολάρια), με τον ίδιο ρυθμό αύξησης όπως το 2023.
Όσον αφορά την Ταϊβάν, η έκθεση προέτρεψε σε «αποφασιστική αντίθεση» στην ανεξαρτησία της Ταϊβάν και στην εξωτερική (ξένη) παρέμβαση, ενώ πίεζε για την ειρηνική ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των δυο πλευρών των στενών της Ταϊβάν και την «σταθερή προώθηση» της αποκήρυξης της Κίνας.