Κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου, ο κόσμος θα συνεχίσει να νοιώθει την επίπτωση του πολέμου στην Ουκρανία, του υψηλού πληθωρισμού, των ενεργειακών ελλείψεων, των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα και της αποδυναμούμενης -αλλά παρούσας ακόμα- πανδημίας Covid-19.
Ακόμα και αν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Μόσχας και του Κιέβου σημειώσουν πρόοδο, η Δύση θα διατηρήσει τις περισσότερες κυρώσεις της κατά της Ρωσίας, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα μια παρατεταμένη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα.
Εν τω μεταξύ, οι υψηλές τιμές ενέργειας θα επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως, επηρεάζοντας αρνητικά τα κόστη διαβίωσης των νοικοκυριών και τα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων. Ο πληθωρισμός τροφίμων και ενέργειας θα είναι ιδιαίτερα προβληματικός επειδή θα κρατήσει σε υψηλό επίπεδο τον κίνδυνο κοινωνικών αναταραχών, ιδιαίτερα στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες όπου οι κυβερνήσεις έχουν λιγότερο δημοσιονομικό περιθώριο να μετριάσουν τις επιπτώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες θα δυσκολευτούν να βρουν ισορροπία μεταξύ της καταπολέμησης του πληθωρισμού και της ενθάρρυνσης της ανάπτυξης καθώς θα αναζητούν τη χωστή ταχύτητα για να σταματήσουν σταδιακά τις επεκτατικές νομισματικές τους πολιτικές.
Εν τω μεταξύ, μεγάλο μέρος του κόσμου θα συνεχίσει τη μετάβαση σε μια στρατηγική «διαβίωσης με την Covid» που θα βάζει σε προτεραιότητα την οικονομική ανάπτυξη έναντι των μέτρων τήρησης κοινωνικών αποστάσεων. Οι περισσότερες χώρες θα συνεχίσουν να χαλαρώνουν, και σε πολλές περιπτώσεις να αίρουν τελείως, τα μέτρα lockdown καθώς προσπαθούν να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα. Αλλά η διαδικασία θα είναι ιδιαίτερα αργή στην Κίνα, όπου οι αρχές είναι πιθανό να συνεχίσουν να τηρούν επιφυλακτική στάση για ένα γρήγορο «άνοιγμα». Επιπλέον, η απειλή νέων και πιο μεταδοτικών μεταλλάξεων του ιού δεν έχει φύγει, κάτι που σημαίνει πως ορισμένες περιοχές ή χώρες μπορεί να επαναφέρουν μέτρα τήρησης αποστάσεων για σύντομες περιόδους.
Συνέχιση της πολιτικής και οικονομικής απομόνωσης της Ρωσίας
Η εισβολή στην Ουκρανία θα οδηγήσει σε μια αυξανόμενη οικονομική και πολιτική απομόνωση της Ρωσίας από τον υπόλοιπο κόσμο, ιδιαίτερα καθώς θα αυξάνεται ο αριθμός των θυμάτων. Ακόμα και αν οι διαπραγματεύσεις οδηγήσουν σε εκεχειρία, οι σημαντικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα διατηρηθούν για παρατεταμένη περίοδο και η έξοδος δυτικών εταιρειών από τη Ρωσία θα συνεχιστεί.
Οι εταιρείες που φεύγουν από τη Ρωσία είναι απίθανο να αντιστρέψουν την απόφασή τους βραχυμεσοπρόθεσμα. Οι χώρες του ΝΑΤΟ θα διατηρήσουν ένα υψηλό επίπεδο στρατιωτικής βοήθειας για την Ουκρανία, αλλά θα αποφύγουν τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άμεση εμπλοκή τους στη σύρραξη, όπως η εφαρμογή ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στην Ουκρανία. Αυτό πιθανότατα θα αποτρέψει το ενδεχόμενο ο πόλεμος στην Ουκρανία να εξαπλωθεί και σε άλλα σημεία του κόσμου.
Καθώς η ρωσική επίθεση προχωράει και τα θύματα αυξάνονται, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και τα μέλη του ΝΑΤΟ θα κλιμακώσουν τις κυρώσεις τους κατά της Ρωσίας, αλλά οι διαφορές στην εξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου θα συνεχίσουν να διχάζουν την ΕΕ και τη Δύση ως προς την εφαρμογή γενικευμένων κυρώσεων που στόχο θα έχουν τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η Κίνα θα διατηρήσει τη ρητορική στήριξη της Ρωσίας και πολλές κινεζικές εταιρείες θα διατηρήσουν τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία, όμως οι μεγάλες τράπεζες και οι εθνικοί πρωταθλητές της Κίνας είναι απίθανο να παραβιάσουν τις κυρώσεις της Δύσης και των ΗΠΑ, προκειμένου να αποφύγουν την οικονομική ζημιά. Ωστόσο, η Μόσχα θα θεωρήσει τις κινεζικές εταιρείες ως εναλλακτική των δυτικών επενδυτών και οι κινεζικές εταιρείες θα μπορούσαν να επεκτείνουν την παρουσία τους στη Ρωσία και να πάρουν τον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων ή να συμμετέχουν σε projects που θα αφήσουν πίσω τους οι δυτικές εταιρείες.
Οι υψηλές τιμές των εμπορευμάτων προστίθενται στα παγκόσμια πληθωριστικά προβλήματα
Η σύρραξη στην Ουκρανία θα προκαλέσει οικονομικά εμπόδια το δεύτερο τρίμηνο, πρωτίστως λόγω του πληθωρισμού των τιμών τροφίμων, λιπασμάτων και ενέργειας, υπονομεύοντας περαιτέρω τις παγκόσμιες οικονομικές ανακάμψεις και πλήττοντας περισσότερο τους φτωχούς.
Παρά το ότι οι κυρώσεις της Δύσης εξαιρούν σε μεγάλο βαθμό την ενέργεια και τα αγροτικά προϊόντα της Ρωσίας, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα διατηρήσει υψηλά τις τιμές τροφίμων και ενέργειας κατά τη διάρκεια του τριμήνου καθώς οι μεγάλες δυτικές χώρες θα στρέφουν την πλάτη στις αγορές ρωσικού αργού πετρελαίου και η Ρωσία θα περιορίζει τις εξαγωγές ορισμένων πρώτων υλών, όπως τα λιπάσματα.
Η τιμή του Brent θα μπορούσε να παραμείνει πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του τριμήνου. Οι υψηλές τιμές των εμπορευμάτων θα πιέσουν ακόμα περισσότερο την Τράπεζα της Αγγλίας και την Federal Reserve να συνεχίσουν τις αυξήσεις επιτοκίων για να μειώσουν τον πληθωρισμό, αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πιθανόν θα καθυστερήσει μια τέτοια απόφαση μέχρι αργότερα φέτος λόγω της ισχνής οικονομικής ανάπτυξης της ευρωζώνης.
Οι αυξανόμενες τιμές των βασικών ειδών θα αναγκάσουν πολλές κυβερνήσεις να απαντήσουν με φοροαπαλλαγές ή προγράμματα κοινωνικών δαπανών –με τίμημα διαβρωτικά βαθιά δημοσιονομικά ελλείμματα- προκειμένου να αντισταθμίσουν την οικονομική πίεση που βιώνουν τα φτωχότερα τμήματα των κοινωνιών τους, διαφορετικά θα έρθουν αντιμέτωπες με διαδηλώσεις.
Ενώ ορισμένες δυτικές κυβερνήσεις αντέχουν οικονομικά τέτοια προγράμματα, οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες οι κυβερνήσεις των οποίων έχουν σημαντικό χρέος σε αμερικανικό δολάριο θα αντιμετωπίσουν περισσότερη δυσκολία στην επέκταση των προγραμμάτων κοινωνικών δαπανών καθώς πλήττονται από την σύσφιξη της αμερικανικής νομισματικής πολιτικής που ενισχύει το αμερικανικό δολάριο, αλλά και από τις υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων. Για τις χώρες που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές δυσκολίες όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Γκάνα και η Αιθιοπία, οι δυο δυνάμεις θα επιδεινώσουν την κατάστασή τους, και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαδηλώσεις και περαιτέρω κρίσεις χρέους.
Μια μακροχρόνια σύρραξη στην Ουκρανία φέρνει περισσότερους κυβερνοκινδύνους στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική
Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα διατηρήσει επίσης σε υψηλό επίπεδο τους κυβερνοκινδύνους στην Ευρώπη, καθώς κρατικοί και μη κρατικοί παράγοντες θα πραγματοποιούν κυβερνοεπιθέσεις που θα συνδέονται με τον πόλεμο και θα πραγματοποιούν εκστρατείες πληροφοριακού πολέμου. Ομάδες hacking που συνδέονται με τη Ρωσία θα χρησιμοποιούν κακόβουλο λογισμικό data-wiping και κρυπτογράφησης δεδομένων στις επιθέσεις τους εναντίον ουκρανικών οργανισμών, διατηρώντας υψηλά τον κίνδυνο το κακόβουλο λογισμικό να επηρεάσει μηχανές δυτικών οργανισμών που συνεργάζονται στενά με ουκρανούς ετέρους τους.
Καθώς η σύρραξη στην Ουκρανία παρατείνεται και οι δυτικές κυρώσεις εξακολουθούν να ισχύουν, θα αυξηθεί ο κίνδυνος ομάδων hacking που συνδέονται με τη Ρωσία να στοχεύουν απευθείας αμερικανικούς και δυτικούς οργανισμούς για αντίποινα στις κυρώσεις. Η σύρραξη στην Ουκρανία θολώνει επίσης τη γραμμή μεταξύ των ρωσικών κρατικών παραγόντων και των εγκληματιών του κυβερνοχώρου. Οι εθνικιστικές ρωσικές συμμορίες ransomware θα μπορούσαν να στοχοποιήσουν πιο ξεκάθαρα δυτικούς οργανισμούς και χειριστές κρίσιμων υποδομών σε επιθέσεις, είτε σε συντονισμό με τη ρωσική κυβέρνηση είτε για τα δικά τους ιδεολογικά κίνητρα.
Οι δυτικές χώρες υιοθετούν γρήγορα στρατηγικές για «ζωή με την Covid»
Καθώς ο αριθμός των κρουσμάτων και των νοσηλειών από την «Όμικρον» συνεχίζει να μειώνεται στις περισσότερες χώρες, οι κυβερνήσεις επιταχύνουν τις στρατηγικές τους της «ζωής με την Covid», κάτι που θα προσφέρει κάποια ανακούφιση στους τομείς των υπηρεσιών τους και θα μπορούσε να μειώσει ορισμένες διακοπές της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Στην ετήσια πρόβλεψή του το Stratfor ανέφερε ότι οι περισσότερες χώρες θα υιοθετούσαν φέτος μια τέτοια στρατηγική και η ταχεία άνοδος και παρακμή της «Όμικρον» στη Δύση θα επιταχύνει αυτή τη διαδικασία. Οι περισσότερες δυτικές χώρες καταργούν τους περιορισμούς της πανδημίας και είναι πιθανό να αφήσουν τα πράγματα έτσι, εκτός και αν υπάρξει μια νέα παραλλαγή που εξαπλώνεται εξίσου γρήγορα - αν όχι ταχύτερα - από το «Όμικρον» και αυτό είναι πιο επικίνδυνο.
Δεδομένων των πιο επιθετικών στρατηγικών τους, οι χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν περισσότερες προκλήσεις όσον αφορά την υιοθέτηση μιας στρατηγικής για τη ζωή με την Covid-19. Ακόμα κι αν η Κίνα κάνει βήματα προς τη χαλάρωση της στρατηγικής της για μηδενική Covid-19, η χώρα θα αντιμετωπίσει τοπικά κρούσματα που θα δυσκολευτεί να περιορίσει, οδηγώντας ενδεχομένως σε επιστροφή στα lockdown.