Το Χονγκ Κονγκ φτάνει στο σημείο χωρίς επιστροφή

Γιατί είναι δύσκολο να γεφυρωθεί το χάσμα που χωρίζει κυβέρνηση και διαδηλωτές. Οι φόβοι για βίαιη καταστολή και οι κινήσεις του Πεκίνου ώστε να βρει εναλλακτικές «λύσεις» για το χρηματοπιστωτικό του σύστημα.

Το Χονγκ Κονγκ φτάνει στο σημείο χωρίς επιστροφή

Η ανακοίνωση από την Carrie Lam, επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ, ότι θα αποσύρει πλήρως τον αμφιλεγόμενο νόμο για τις εκδόσεις πωλητών στην Κίνα, ο οποίος αποτέλεσε την αφορμή για να ξεκινήσουν οι ταραχές στη χώρα, σηματοδοτεί μια στροφή για την πολιτική της.

Αποτελεί τμήμα ενός σχεδίου δράσης τεσσάρων σημείων, που περιλαμβάνει ακόμα μια ανεξάρτητη έρευνα για τους λόγους που προκάλεσαν τις διαδηλώσεις, καθώς και μεγαλύτερη λογοδοσία στους πολίτες.

Ωστόσο η πρόταση της Lam να «στηρίξει πλήρως» μια έρευνα για τη συμπεριφορά της αστυνομίας από το ανεξάρτητο συμβούλιο παραπόνων της ίδιας της αστυνομίας δεν καλύπτει ένα από τα βασικά αιτήματα των διαδηλωτών για ανεξάρτητη έρευνα. Επιπλέον το πακέτο δεν αντιμετωπίζει άλλες βασικές απαιτήσεις των διαδηλωτών, όπως η αμνηστία όσων συνελήφθησαν, η αναίρεση του ορισμού που έδωσε σε όσους κατέβηκαν στους δρόμους ως «εξεγερμένων» και η εφαρμογή της καθολικής ψήφου, ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο πολιτικά θέμα.

Εν τέλει, η πρόταση της κυβέρνησης έρχεται πολύ αργά και είναι πολύ λίγη. Ακόμα και αν η πόλη καταφέρει να ξεφύγει από την περαιτέρω κλιμάκωση και την βιαιότερη καταστολή, η μακροχρόνια κρίση έχει αφήσει βαθιές πληγές στο Χονγκ Κονγκ και αύξησε τις ρωγμές με την Κίνα, κάνοντας πιθανές περαιτέρω εκρήξεις και θέτοντας σε κίνδυνο την θέση του ως ο πλέον διακεκριμένος χρηματοπιστωτικός κόμβος.

Οι συναινέσεις

Ο νόμος για τις εκδόσεις ήταν το λιγότερο ευαίσθητο θέμα από τις απαιτήσεις των διαδηλωτών, κάτι που σημαίνει ότι η Lam θα μπορούσε να κατευνάσει τους περισσότερο μετριοπαθείς διαδηλωτές αν είχε προχωρήσει σε αυτή την κίνηση νωρίτερα. Η επακόλουθη, όμως, κλιμάκωση μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας, καθώς και το ότι η κυβέρνηση επέδειξε απρέπεια στον χειρισμό της κατάστασης έχει ανατρέψει τα δεδομένα, καθιστώντας μια πιθανή διευθέτηση πολύ δυσκολότερη υπόθεση.

Το γεγονός ότι η κυβέρνηση αρνήθηκε να συναινέσει στο αίτημα για ανεξάρτητη έρευνα, αίτημα που έχει ευρύτερη αποδοχή των πολιτών, υπό το φόβο ότι θα έπληττε το ηθικό της αστυνομίας, σημαίνει ότι οι προσπάθειες της είναι απίθανο να πείσουν πολλούς μέσα στο κίνημα, πόσο μάλλον τους πιο ριζοσπαστικούς.

Πράγματι, η απόφαση δέχτηκε ισχυρή κριτική από κάποιους φοιτητές διαδηλωτές, οι οποίοι την περιέγραψαν ως «προπέτασμα καπνού». Εν τω μεταξύ, η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτών και των αρχών σε κάποιες περιοχές ανέδειξε την σαθρή φύση της ειρήνης στην πόλη.

Σε κάθε περίπτωση η απόφαση θα έχει κάποια κατευναστική επιρροή, δεδομένου ότι οι περισσότερο ριζοσπάστες διαδηλωτές θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες προκλήσεις στο να διατηρήσουν τη στήριξή τους από τον ευρύτερο πληθυσμό, καθώς οι τακτικές τους (όπως το να σταματήσουν τη λειτουργία του αεροδρομίου) διαταράσσουν τη λειτουργία της πόλης. Αν πρόκειται να επιστρέψει κάποια ηρεμία, πάντως, η κυβέρνηση θα πρέπει να επιταχύνει τις προσπάθειές της να κερδίσει εμπιστοσύνη και να καταθέσει μεταρρυθμιστικές προτάσεις οι οποίες θα ενθαρρύνουν κάποιους διαδηλωτές να εγκαταλείψουν τους δρόμους.

Τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, πολλοί διαδηλωτές μπορεί να αισθανθούν υποχρεωμένοι ή ακόμα και να εμψυχωθούν να εντείνουν την πίεση στην κυβέρνηση για να ικανοποιήσει το σύνολο των αιτημάτων τους. Με δεδομένο, όμως, το πόσο καιρό χρειάστηκε η Lam να κάνει ακόμα και μικρές παραχωρήσεις, οι πιθανότητες να προσφέρει περισσότερες συναινέσεις είναι λίγες, γεγονός που κάνει πιθανή την περαιτέρω κλιμάκωση το επόμενο διάστημα και ειδικά σήμερα στην Εθνική Γιορτή της 1ης Οκτωβρίου.

Τα βαθύτερα αίτια

Ακόμα και αν οι κινήσεις που έκανε η κυβέρνηση κόψουν αέρα από τα πανιά των διαδηλωτών και επαναφέρουν κάποια ηρεμία στην πόλη, εκμηδενίζοντας παράλληλα την προοπτική σκληρότερης καταστολής ή παρέμβασης του Πεκίνου, οι αρχές δεν μπορούν πλέον εύκολα να αντιμετωπίσουν τις βαθύτερες πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές αδικίες που έφεραν στην επιφάνεια οι διαδηλωτές.

Εξ αυτών η κορυφαία είναι η αυστηρή πολιτική της Κίνας απέναντι στο Χονγκ Κονγκ. Καθώς το Πεκίνο επιδιώκει να ενσωματώσει την περιοχή με οικονομικά και πολιτισμικά μέσα, διαβρώνοντας την τοπική αυτονομία, πολλοί κάτοικοι της πόλης φοβούνται ότι η κυβέρνησή τους θα εγκαταλείψει το πλαίσιο «μια χώρα, δυο συστήματα» πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία του 2047, μεταμορφώνοντας το Χονγκ Κονγκ σε μια ακόμα πόλη της Κίνας.

Το Πεκίνο, ωστόσο, έχει συμφέρον να διατηρήσει το ειδικό οικονομικό και χρηματοπιστωτικό στάτους της πόλης που αποτελεί κρίσιμο συνδετικό κρίκο για τον υπόλοιπο κόσμο. Σχεδόν 2/3 των ξένων επενδύσεων που κινούνται από και προς την Κίνα περνούν από το Χονγκ Κονγκ. Στην πραγματικότητα η σημασία της πόλης ως κέντρου επανεξαγωγής υπό ειδικό καθεστώς σε ότι αφορά τους δασμούς έχει αναμφισβήτητα αυξηθεί εξαιτίας της εμπορικής διαμάχης Κίνας-ΗΠΑ. Η πόλη φιλοξενεί το 70% των αρχικών δημόσιων εγγραφών εταιρειών της ενδοχώρας, το 60% των υπερπόντιων ομολόγων και είναι βασική θεματοφύλακας των offshore γουάν (σήμερα διακρατεί τα 2/3 όλων των offshore γουάν).

Καθώς, όμως, η αναλογία της πόλης στο συνολικό ΑΕΠ της Κίνας μειώνεται και Πεκίνο, Σαγκάη αλλά και η γειτονική Σενζέν έχουν ξεκινήσει να επισκιάζουν οικονομικά το Χονγκ Κόνγκ, η κεντρική κυβέρνηση μοιάζει περισσότερο πρόθυμη να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο στην πόλη πριν από την λήξη της 50ετους περιόδου μετάβαση που ολοκληρώνεται το 2047.

Επιπλέον των αυξανόμενων φόβων για τις προθέσεις του Πεκίνου, η επιθετική επιρροή που ασκεί η κεντρική κυβέρνηση έχει επίσης προκαλέσει τον ανταγωνισμό των πολιτών με τους νεοαφιχθέντες από την Κίνα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι τελευταίοι απειλούν τις βασικές αξίες της πόλης και συμβάλλουν στις αυξανόμενες τιμές ακινήτων και την διευρυνόμενη ανισότητα. Αυτοί οι παράγοντες έχουν τονώσει την αίσθηση του επείγοντος του κινήματος των ντόπιων, μιας ανόμοιας ομάδας, κυρίως νέων, που μεγάλωσαν με πολύ μικρότερη «σύνδεση» με την Κίνα και προσπαθούν να υπερασπιστούν τη δημοκρατία και την ελευθερία στην πόλη με κάθε κόστος.

Μόνιμη έλλειψη λύσεων;

Για να τεθεί απλά, οι δημοκρατικοί στόχοι του χωρίς ηγεσία κινήματος στο Χονγκ Κονγκ απειλεί τον έλεγχο που ασκεί το Πεκίνο στην περιοχή, αφήνοντας λίγο χώρο για συμβιβασμό και αποκλιμάκωση, εκτός από την σταδιακή κάμψη των διαδηλώσεων ή μια συντριπτική κυβερνητική καταστολή. Η υφιστάμενη αναταραχή σχεδόν αναπόφευκτα θα σκληρύνει τις θέσεις της κεντρικής κυβέρνησης απέναντι στην πόλη, δεδομένων και των ανησυχιών για πιθανούς δεσμούς των διαδηλωτών με εξωτερικές δυνάμεις.

Για παράδειγμα, ο Xu Luying, εκπρόσωπος της τοπικής κυβέρνησης έκανε έκκληση για την επανακατάθεση ενός νομοσχεδίου που θα οδηγεί σε εφαρμογή του στάνταρντ προγράμματος σπουδών της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ. Την ίδια στιγμή πληροφορίες αναδύονται για αύξηση των αρμοδιοτήτων του επικεφαλής της πόλης.

Δεν προκαλεί εντύπωση ότι τέτοιες κινήσεις που αποβλέπουν να τεθεί η περιοχή υπό πιο στενό έλεγχο από το Πεκίνο θα αναζωπυρώσουν τις κινητοποιήσεις ανεξάρτητα από το εάν θα μεσολαβήσει μια περίοδος ηρεμίας.

Οποιο και αν είναι το αποτέλεσμα της παρούσας κρίσης, πιθανότατα το Χονγκ Κονγκ θα αλλάξει σημαντικά. Ακόμα και πριν την κρίση η πόλη υπέφερε εξαιτίας της επιβραδυνόμενης οικονομίας και του εμπορικού πολέμου. Από τότε που ξεκίνησαν οι αναταραχές η πόλη βιώνει τεράστια πτώση στον σημαντικό για την οικονομία της τουρισμό και στον τομέα των υπηρεσιών (αμφότεροι αντιστοιχούν περίπου στο 90% του ΑΕΠ). Μια σκληρή καταστολή θα πλήξει την πόλη ακόμα περισσότερο.

Ταυτόχρονα η θέση της ως κορυφαίου χρηματοπιστωτικού κέντρο, εν μέρει τουλάχιστον, στηρίζεται στην πολιτική ουδετερότητα. Καθώς όμως βαθαίνει η πολιτική και ιδεολογική πόλωση, μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να πληγεί το επιχειρηματικό περιβάλλον. Επιπρόσθετα, το περιβάλλον που θα προκύψει από μια τέτοια πόλωση θα οδηγήσει αναπόφευκτα το Πεκίνο στο να αυξήσει τη στήριξη σε άλλες πόλεις της ενδοχώρας, όπως η Σανγκάη και η εμπορική ζώνη της Σονζέν, ώστε να αντισταθμίσει την «αναξιοπιστία» του Χονγκ Κόνγκ, ακόμα και αν το τελευταίο παραμείνει για το ορατό μέλλον ένας κρίσιμος κρίκος. 

Η πόλη ανέκαμψε μετά από τις -σχετικά ήπιες- ταραχές του 2014 και διατήρησε την σημασία της εντός του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πέντε χρόνια μετά, όμως και με τη συσσώρευση περισσότερων παράπονων, πέραν των κινήσεων των αρχών τους τελευταίους μήνες, η πόλωση στο Χονγκ Κόνγκ ίσως έχει μεγαλώσει πάρα πολύ ώστε να διατηρήσει την ακμή της ως ένα από τα σημαντικότερα χρηματοπιστωτικά κέντρα της Ασίας.

Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα βλάψει προφανώς το Χονγκ Κονγκ, αλλά και το Πεκίνο.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v