Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τι αποκαλύπτει ο ”δείκτης χρεοκοπίας” της Εθνικής

Δείκτη Εκτίμησης της Πιθανότητας Χρεοκοπίας υπολόγισε για τις ελληνικές εταιρίες η Εθνική Τράπεζα, εν όψει των επικειμένων εκδόσεων εταιρικών ομολόγων. Ποια είναι η χρηματοοικονομική ευρωστία των ελληνικών επιχειρήσεων την τελευταία 6ετία συγκριτικά με την ευρωζώνη, αλλά και τι συμβαίνει με τα αποτελέσματα των τραπεζών.

Τι αποκαλύπτει ο ”δείκτης χρεοκοπίας” της Εθνικής
Τα αποτελέσματα οικονομετρικής ανάλυσης με στόχο την αξιολόγηση των εκδόσεων εταιρικών ομολόγων περιέχονται μεταξύ άλλων στο Δελτίο Aνάλυσης της Ελληνικής Οικονομίας και των Αγορών της Εθνικής Tράπεζας για το Νοέμβριο.

Συγκεκριμένα, επιχειρείται η πρόβλεψη του περιθωρίου απόδοσης εταιρικών ομολόγων (corporate spread) από τα αντίστοιχα ομόλογα του δημοσίου με βάση ένα δείκτη εκτίμησης της πιθανότητας χρεοκοπίας, τόσο για το σύνολο των εισηγμένων επιχειρήσεων όσο και για εννέα επιμέρους κλάδους.

Για τον υπολογισμό αυτού του περιθωρίου απόδοσης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων παραγόντων, οι προσδοκίες της αγοράς αναφορικά με την εξέλιξη των θεμελιωδών μεγεθών των εταιριών.

Το ύψος του εταιρικού περιθωρίου απόδοσης, αναφέρει η μελέτη, είναι συνάρτηση της χρηματοοικονομικής θέσης (ειδικά του βαθμού ”χρηματοοικονομικής μόχλευσης”), της αναμενόμενης κερδοφορίας της επιχείρησης, καθώς και του βαθμού αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει την αξία των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης.

Υψηλότερη μεταβλητότητα της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης αυξάνει την επισφάλεια της επένδυσης και συνεπάγεται αύξηση του ασφαλίστρου κινδύνου που απαιτείται από τους επενδυτές για να τοποθετηθούν σε εταιρικά χρεόγραφα της επιχείρησης.

Προκειμένου να διαμορφωθεί μια βάση αξιολόγησης των επικειμένων εκδόσεων εταιρικών ομολόγων υπολογίστηκε ένας Δείκτης Εκτίμησης της Πιθανότητας Χρεοκοπίας (ΔΕΠΧ) για το σύνολο των εισηγμένων επιχειρήσεων στο ΧΑΑ, καθώς και για εννέα βασικούς κλάδους.

Σύμφωνα με αυτό το δείκτη, οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες των εταιρειών επιδεινώθηκαν σημαντικά τόσο στην ελληνική αγορά όσο και στην ευρωζώνη από τις αρχές του 2001, αντανακλώντας την πτωτική πορεία των μετοχών και τον αυξημένο βαθμό αβεβαιότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές (ειδικότερα, η μεταβλητότητα βρισκόταν στα μέσα Οκτωβρίου στο 25% σε σχέση με ένα μέσο όρο 21% τον τελευταίο ενάμισυ χρόνο).

Παρόλα αυτά η χρηματοοικονομική ευρωστία των ελληνικών επιχειρήσεων, όπως αποτιμάται από το συγκεκριμένο δείκτη είναι σημαντικά καλύτερη από αυτή των επιχειρήσεων της ευρωζώνης καθ΄όλη την τελευταία εξαετία, ως αποτέλεσμα κυρίως του χαμηλότερου βαθμού ”χρηματοοικονομικής μόχλευσης” των ελληνικών επιχειρήσεων.

Συγκεκριμένα, ο λόγος του συνόλου των μακροπροθέσμων υποχρεώσεων προς τη χρηματιστηριακή αξία για την ελληνική αγορά βρίσκεται στο 17, ενώ ο αντίστοιχος λόγος για την ευρωζώνη είναι 56.

Μεταξύ των διαφόρων εταιρικών κλάδων υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις, με τον κλάδο των τσιμέντων και των τροφίμων και ποτών να έχουν την πλέον υγιή χρηματοοικονομική διάρθρωση, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα δείκτη.

Χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα αποτίμησης εταιρικών ομολόγων της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης και δεδομένου του ΔΕΠΧ, εκτιμάται το δυνητικό περιθώριο απόδοσης εταιρικών ομολόγων (δηλαδή η διαφορά απόδοσης των εταιρικών από τα δεκαετή κρατικά ομόλογα) για το μέσο όρο της ελληνικής αγοράς και για τους βασικούς επιμέρους κλάδους της.

Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο ΔΕΠΧ για την Ελλάδα υποδηλώνει χαμηλότερη πιθανότητα χρεοκοπίας και δεδομένου ότι η απόδοση των ελληνικών κρατικών ομολόγων είναι υψηλότερη περίπου κατά 27 μονάδες βάσης από τα αντίστοιχα 10ετή γερμανικά ομόλογα, συνεπάγεται για τις ελληνικές επιχειρήσεις ένα μέσο εταιρικό περιθώριο υψηλότερο περίπου κατά 15 μονάδες βάσης σε σύγκριση με το μέσο περιθώριο εταιρικών ομολόγων της ευρωζώνης με αξιολόγηση ΒΒΒ.

Στη μελέτη αναλύονται και τα αποτελέσματα που δημοσίευσαν οι ελληνικές τράπεζες για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2002. Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, ο ρυθμός μείωσης των κερδών έχει επιβραδυνθεί σε σύγκριση με τα αποτελέσματα του εξαμήνου, αν και η σημαντική μείωση των εσόδων από προμήθειες και χρηματοοικονομικές πράξεις συνεχίζει να ασκεί έντονα αρνητική επίδραση στην κερδοφορία τους.

Οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν σχετικά καλύτερη εικόνα από το μέσο όρο της ευρωζώνης εάν απομονωθεί η επίδραση των αποτελεσμάτων χρηματοοικονομικών πράξεων (μείωση κερδοφορίας κατά 11,6% σε σύγκριση με μείωση 33,8% στην ευρωζώνη), δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς και η ζήτηση δανείων από τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι ιδιαίτερα υψηλή.

Επισημαίνεται ότι τα οργανικά έσοδα αναπτύσσονται με υγιείς ρυθμούς καθώς τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξάνονται με 9,45% στο εννεάμηνο σε σύγκριση με μια μείωση 0,4% για την ευρωζώνη.

Όμως ο ρυθμός μεταβολής του καθαρού εισοδήματος από τόκους για τα 5 μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι χαμηλότερος σε σχέση με το ρυθμό ανόδου των δανείων τους, καθόσον το καθαρό περιθώριο κέρδους έχει περιοριστεί σε σύγκριση με το 2001, λόγω της μείωσης των αποδόσεων των πολυετών ομολόγων και του αυξημένου ανταγωνισμού στον κλάδο.

Δεδομένου ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης της λιανικής τραπεζικής, αναφέρει η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, και ενόψει της βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος ως συνέπεια της ανάκαμψης της διεθνούς οικονομίας, οι προοπτικές για τον τραπεζικό κλάδο, ειδικά τον ελληνικό, είναι θετικές.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v