Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

SB: Eρευνα για την αγορά Φαρμάκων - Καλλυντικών

Με ρυθμούς ανάπτυξης 8,5% η αγορά φαρμάκων και 7,5% η αγορά των καλλυντικών, αποδεικνύουν ότι η στασιμότητα δεν έχει αγγίξει τους κλάδους, ενώ αντίθετα διαφαίνονται περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης, όπως επισημαίνεται στην έρευνα της Stat Bank για τον κλάδο.

SB: Eρευνα για την αγορά Φαρμάκων - Καλλυντικών
Εικόνα που δεν θυμίζει σχεδόν σε τίποτα την στασιμότητα που κατέγραψε η πλειονότητα των κλάδων του εμπορίου και της βιομηχανίας παρουσιάζει η αγορά φαρμάκων και καλλυντικών που συνεχίζει να αυξάνει σε μέγεθος και –παρά τον έντονο ανταγωνισμό- να προσφέρει υψηλότερα κέρδη στις επιχειρήσεις.

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από έρευνα της εταιρίας Stat Bank για τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων τόσο από το χώρο της βιομηχανίας όσο και απ’ αυτόν του εμπορίου.

Τόσο η αγορά των φαρμάκων όσο και εκείνη των καλλυντικών και των προϊόντων ατομικής υγιεινής παρουσιάζουν ρυθμό ανάπτυξης κατά 8,5% και 7,5% αντίστοιχα, ενώ εκτιμάται ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης.

Ο λόγος είναι ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών εκείνων που η κατανάλωση καλλυντικών είναι ακόμα μικρότερη του μέσου όρου. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση στη χώρα μας υπολογίζεται σε λιανικές τιμές στα 71 ευρώ τον χρόνο ενώ ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. είναι 96 ευρώ.

Προϋποθέσεις περαιτέρω ενδυνάμωσης υπάρχουν και στο χώρο των φαρμάκων λόγο της εξέλιξης στον επιστημονικό τομέα και της δημιουργίας νέων φαρμάκων σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού.

Ο κλάδος των καλλυντικών στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι συνεισφέρει στην Eθνική Oικονομία συνολικά 690 εκατ. ευρώ και θεωρείται ένας από τους πλέον υγιείς της ελληνικής οικονομίας. Την τελευταία δεκαετία σημειώνει μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 15%.



Το 2002 επηρεάσθηκε από την γενικότερη οικονομική δυσπραγία, η οποία όμως δεν οδήγησε σε μείωση της αγοράς, αλλά κάμψη του ρυθμού ανόδου της, ο οποίος είναι της τάξης του 7-8%. Στις επιμέρους κατηγορίες καλύτερη ήταν η πορεία των προϊόντων σώματος (όπως αφρόλουτρα, σαμπουάν, αποσμητικά) τα οποία σημείωσαν άνοδο μεταξύ 10% και 15%, ενώ αντίθετα οι πωλήσεις σε προϊόντα μακιγιάζ και αρώματα αυξήθηκαν οριακά.

Οι κατηγορίες

Τα προϊόντα περιποίησης μαλλιών καταλαμβάνουν μερίδιο της τάξης του 37% της συνολικής εγχώριας αγοράς καλλυντικών και ακολουθούν τα προϊόντα περιποίησης δέρματος με μερίδιο συμμετοχής 39%, τα αρωματικά με 13% και τα προϊόντα μακιγιάζ με 11%.

Έντονη εποχικότητα χαρακτηρίζει τα αντιηλιακά, καθώς το σύνολο σχεδόν των πωλήσεων πραγματοποιείται τους θερινούς μήνες του έτους και κυρίως μέσω του καναλιού της ευρείας διανομής.

Η εν λόγω αγορά ακολούθησε ανοδική πορεία την τελευταία πενταετία εμφανίζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξεως του 16%, ενώ και το 2002 ο ρυθμός αυτός διατηρήθηκε. Μάλιστα παρατηρήθηκε μικρή αύξηση στα εγχωρίως παραγώμενα προϊόντα, τα οποία όμως ακόμα υπολείπονται πολύ έναντι των εισαγώμενων. Tα αντιηλιακά με τη μορφή γαλακτώματος καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς (55-60%), ενώ ακολουθούν εκείνα με τη μορφή λαδιού (20%), τα spray και οι κρέμες.

Η ελληνική αγορά των σαπουνιών καλλωπισμού καλύπτεται κυρίως από εισαγόμενα προϊόντα, η διείσδυση των οποίων ανέρχεται σε 80% Τα σαπούνια στερεής μορφής απορρόφησαν το 60% της εγχώριας αγοράς, ενώ τα κρεμοσάπουνα κατέλαβαν το 40%. Τέσσερις επιχειρήσεις ελέγχουν το 75-80% της εν λόγω αγοράς.

Το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων καλλυντικών πραγματοποιείται μέσω του δικτύου της ευρείας διανομής. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται το κανάλι της επιλεκτικής διανομής, ενώ σε χαμηλότερα επίπεδα κυμαίνονται οι πωλήσεις μέσω των φαρμακείων, των κομμωτηρίων, της κατευθυνόμενης πώλησης (Door to Door) και των ινστιτούτων αισθητικής.

Επιχειρήσεις Δίκτυα

Ο κλάδος των καλλυντικών θεωρείται από τους πλέον ανταγωνιστικούς στο χώρο των καταναλωτικών προϊόντων. Ελέγχεται ουσιαστικά από μικρό αριθμό επιχειρήσεων μεγάλου μεγέθους, αρκετές εκ των οποίων αποτελούν θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων. Οι πρώτες έξι μεγαλύτερες εταιρίες ελέγχουν περίπου το 40% της αγοράς.

Τα τελευταία χρόνια ο ανταγωνισμός έχει περάσει και στο ”ράφι” δηλ. τα δίκτυα διανομής, που μοιράζονται τζίρο 850 εκατ. ευρώ. Μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών υπάρχει έντονος ανταγωνισμός σε επίπεδο τιμών και προσφορών, που αυξήθηκε περαιτέρω μετά την είσοδο και των μεγάλων σούπερ μάρκετ στην αγορά.



Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Kαλλυντικών, το δίκτυο ευρείας διανομής καλύπτει ποσοστό 41% των συνολικών πωλήσεων ενώ τα άλλα δίκτυα διανομής, όπως των φαρμακείων, των κομμωτηρίων και το κανάλι διανομής των προϊόντων door to door, είναι της τάξης του 6%.

Το δίκτυο της επιλεκτικής διανομής, δηλαδή τα καταστήματα καλλυντικών, καλύπτουν περί το 37% των συνολικών πωλήσεων καλλυντικών.

Σε επίπεδο λιανικής πώλησης κυρίαρχες παραμένουν οι αλυσίδες καταστημάτων Hondos Center και Beauty Shop. Σύμφωνα με εκτιμήσεις οι δύο αυτές αλυσίδες από κοινού κατέχουν μερίδιο αγοράς που φθάνει έως και το 80%. Aκολουθεί η αλυσίδα Yβόννη Stores με μικρότερο ποσοστό, καθώς και η Gallerie de Beaute. που περιλαμβάνει μικρά καταστήματα της γειτονιάς ανά την Eλλάδα.

Αγορά φαρμάκων

Αποτελεί πλέον γεγονός ότι η αντίστροφη μέτρηση που ξεκίνησε για τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες το τέλος της δεκαετίας του ’80 έχει οδηγήσει στο περιορισμό της συμμετοχής τους στο σύνολο της αγοράς φαρμάκων. Τη θέση τους στην αυξανόμενη αυτή αγορά έχουν πάρει εισαγωγικές εταιρίες οι οποίες έχουν παράλληλα κατορθώσει να ελέγχουν μέσω της δημιουργίας σύγχρονων φαρμακαποθηκών ένα μεγάλο δίκτυο φαρμακείων και κέντρων υγείας.

Όπως τονίζεται σε έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) το μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς φαρμάκων από το 1995 και μετά καταλαμβάνουν τα εισαγόμενα φάρμακα τα οποία είχαν μερίδιο της τάξης του 18,3% το 1987 και σήμερα αποτελούν περίπου το 57% της συνολικής αγοράς. Η συνολική φαρμακευτική δαπάνη εκτιμάται ότι το 2002 θα φτάσει τα 2 δισ. ευρώ με τα δημόσια νοσοκομεία να ξοδεύουν 440 εκατ. ευρώ.

Η αυξημένη κατανάλωση φαρμάκων αποδίδεται στους εξής παράγοντες: τη γήρανση του πληθυσμού και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου που επιτρέπει καλύτερη φαρμακευτική περίθαλψη. Η κατανάλωση επηρεάζεται επίσης από την εμφάνιση νέων ασθενειών, τις τιμές των φαρμάκων και την ανάπτυξη νέων θεραπειών.

Η αγορά

Στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, παρατηρείται την τελευταία εικοσαετία αυξητική τάση στην κατανάλωση φαρμάκων, με τη χώρα μας να μην αποτελεί εξαίρεση. Ως μέρος των συνολικών δαπανών υγείας η φαρμακευτική δαπάνη αντιπροσωπεύει κατά μέσο όρο το 15,4%.

Το μερίδιο που αναλογεί στο ΑΕΠ έχει σχεδόν αυξηθεί κατά 50% από το 1970, γεγονός που σημαίνει αύξηση των φαρμακευτικών δαπανών κάθε χρόνο 1,5% υψηλότερη από το ΑΕΠ. Όπως προέκυψε από την ανάλυση των στοιχείων, η Ελλάδα δαπάνησε για φάρμακα το 1998 ποσοστό 15,6% επί του συνόλου των δαπανών υγείας (1,3% του ΑΕΠ), γεγονός που την κατατάσσει στο μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.

Στην αγορά φαρμάκων κυριαρχούν οι μεγάλοι: η τετράδα των ισχυρότερων φαρμακευτικών εταιρειών ελέγχει περίπου το 25% της αγοράς, ενώ στις ιδιωτικές φαρμακαποθήκες το 21%.

Οι φαρμακευτικές εταιρείες διανέμουν τα φάρμακα στα φαρμακεία και στα δημόσια νοσοκομεία, είτε απευθείας είτε μέσω των φαρμακαποθηκών. Οι φαρμακαποθήκες εξάγουν και σημαντικές ποσότητες φαρμάκων στο εξωτερικό.

Στην Ελλάδα αναλογούν κατά μέσο όρο 1.143 κάτοικοι ανά φαρμακείο, η μεγαλύτερη αναλογία στην Ε.Ε. Όμως, η εικόνα είναι εντελώς αντίστροφη αν εξεταστεί η αναλογία φαρμακοποιών ανά φαρμακείων. Στην Ελλάδα είναι ένα προς ένα, σε αντίθεση με άλλες χώρες που είναι πολύ μεγαλύτερη όπως π.χ. στην Ολλανδία (13 φαρμακοποιοί ανά φαρμακείο).

Επίσης, η Ελλάδα εμφανίζει τη μικρότερη μέση επιφάνεια φαρμακείου στην Ε.Ε., 47 τ.μ. με τη μεγαλύτερη αυτή της Δανίας (470 τ.μ.).

Ανακατατάξεις παρουσιάζει ο κλάδος των φαρμακαποθηκών. Η τάση για στενότερες συνεργασίες μεταξύ των φαρμακείων εκτιμάται ότι θα επηρεάσει άμεσα τον κλάδο χονδρικής πώλησης φαρμάκων. Προβλέπεται να αρχίσει κύκλος συγχωνεύσεων και εξαγορών μικρότερων εταιρειών που θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενδυνάμωση των μεγάλων της αγοράς.

Τα μεγαλύτερα μερίδια αγοράς στο χώρο των ιδιωτικών φαρμακαποθηκών κατέχουν οι Lavipharm Alliance Sante, Στρουμσας, Μαρινόπουλος, Alfa Pharm, Φαρμαλούξ, Aττική Φαρμακαποθήκη, Φαρμακατ, GemiDi.Farm, Ενφαρελ και Παπανικολόπουλος, ενώ σημαντικό μερίδιο κατέχουν και οι συνεταιρισμοί φαρμακείων στις διάφορες περιοχές της χώρας.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v