Τα τελευταία τρία χρόνια, οι Βρετανοί πολιτικοί έχουν δοκιμάσει διάφορες στρατηγικές για να πραγματοποιήσουν το Brexit: διενήργησαν πρόωρες εκλογές, διαπραγματεύτηκαν μια μη δημοφιλή συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, πραγματοποίησαν ψηφοφορίες στη Βουλή για διάφορες επιλογές εξόδου και ζήτησαν από τις Βρυξέλλες παράταση της προθεσμίας. Όλες αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν.
Τώρα το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα διόρισε νέο πρωθυπουργό της Βρετανίας τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος υποσχέθηκε να βγάλει το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις 31 Οκτωβρίου ό,τι και να γίνει. Οι πιθανότητες για ένα «σκληρό» Brexit έχουν αυξηθεί τώρα που ο Τζόνσον ηγείται του Ηνωμένου Βασιλείου, ωστόσο το ενδεχόμενο εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ χωρίς συμφωνία μπορεί ακόμα να αποτραπεί εάν οι πολιτικοί είναι πρόθυμοι να εξετάσουν ορισμένες ριζοσπαστικές επιλογές.
O Μπόρις Τζόνσον, πρωθυπουργός: Και τώρα τι;
Ασχέτως της επιθετικής ρητορικής του, ο Τζόνσον θα συνεχίσει να προσπαθεί να διαπραγματευτεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση μια συμφωνία εξόδου. Το πρόβλημα είναι πως θα ζητήσει να φύγει από την τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά απαιτώντας ταυτόχρονα ένα νέο σχέδιο για να παραμείνουν ανοικτά τα σύνορα μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας (σύμφωνα με τον Τζόνσον, το υφιστάμενο σχέδιο, το επωνομαζόμενο Ιρλανδικό backstop, θα πρέπει να απορριφθεί διότι θα μπορούσε να παγιδεύσει το Ηνωμένο Βασίλειο σε μια τελωνειακή ένωση με την ΕΕ επ’ αόριστον).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αντιταχθεί σε πλήρη επαναδιαπραγμάτευση της υφιστάμενης συμφωνίας εξόδου. Παρά τους εσωτερικούς διχασμούς σε κάθε σχεδόν σημαντικό ζήτημα πολιτικής, το μπλοκ έδειξε αξιοσημείωτη συνέπεια σε ό,τι αφορά το Ιρλανδικό ζήτημα. Αυτό σημαίνει πως ο Τζόνσον δεν θα πάρει καμία σύμφωνα που να είναι σημαντικά διαφορετική σε σχέση με αυτήν που πήρε πέρυσι η προκάτοχός του, Τερέζα Μέι. Η Βουλή των Κοινοτήτων απέρριψε εκείνη τη συμφωνία σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις.
Το ερώτημα είναι, τι θα συμβεί στη συνέχεια. Αν και ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου έχει αλλάξει, ωστόσο η σύνθεση του Κοινοβουλίου παραμένει ίδια και η πλειοψηφία των βουλευτών αντιτίθενται σε μια έξοδο χωρίς συμφωνία. Στο τέλος, όμως, οι διαπραγματεύσεις για το Brexit διενεργούνται από τον πρωθυπουργό και την ομάδα του –όχι από τους βουλευτές. Αυτό σημαίνει πως αν το Λονδίνο δεν καταλήξει σε συμφωνία με τις Βρυξέλλες μέχρι τις 31 Οκτωβρίου -είτε επειδή η κυβέρνηση αρνείται να διαπραγματευτεί ή διότι οι διαπραγματεύσεις δεν αποφέρουν κάποια συμφωνία- τότε το αποτέλεσμα θα είναι ένα «σκληρό» Brexit.
Ο εκτελεστικός βραχίονας έχει μια ακόμα επιλογή: να αποσύρει το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτρέποντας συνεπώς το Brexit. Όμως αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι πιθανό, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των Συντηρητικών ψηφοφόρων και βουλευτών θέλουν να φύγουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμα και αν διαφωνούν ως προς το πώς θα πρέπει να γίνει αυτό.
Εξετάζοντας τις ακραίες επιλογές: Η πρόταση μομφής
Αν η Βουλή των Κοινοτήτων έρθει αντιμέτωπη με ένα σενάριο εξόδου χωρίς συμφωνία, μόνο ένα πράγμα μπορεί να κάνει για να προσπαθήσει να το σταματήσει: να προκαλέσει κατάθεση πρότασης μομφής κατά του Τζόνσον, κάτι που θα απαιτούσε μια συμμαχία μεταξύ της αντιπολίτευσης και ορισμένων μελών του Συντηρητικού Κόμματος. Οι Tories εκείνοι που θα κινηθούν παρασκηνιακά κατά του ηγέτη τους για να προκαλέσουν την πτώση του, πιθανότατα θα αποβάλλονταν από το κόμμα.
Δεδομένου ότι η Βρετανική κυβέρνηση ελέγχει μια πλειοψηφία μόλις τεσσάρων εδρών στη Βουλή των Κοινοτήτων (που θα μπορούσε να μειωθεί σε τρεις μετά από τις αναπληρωματικές εκλογές του Αυγούστου), αυτό το σενάριο δεν είναι απίθανο. Όμως μια επιτυχημένη πρόταση μομφής θα απαιτούσε επίσης ισχυρή πειθαρχία των μελών της αντιπολίτευσης στη Βουλή, μια προοπτική που δεν είναι καθόλου βέβαιη δεδομένου ότι ορισμένοι βουλευτές του Εργατικού Κόμματος αντιπροσωπεύουν συνιστώσες που στηρίζουν την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο χρονισμός μιας ψηφοφορίας επί της πρότασης μομφής θα ήταν κρίσιμης σημασίας διότι οι Συντηρητικοί βουλευτές που αντιπαθούν τον Τζόνσον είναι απίθανο να ψηφίσουν εναντίον του αν θεωρούν πως εξακολουθεί να υπάρχει χρόνος για να επιτευχθεί συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ουσιαστικά, μια ανταρσία των Tories κατά του Τζόνσον θα πετύχαινε μόνο αν οι βουλευτές πίστευαν πως είναι ο μόνος δυνατός τρόπος ώστε να αποτραπεί μια έξοδος χωρίς συμφωνία. Άρα, οι Εργατικοί θα πρέπει να υπολογίσουν προσεκτικά τη σωστή στιγμή για να κάνουν την κίνησή τους. Μια ψήφος δυσπιστίας πολύ νωρίς θα μπορούσε να γυρίσει «μπούμερανγκ», ενισχύοντας τη θέση του Τζόνσον. Μια ψήφος δυσπιστίας πολύ αργά μπορεί να μην δώσει σε Λονδίνο και Βρυξέλλες αρκετό χρόνο για να καταλήξουν σε συμφωνία για μια ακόμα καθυστέρηση του Brexit.
Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων ανατρέψει τον Τζόνσον, οι βουλευτές θα έχουν 14 ημέρες να διορίσουν νέο πρωθυπουργό και να αποφύγουν πρόωρες γενικές εκλογές. Το πιθανότερο αποτέλεσμα αυτού του σεναρίου είναι οι πρόωρες εκλογές διότι οι αντάρτες Συντηρητικοί βουλευτές που θα ψηφίσουν κατά του Τζόνσον είναι απίθανο να στηρίξουν τον ηγέτη των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν ως επόμενο πρωθυπουργό. Υπό αυτές τις συνθήκες, η υπηρεσιακή κυβέρνηση δεν θα έχει και πολλές επιλογές πέραν του να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερο χρόνο.
Εξετάζοντας τις ακραίες επιλογές: Η αναστολή λειτουργίας της Βουλής
Ο Τζόνσον έχει μια δική του ακραία επιλογή: θα μπορούσε να προσπαθήσει να αναστείλει τη λειτουργία της Βουλής. Ο στόχος θα ήταν να αφήσει τον χρόνο να κυλίσει μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Οκτωβρίου, αποτρέποντας παράλληλα τη Βουλή των Κοινοτήτων να προκαλέσει την υποβολή πρότασης μομφής εναντίον του. Όμως, στις 18 Ιουλίου η Βουλή των Κοινοτήτων ενέκρινε πρόταση στο πλαίσιο της οποίας θα πραγματοποιηθούν συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου τον Οκτώβριο ακόμα και αν έχει ανασταλεί η λειτουργία του νομοθετικού σώματος.
Η προληπτική κίνηση καθιστά δυσκολότερη για τον Τζόνσον την παράκαμψη των βουλευτών και αποτελεί προειδοποίηση για τον νέο πρωθυπουργό πως η Βουλή των Κοινοτήτων δεν θα πέσει αμαχητί. Σημειώνεται πως την πρόταση στήριξαν 17 βουλευτές των Συντηρητικών· πρόκειται για μια υπενθύμιση πως ο Τζόνσον δεν ελέγχει απόλυτα το κόμμα του και δίνει μια «πρόγευση» του πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια ανταρσία εναντίον του.
Πολιτικοί και αναλυτές έχουν αφήσει να εννοηθεί πως η Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ θα πρέπει να απορρίψει τον Τζόνσον αν ζητήσει να ανασταλεί η λειτουργία της Βουλής. Όμως ένας λόγος για τον οποίον έχει επιβιώσει η Βρετανική μοναρχία τις τελευταίες δεκαετίες, είναι η επιλογή της να μην παρεμβαίνει στις κυβερνητικές πολιτικές. Οποιαδήποτε προσπάθεια από την Βασίλισσα να μπλοκάρει μια εκτελεστική απόφαση θα οδηγούσε σε συνταγματική κρίση, και εάν κληθεί να επιλέξει μεταξύ της συνέχισης της μοναρχίας ή της αποτροπής της κυβέρνησης να κάνει μια κίνηση που μπορεί να είναι παράνομη ή όχι, η βασίλισσα πιθανότατα θα επιλέξει το πρώτο. Μια πιο προσεκτική πορεία δράσης θα ήταν η Βασίλισσα να καθυστερήσει την έγκρισή της τόσο ώστε το Κοινοβούλιο να προκαλέσει μια ψήφο δυσπιστίας κατά του Τζόνσον.
Πέραν των νομικών περιπλοκών, ο Τζόνσον μπορεί να έχει και προσωπικούς λόγους να μην ανατείλει τη λειτουργία της Βουλής: όταν συνεδριάσει εκ νέου μετά την αναστολή λειτουργίας της, η Βουλή θα μπορούσε να προχωρήσει σε ψήφο δυσπιστίας και οι εξοργισμένοι βουλευτές πιθανότατα θα ανέτρεπαν έναν ηγέτη που τους απέκλεισε στην πιο σημαντική στιγμή της πρόσφατης Βρετανικής ιστορίας. Αν στόχος του Τζόνσον είναι να κρατηθεί στην εξουσία, τότε η αναστολή λειτουργίας της Βουλής δεν είναι καλή ιδέα.
Οι όχι και τόσο ακραίες επιλογές
Μη μπορώντας να παρακάμψει το Κοινοβούλιο και έχοντας να αντιμετωπίσει βουλευτές που αντιτίθενται σε ένα «σκληρό» Brexit, ο Τζόνσον θα μπορούσε να προσπαθήσει να ξαναπροωθήσει την υφιστάμενη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να χρησιμοποιήσει τις διάσημες ικανότητές του στις δημόσιες σχέσεις για να την παρουσιάσει ως κάτι καινούριο. Αυτό θα ήταν δυνατόν να γίνει διότι οι συζητήσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι χωρισμένες σε δύο μέρη: στους όρους για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και στους όρους των μελλοντικών πολιτικών και οικονομικών δεσμών Βρετανίας-ΕΕ.
Πολλοί βουλευτές των Tories πίστευαν πως η Μέι ήταν υπερβολικά μαλθακή με την Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν εμπιστεύθηκαν τις υποσχέσεις της ότι οι υποχωρήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια του διαζυγίου θα αντισταθμίζονταν από τα οφέλη που θα εξασφάλιζε το Λονδίνο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις των δυο πλευρών.
Ως σκληροπυρηνικός, ο Τζόνσον έχει μεγαλύτερη αξιοπιστία απ’ ότι η Μέι όταν υπόσχεται μια επιθετική στάση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την μελλοντική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το μπλοκ, από την πλευρά του, θα είναι πρόθυμο να δείξει κάποια ευελιξία σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση των μελλοντικών διμερών σχέσεων, ανοίγοντας την πόρτα για συμβιβασμούς που θα μπορέσει ο Τζόνσον να «πουλήσει» στη Βουλή ως αποτέλεσμα πολύ σκληρών διαπραγματεύσεων. Ο Τζόνσον θα μπορούσε να προσπαθήσει να πείσει τους εξουθενωμένους βουλευτές πως μη δημοφιλή σχέδια όπως το Ιρλανδικό backstop (ή ελαφρώς τροποποιημένες εκδοχές του) δεν θα τεθούν ποτέ σε ισχύ διότι το Λονδίνο θα διαπραγματευτεί τάχιστα και επιτυχώς μια εμπορική συμφωνία που θα τα καθιστούσε μη απαραίτητα.
Τέλος, ο Τζόνσον μπορεί πάντα να ζητήσει από τους Βρετανούς ψηφοφόρους να λύσουν τα προβλήματά του αντί γι’ αυτόν. Ένα νέο δημοψήφισμα θα ήταν δύσκολο να το «πουλήσει» η κυβέρνηση, ιδιαίτερα αφού οι περισσότεροι Συντηρητικοί ψηφοφόροι θέλουν να πραγματοποιηθεί το Brexit και θα απογοητεύονταν εξαιρετικά εάν το κόμμα διενεργούσε και νέο δημοψήφισμα. Ένα δεύτερο δημοψήφισμα θα ήγειρε επίσης άβολα ερωτήματα ως προς το αν άλλα πρόσφατα δημοψηφίσματα (κυρίως αυτό για την ανεξαρτησία της Σκοτίας) θα πρέπει να διενεργηθούν εκ νέου. Όμως ο Τζόνσον θα μπορούσε να αποφασίσει πως μπορεί για μια ακόμα φορά να πείσει τους Βρετανούς ψηφοφόρους να στηρίξουν τις απόψεις του για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από αυτήν την άποψη, αν οι υποσχέσεις του για το Brexit ήταν αποτελεσματικές στο δημοψήφισμα του 2016, τότε μπορεί να είναι αποτελεσματικές και πάλι σε ένα δημοψήφισμα στα τέλη του 2019 ή τις αρχές του 2020.
Ρεαλιστικά, είναι πιθανότερο να διενεργηθούν πρόωρες εκλογές παρά ένα δημοψήφισμα, διότι θα επεδίωκε να βάλει τέλος στο τρέχον αδιέξοδο στη Βουλή των Κοινοτήτων (όπου οι βουλευτές συμφωνούν πως δεν θέλουν ένα σκληρό Brexit αλλά δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε τίποτα άλλο), χωρίς απαραίτητα να αθετεί την υπόσχεση του Τζόνσον για ένα Brexit.
Ο Τζόνσον μπορεί πάντα να υποστηρίξει πως προσπάθησε να πραγματοποιηθεί το Brexit στις 31 Οκτωβρίου αλλά πως οι αντάρτες βουλευτές στη Βουλή των κοινοτήτων το απέτρεψαν. Ωστόσο, και οι εκλογές ήταν περίπλοκες: πρώτον, ο Τζόνσον θα έπρεπε να πείσει τα δυο τρίτα της Βουλής των Κοινοτήτων να το εγκρίνουν. Τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης θα στήριζαν αυτή την ιδέα, όμως οι πρόωρες εκλογές θα ήταν επικίνδυνες για τους Tories, που δεν τα πήγαν καλά στις ευρωεκλογές του Μαΐου, και πολλοί Συντηρητικοί βουλευτές θα ήταν απρόθυμοι να πάνε σε εκλογές στις οποίες θα μπορούσαν να χάσουν τις έδρες τους. Ούτε θα διέλυαν ο γενικές εκλογές τις ιδεολογικές έριδες εντός των δυο βασικών κομμάτων.
Ο Τζόνσον θα προσπαθούσε να ξανακερδίσει τις ψήφους που έχασαν πρόσφατα οι Συντηρητικοί από το Brexit Party του Νάιτζελ Φάρατζ, το οποίο θέλει ένα σκληρό Brexit. Όμως το τίμημα γι’ αυτό θα μπορούσε να είναι η αποξένωση των μετριοπαθών ψηφοφόρων.
Οι Εργατικοί θα διχάζονταν μεταξύ αυτών που θα ήθελαν η προεκλογική τους εκστρατεία να βασιστεί στην υπόσχεση ενός ακόμα δημοψηφίσματος και αυτών που πιστεύουν πως δημοψήφισμα θα πρέπει να διενεργηθεί μόνο ένα το κόμμα δεν καταφέρει να διαπραγματευτεί τους επιθυμητούς όρους εξόδου. Μόνο μικρότερα κόμματα όπως οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα έκανα ανοικτά προεκλογική εκστρατεία κατά του Brexit. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οι πρόωρες εκλογές να οδηγούσαν σε μια ακόμα κατακερματισμένη Βουλή, η οποία θα απαρτίζεται από εσωτερικά διχασμένα κόμματα.
Συνεχίζοντας την Κωμωδία των Λαθών
Ο χρόνος μετρά αντίστροφα και η προθεσμία της 31ης Οκτωβρίου πλησιάζει γρήγορα. Τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν πει πως αυτή η προθεσμία είναι τελική, όμως το ίδιο είχαν πει και για την προηγούμενη. (Η αρχική ημερομηνία του Brexit, άλλωστε, ήταν η 31η Μαρτίου). Τα στοιχήματα είναι μεγαλύτερα απ’ ότι στην αρχή του έτους, δεδομένης της βαθύτατης δυσπιστίας που υπάρχει μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου, και ο διορισμός του Τζόνσον ως πρωθυπουργού έχει αυξήσει τις πιθανότητες για ένα «σκληρό» Brexit.
Αυτό όμως δεν είναι το προκαθορισμένο αποτέλεσμα του διορισμού του, και μάλιστα δεν είναι και το πιθανότερο. Κάποιες από τις επιλογές για την αποτροπή μιας σκληρής εξόδου είναι ακραίες, άλλες θα απαιτούσαν πολύ «πολιτικό μασάζ» από την κυβέρνηση, όμως το γεγονός πως εξακολουθούν να βρίσκονται στο τραπέζι υποδηλώνει πως η κωμωδία των λαθών που είναι γνωστή ως Brexit, θα έχει μερικά ακόμα κεφάλαια.