Η επιστροφή των ΗΠΑ σε ένα διαιρεμένο Κογκρέσο θα περιορίσει σημαντικά τις αντιδράσεις σε πιο πολιτικά φορτισμένα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η μετανάστευση και η κλιματική αλλαγή. Αλλά η επίπτωση της προσέγγισης της Ουάσιγκτον σε κρίσιμα ζητήματα –όπως ο περιορισμός της επιρροής της Κίνας και η παροχή βοήθειας στην Ουκρανία για να αποκρούσει τη ρωσική εισβολή- θα είναι πιο μέτρια.
Οι ενδιάμεσες εκλογές της 7ης Νοεμβρίου άφησαν τις ΗΠΑ με μια διαιρεμένη κυβέρνηση και Κογκρέσο, με το Δημοκρατικό Κόμμα να διατηρεί τον έλεγχο της Γερουσίας και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να αποκτά τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι τα πήγαν χειρότερα από τις προσδοκίες, το συνολικό αποτέλεσμα ήταν σε γενικές γραμμές αναμενόμενο, καθώς ένα τέτοιο μοιρασμένο αποτέλεσμα έχει γίνει σύνηθες τα τελευταία χρόνια μετά τις ενδιάμεσες εκλογές.
* Η νίκη της γερουσιαστή της Νεβάδα Catherine Cortez Masto (που επιβεβαιώθηκε μόλις στις 12 Νοεμβρίου) έχει δώσει στους Δημοκρατικούς τουλάχιστον 50-50 έλεγχο της Γερουσίας, όπου η αντιπρόεδρος Kamala Harris έχει διπλή ψήφο. Μένει να καταμετρηθεί μια ακόμα εκλογική αναμέτρηση στην Τζόρτζια, όπου θα πραγματοποιηθεί δεύτερος γύρος εκλογών στις 6 Δεκεμβρίου μεταξύ του νυν κατόχου της θέσεις, του Δημοκρατικού Raphael Warnock και του Ρεπουμπλικάνου διεκδικητή Herschel Walker.
* Στις 16 Νοεμβρίου οι Ρεπουμπλικάνοι κηρύχθηκαν νικητές στη Βουλή των Αντιπροσώπων, καθώς εξασφάλισαν 218 έδρες.
Τα εκλογικά αποτελέσματα επιβεβαίωσαν τη βαθιά εσωτερική πόλωση των ΗΠΑ, η οποία θα τραβήξει ακόμα περισσότερο προς το εσωτερικό την προσοχή της Ουάσινγκτον και θα περιορίσει την αποφασιστικότητά της στο εξωτερικό για τουλάχιστον τα επόμενα δυο χρόνια.
Οι εκλογές επαναβεβαίωσαν την μακροχρόνια τάση της πόλωσης στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα που υπάρχει όχι μόνον μεταξύ των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, αλλά επίσης μεταξύ των προοδευτικών και των μετριοπαθών Δημοκρατικών και μεταξύ του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του υπόλοιπου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Αυτή η αυξανόμενη πόλωση (και αυξανόμενη πολιτική βία που σχετίζεται με αυτήν) θα συνεχίσουν να αναγκάζουν την αμερικανική κυβέρνηση να επικεντρώνει την προσοχή της στο εσωτερικό, κάτι που θα περιορίσει την εξωτερική πολιτική της χώρας. Κατ’ αρχάς, η λεπτή ισορροπία εξουσίας μεταξύ των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων θα αναγκάσει τόσο τον Λευκό Οίκο, όσο και το Κογκρέσο να λάβουν υπ’ όψιν την επίπτωση των αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής στο εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον.
Η βαθιά πόλωση σε ένα διαιρεμένο Κογκρέσο σημαίνει επίσης πως τα περισσότερα μεγάλα νομοθετήματα δεν θα μπορέσουν να περάσουν. Από τη δεκαετία του 1990 όπου το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ελέγχει τη Βουλή των Αντιπροσώπων, σε μεγάλο βαθμό τηρεί τον λεγόμενο Κανόνα Hastert, την ανεπίσημη αρχή πως ο Πρόεδρος της Βουλής δεν φέρνει προς ψήφιση κάποιο νομοσχέδιο αν δεν το υποστηρίζει η πλειοψηφία του κόμματος του.
Οι Ρεπουμπλικάνοι πιθανόν θα χρησιμοποιήσουν και πάλι αυτόν τον ανεπίσημο κανόνα μόλις ξαναπάρουν τον έλεγχο της Βουλής τον Ιανουάριο. Αυτό θα εμποδίσει την ικανότητα των Δημοκρατικών να περάσουν νόμους με μια μικρή ομάδα Ρεπουμπλικάνων, παρά το ότι οι τελευταίοι έχουν πλειοψηφία λίγων μόνο εδρών στη Βουλή. Η μονομερής εκτελεστική δράση σε άλλους τομείς (όπως η κλιματική αλλαγή) θα αντιμετωπίσει τον εξονυχιστικό έλεγχο του Κογκρέσου, καθώς και περισσότερες νομικές αμφισβητήσεις.
Επιπτώσεις στην πολιτική
Στο υψηλό επίπεδο στρατηγικής, αυτή η εσωστρέφεια της αμερικανικής κυβέρνησης θα δώσει σε άλλες χώρες περισσότερο περιθώριο διεθνώς να διαμορφώσουν την παγκόσμια πολιτική –συμπεριλαμβανομένων αντιπάλων των ΗΠΑ όπως το Ιράν, η Κίνα και η Ρωσία, καθώς και συμμάχων των ΗΠΑ όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία. Αλλά σε πιο λεπτά ζητήματα, το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών των ΗΠΑ θα έχει επίσης συγκεκριμένες επιπτώσεις σε αρκετούς βασικούς γεωπολιτικούς τομείς:
Ουκρανία: Το απερχόμενο Κογκρέσο πιθανότατα θα εγκρίνει ένα μεγάλο πακέτο βοήθειας για την Ουκρανία για το 2023. Αλλά μόλις αναλάβουν τον έλεγχο της Βουλής τον Ιανουάριο, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν υποσχεθεί να αυξήσουν την έρευνα επί της υποστήριξης που παρέχει ο πρόεδρος Μπάιντεν στην Ουκρανία μέσω της εξουσίας που έχουν για κλήτευση μαρτύρων και τη νομοθεσία για τον προϋπολογισμό, με τον μελλοντικό εκπρόσωπο των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή Κέβιν Μακάρθι να αφήνει να εννοηθεί τον Οκτώβριο πως το κόμμα του δεν θα δώσει «λευκή επιταγή στην Ουκρανία» ενώ οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν οικονομική επιβράδυνση.
Αλλά ενώ οι απαιτήσεις του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για περισσότερες συγκαταθέσεις (όπως περισσότερη χρηματοδότηση για την ασφάλεια των συνόρων) πιθανότατα θα επιβραδύνει τη διαδικασία έγκρισης για επιπλέον βοήθεια, ωστόσο τελικά οι Ρεπουμπλικάνοι παραμένουν διχασμένοι για το θέμα –κάτι που σημαίνει πως τέτοιου είδους βοήθεια πιθανότατα θα εγκριθεί, ακόμα και αν τα ποσά της είναι μικρότερα. Έτσι, οι ακροάσεις στη Βουλή και ο αυξημένος έλεγχος της πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν για την Ουκρανία πιθανότατα δεν θα έχουν και πολλές πραγματικές επιπτώσεις άμεσα.
Κλιματική αλλαγή: Οι πολιτικές που σχετίζονται με το κλίμα και την ενέργεια είναι από τα πιο διχαστικά ζητήματα στην πολιτική των ΗΠΑ αυτή τη στιγμή. Σε πολιτειακό επίπεδο, οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν επικρίνει τον αυξανόμενο ρόλο που παίζουν οι περιβαλλοντικές, κοινωνικές εκτιμήσεις και εκτιμήσεις εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) στις επενδυτικές στρατηγικές των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων, των τραπεζών και άλλων ιδρυμάτων.
Έχοντας τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πιθανό να ξεκινήσουν έρευνες και ανακρίσεις σχετικά με διάφορες δεσμεύσεις για την κλιματική αλλαγή και τους στόχους μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Θα χρησιμοποιήσουν επίσης ακροάσεις στο Κογκρέσο για να ασκήσουν πίεση στις χρηματοπιστωτικές εταιρείες να μειώσουν ή να εξηγήσουν τις επενδυτικές στρατηγικές που σχετίζονται με το ESG.
Επιπλέον, είναι πιθανό να αυξήσουν τον έλεγχο στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) και σε άλλες ρυθμιστικές αρχές που επιβάλλουν περισσότερους κανόνες και κανονισμούς γύρω από την κλιματική αλλαγή και τις γνωστοποιήσεις των στόχων για τις εκπομπές ρύπων. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, οι προσπάθειες αυτές θα μπορούσαν να αμαυρώσουν τη φήμη ορισμένων εταιρειών στα μάτια των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων και θα διευρύνουν το μεγαλύτερο ιδεολογικό χάσμα μεταξύ των Αμερικανών που πιστεύουν ότι οι εμπιστευτικές ευθύνες περιλαμβάνουν εκτιμήσεις για την ESG σε σχέση με εκείνους που δεν το πιστεύουν. Τελικά, ωστόσο, ο έλεγχος της Βουλής των Αντιπροσώπων από μόνος του δεν θα δώσει στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σημαντική δύναμη για να αλλάξει πραγματικά την πολιτική των ΗΠΑ σε θέματα που σχετίζονται με το κλίμα και την ενέργεια κατά τα επόμενα δύο χρόνια.
Μετανάστευση: Η επιδείνωση της ανθρωπιστικής κρίσης στη γειτονική Αϊτή - μαζί με την πρόσφατη εισροή μεταναστών προς βορρά που αναφέρθηκε στην περιοχή Ντάριεν Γκαπ μεταξύ Κολομβίας και Παναμά (όπου τον Οκτώβριο σημειώθηκε ρεκόρ 150.000 μεταναστών) - δείχνει ότι το 2023 θα είναι άλλη μια χρονιά σημαντικής μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ.
Οι Ρεπουμπλικάνοι νομοθέτες έκαναν μεγάλη εκστρατεία για τον περιορισμό της μετανάστευσης από την Κεντρική Αμερική, κάτι που θα παραμείνει το κύριο μέλημά τους κατά την επόμενη νομοθετική περίοδο. Όταν το νέο Κογκρέσο αναλάβει τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο, ο Μακάρθι δήλωσε ότι το πρώτο νομοσχέδιο που θα καταθέσουν οι Ρεπουμπλικάνοι θα είναι αυτό για την ασφάλεια των συνόρων. Το νομοσχέδιο αυτό πιθανότατα θα περιλαμβάνει πολλές από τις ίδιες προτάσεις που έκαναν οι Ρεπουμπλικάνοι κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, όπως η αύξηση της χρηματοδότησης για το τείχος στα σύνορα και τις συνοριακές περιπολίες.
Δεδομένου του τρόπου με τον οποίο το θέμα έχει απήχηση στους ψηφοφόρους τους, οι Ρεπουμπλικάνοι μπορεί να απειλήσουν να «μπει λουκέτο» στην κυβέρνηση των ΗΠΑ για τη χρηματοδότηση ή να συνδέσουν τα ζητήματα της ασφάλειας των συνόρων με τα νομοσχέδια πιστώσεων και την ετήσια υποχρεωτική πράξη έγκρισης της εθνικής άμυνας. Οι Ρεπουμπλικάνοι μπορεί επίσης να απαιτήσουν πρόσθετη χρηματοδότηση για τον έλεγχο των συνόρων με αντάλλαγμα την υποστήριξη των δημοσιονομικών αποφάσεων των Δημοκρατικών και άλλων προτάσεων πολιτικής.
Όμως, ενώ η μετανάστευση θα αναδειχθεί σε μείζον πολιτικό ζήτημα στο Καπιτώλιο, θα έχει μικρή επίδραση στην πραγματική κατάσταση στα σύνορα των ΗΠΑ, επειδή οι θεμελιώδεις παράγοντες που αναγκάζουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις χώρες καταγωγής τους στη Λατινική Αμερική (δηλαδή η πολιτική καταστολή, η οικονομική αβεβαιότητα και η εκτεταμένη βία) παραμένουν άλυτοι. Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών, αυτό θα μπορούσε να δει τους αξιωματούχους στην Αριζόνα και το Τέξας (τις δύο πολιτείες υπό ρεπουμπλικανική ηγεσία που συνορεύουν με το Μεξικό) να παίρνουν όλο και περισσότερο την κατάσταση στα χέρια τους για να περιορίσουν τις μεταναστευτικές ροές. Περισσότερα περιστατικά όπως αυτό που παρατηρήθηκε νωρίτερα φέτος στο Τέξας -όπου ο κυβερνήτης Γκρεγκ Άμποτ έκλεισε ορισμένα συνοριακά περάσματα για να ασκήσει πίεση στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση- θα μπορούσαν, με τη σειρά τους, να προκαλέσουν περισσότερες καθυστερήσεις και διακοπές στη διακίνηση αγαθών από το Μεξικό προς την υπόλοιπη Βόρεια Αμερική.
Κίνα: Ευρύτερα μιλώντας, και τα δυο μεγάλα πολιτικά κόμματα των ΗΠΑ υποστηρίζουν την τήρηση σκληρής γραμμής έναντι της Κίνας και τον περαιτέρω περιορισμό της ανάπτυξης του τεχνολογικού κλάδου της ασιατικής χώρας. Αυτός είναι ένας από τους ελάχιστους τομείς όπου μπορεί να υπάρξουν παραγωγικές δικομματικές διαπραγματεύσεις, με τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς να συμφωνούν να επιβάλλουν περισσότερους περιορισμούς στον τεχνολογικό κάδο της Κίνας και δυνητικά ακόμα και έναν νέο μηχανισμό για την εξέταση εξωτερικών επενδύσεων στον τεχνολογικό κλάδο της Κίνας. Οποιαδήποτε τέτοια νομοθεσία περάσει από μια Βουλή που θα ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους, ωστόσο, μπορεί έχει πιο περιορισμένο αντικείμενο ή να έχει ορισμένες εξαιρέσεις προκειμένου να προστατευθούν τα αμερικανικά επιχειρηματικά συμφέροντα, δεδομένου ότι οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν γενικότερα πάρει θέσεις που ευθυγραμμίζονται πιο στενά με αυτές των μεγάλων επιχειρήσεων.
Η πίεση του Μπάιντεν για μείωση της οικονομικής εξάρτησης των ΗΠΑ από την Κίνα, μέσω της ενίσχυσης της δημόσιας χρηματοδότησης για τις εγχώριες κατασκευές είναι επίσης λιγότερο πιθανό να εξασφαλίσει την δικομματική υποστήριξη. Πολλοι δημοσιονομικά συντηρητικοί Ρεπουμπλικάνοι έχουν επικρίνει την Πράξη Μείωσης του Πληθωρισμού του Μπάιντεν και την Πράξη CHIPS and Science λέγοντας πως αποτελεί παράδειγμα των «μεγάλων κυβερνητικών» δαπανών στις οποίες αυτοί αντιτίθενται, αφού και τα δυο νομοσχέδια περιλαμβάνουν οικονομική στήριξη δισεκατομμυρίων δολαρίων για τον κλάδο των ημιαγωγών και άλλους κλάδους.
Βενεζουέλα και Κούβα: Η σαρωτική νίκη του κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ντεΣάντις ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ. Ο ντεΣάντις κέρδισε με σχεδόν 20 μονάδες διαφορά και έγινε ο πρώτος Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης που κέρδισε την κομητεία Μαιάμι-Ντέιντ εδώ και δύο δεκαετίες - αποκαλύπτοντας ότι η Φλόριντα είναι πλέον μια πιο καθαρά ρεπουμπλικανική πολιτεία απ' ό,τι ήταν τα τελευταία χρόνια.
Οι πολιτικές των ΗΠΑ έναντι της Κούβας και της Βενεζουέλας αποτελούν μείζονα πολιτικά ζητήματα στη Φλόριντα - ιδίως στην κομητεία Μαϊάμι-Ντέιντ, η οποία έχει μεγάλο πληθυσμό Κουβανών και Αμερικανών της Βενεζουέλας που συχνά υποστηρίζουν σκληρές πολιτικές κατά της Αβάνας και του Καράκας. Οι Δημοκρατικοί μπορεί, με τη σειρά τους, να αποφασίσουν ότι η προσέλκυση των ψηφοφόρων της Κούβας και της Βενεζουέλας - οι οποίοι υποστήριξαν σε συντριπτικό ποσοστό τους Ρεπουμπλικανούς στην τελευταία αναμέτρηση - είναι χαμένη υπόθεση.
Στη Βενεζουέλα, η κυβέρνηση Μπάιντεν προσφέρει περιορισμένη ελάφρυνση των κυρώσεων με αντάλλαγμα την επανάληψη των διαπραγματεύσεων του καθεστώτος του προέδρου Νικολάς Μαδούρο με την πολιτική αντιπολίτευση. Αλλά χωρίς την πίεση της ανάγκης να κατευνάσει τους ψηφοφόρους της Φλόριντα, ο Λευκός Οίκος μπορεί να δεχθεί ασθενέστερες παραχωρήσεις στις συνομιλίες για να διατηρήσει την ελάφρυνση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαλάρωση των αμερικανικών κυρώσεων στον πετρελαϊκό τομέα της Βενεζουέλας. Και όσον αφορά την Κούβα, η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορεί επίσης να κάνει περισσότερα βήματα προς την εξομάλυνση, όπως η χαλάρωση των ταξιδιωτικών περιορισμών και η αφαίρεση της Κούβας από τον κατάλογο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με τους κρατικούς χορηγούς της τρομοκρατίας.
Ιράν: Οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής των Αντιπροσώπων πιθανότατα θα απαιτήσουν να χορηγηθεί στο Κογκρέσο η εξουσία να εξετάζει ή και να ψηφίζει επί οποιασδήποτε συμφωνίας προκύψει από τις πυρηνικές διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ιράν, εάν αυτές επαναληφθούν. Αν και αυτό θα περιπλέξει τις διαπραγματεύσεις, οι ΗΠΑ και το Ιράν φαίνεται απίθανο να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σύντομα - ιδίως εν μέσω της βίαιης καταστολής από την Τεχεράνη των συνεχιζόμενων διαμαρτυριών για τα δικαιώματα των γυναικών και της αυξανόμενης στρατιωτικής υποστήριξης των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, γεγονός που πιθανόν να οδηγήσει τις ΗΠΑ στην επιβολή περισσότερων κυρώσεων στο Ιράν βραχυπρόθεσμα.
Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί νομοθέτες μπορεί να συνεργαστούν για να διαμορφώσουν αυτές τις νέες κυρώσεις, αλλά τα γεράκια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος σε ό,τι αφορά το Ιράν πιθανότατα θα προσπαθήσουν επίσης να προσθέσουν όρους που θα καταστήσουν πιο δύσκολη μια μελλοντική συμφωνία για την αναστολή των κυρώσεων με αντάλλαγμα πυρηνικές παραχωρήσεις.
Big Tech: Με τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, οι Ρεπουμπλικάνοι θα πραγματοποιήσουν μια σειρά ακροάσεων σχετικά με τον τομέα της τεχνολογίας και την αντιλαμβανόμενη προκατάληψη των εταιρειών μέσων κοινωνικής δικτύωσης έναντι των συντηρητικών ιδεολογιών. Αλλά αυτό είναι απίθανο να οδηγήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις σχετικά με τη ρύθμιση του τεχνολογικού τομέα και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι όσο και οι Δημοκρατικοί έχουν συμφέρον να περιορίσουν τη δύναμη αυτών των εταιρειών, αλλά έχουν πολύ διαφορετικές απόψεις για το πώς θα το κάνουν. Οι πρώτοι ανησυχούν περισσότερο για την καταστολή των συντηρητικών φωνών, ενώ οι δεύτεροι ανησυχούν περισσότερο για την αυξανόμενη κυριαρχία στην αγορά εταιρειών όπως η Amazon, η Apple και η Google.