Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η αμυντική απεξάρτηση της Ευρώπης βάζει... δύσκολα στις ΗΠΑ

Η Ευρώπη αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες αλλά παράλληλα επιδιώκει στρατηγική αυτονομία από τις ΗΠΑ. Η πίεση να μην περιοριστούν οι αμερικανικές εξαγωγές όπλων προς την Γηραιά Ηπειρο και πως ανακατεύεται η τράπουλα με Κίνα και Ρωσία.

Η αμυντική απεξάρτηση της Ευρώπης βάζει... δύσκολα στις ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια ζητούσαν από τους ευρωπαίους εταίρους να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους, εκφράζοντας την ανάγκη για δημιουργία μιας ισχυρότερης Δυτικής στρατιωτικής συμμαχίας. Και πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Ένωση κάνει προσπάθειες για να πράξει αυτό ακριβώς, αναπτύσσοντας μια νέα στρατιωτική πρωτοβουλία, που ονομάζεται Μόνιμη Δομημένη Συνεργασία (PESCO), σε συνδυασμό με ένα Ευρωπαϊκό Αμυντικό Ταμείο (EDF) ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αλλά αυτά τα προγράμματα δεν είναι ακριβώς αυτό που είχε κατά νου η Ουάσινγκτον.

Ενώ οι ΗΠΑ μπορεί να παίρνουν αυτό που ζήτησαν σε ό,τι αφορά μια ισχυρότερη Ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμη, η δύναμη αυτή έχει σχεδιαστεί συγκεκριμένα να είναι λιγότερο εξαρτημένη από τις αμυντικές εξαγωγές των ΗΠΑ –κάτι που δεν πολυαρέσει στη Ουάσινγκτον.

Στις 17 Ιουνίου, κορυφαίος αξιωματούχος του Πενταγώνου προειδοποίησε πως η αμερικανική κυβέρνηση θα έφτανε μέχρι τον περιορισμό της πρόσβασης των ευρωπαϊκών εταιρειών στην αμερικανική αμυντική αγορά, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίσει να εμποδίζει την εμπλοκή των ΗΠΑ σε προγράμματα όπως η PESCO. Όμως, πέραν των απειλών για τις αμυντικές εταιρείες των ΗΠΑ, ακόμα πιο ανησυχητικές είναι οι επιπτώσεις που θα είχε μια πιο αυτόνομη Ευρώπη στους παγκόσμιους ανταγωνισμούς των ΗΠΑ με την Κίνα και τη Ρωσία. Έτσι, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να πολεμούν σε κάθε τους βήμα τις προσπάθειες της ΕΕ να συστηματοποιήσουν τις έρευνες και επενδύσεις που σχετίζονται με τον τομέα της άμυνας του μπλοκ.

Ωθηση για μια ανεξάρτητη αμυντική δύναμη

Η Ευρώπη θεωρεί το EDF και την PESCO «κλειδιά» για να καταστεί λιγότερο εξαρτώμενη από τις ΗΠΑ σε ότι αφορά την άμυνα. Υπάρχει μια ευρύτερα κοινή άποψη πως η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερη στρατηγική αυτονομία στο παγκόσμιο σκηνικό –και μια πιο κυρίαρχη αμυντική βιομηχανία είναι ένα κρίσιμο βήμα προς την επίτευξη του στόχου αυτού. Οι ΗΠΑ, ωστόσο, υποστηρίζουν πως ένα στρατιωτικό σύμφωνο της ΕΕ θα υπονόμευε τη δύναμη του ΝΑΤΟ. Ως απάντηση, οι Βρυξέλλες επιμένουν πως τα μέτρα αυτά θα είναι συμπληρωματικά της αποστολής του ΝΑΤΟ, καθώς θα καθιστούν τους αμυντικούς τομείς κρατών μελών της ΕΕ πιο αποδοτικούς και αποτελεσματικούς.

Με την πάροδο των ετών, η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και μικρότερες υπο-ομάδες κρατών μελών, έχουν ρίξει διάφορες ιδέες για το πώς να ενσωματωθούν καλύτερα οι στρατιωτικές ικανότητες της Ευρώπης. Όμως η ανάπτυξη της PESCO διαφέρει από την άποψη ότι θέτει άμεση στρατηγική για ενοποίηση της αμυντικής τεχνολογίας και βιομηχανίας της Ευρώπης. Η PESCO ουσιαστικά δημιουργεί χώρο για τους Ευρωπαίους εταίρους ώστε να εργαστούν από κοινού προς την κοινή ασφάλεια που χρειάζεται το μπλοκ, ενώ το EDF εγγυάται έναν προϋπολογισμό χοντρικά 13 δισ. δολαρίων για την έρευνα, την ανάπτυξη και την παραγωγή.

Γνωρίζοντας πως οι ΗΠΑ θα περίμεναν να λάβουν μεγάλο κομμάτι από την ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων πίτα του EDF, οι Βρυξέλλες επίτηδες έθεσαν κανόνες για να διασφαλιστεί πως ο προϋπολογισμός θα χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό για τον οποίον δημιουργήθηκε –δηλαδή για την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών αμυντικών ικανοτήτων. Αυτό περιλαμβάνει την απαίτηση όλα τα μέλη της ΕΕ που εντάσσονται στην PESCO να εγκρίνουν ομόφωνα την εμπλοκή τρίτων μερών σε αμυντικά projects που χρηματοδοτούνται από το EDF. Και ακόμα και αν ένα τρίτο μέρος (όπως μια αμερικανική εταιρεία) λάβει την έγκριση, οι ευρωπαϊκοί κανόνες και πάλι απαγορεύουν η όποια τεχνολογία που αναπτύσσεται στο πλαίσιο των projects της PESCO να μεταφέρεται εκτός του μπλοκ, αποτρέποντας έτσι τις αμερικανικές εταιρείες από το να χρησιμοποιούν στις ΗΠΑ την όποια τεχνογνωσία λάβουν από ένα project της PESCO.

Αυτοί οι περιορισμοί βρίσκονται στην «καρδιά» των ανησυχιών των ΗΠΑ για το στρατιωτικό σύμφωνο. Η Ουάσινγκτον έχει υποστηρίξει πως οι περιορισμοί ουσιαστικά αποκλείουν την αμερικανική αμυντική βιομηχανία από την πρόσβαση στον προϋπολογισμό του EDF. Αυτός, φυσικά, είναι ακριβώς και ο σκοπός της Ευρώπης.

Οι αρχηγοί της μάχης: Γαλλία και Γερμανία

Ορισμένες από τις χώρες που πιέζουν πιο ενεργά για μια ενοποιημένη Ευρωπαϊκή αμυντική δύναμη, όπως είναι αναμενόμενο, είναι αυτές που έχουν ήδη αναπτύξει έναν υψηλό βαθμό αυτονομίας από την αμερικανική αμυντική βιομηχανία –δηλαδή η Γερμανία και η Γαλλία. Όντας δυο από τις μεγαλύτερες οικονομίες στο μπλοκ, και οι δυο χώρες έχουν εκμεταλλευτεί τη μεγάλη επιρροή που έχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να πάρουν τη θέση των βασικών πρωταγωνιστών στην ώθηση για την ενοποίηση των αμυντικών ικανοτήτων του μπλοκ.

Σε σύγκριση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, η Γαλλία ιδιαίτερα φυλάει με ζήλο τη στρατηγική αυτονομία της στην άμυνα, έχοντας ιστορικό απομόνωσης από παγκόσμιες συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ. Σήμερα, η Γαλλία προσφέρει στις ΗΠΑ ελάχιστη πρόσβαση στην αμυντική βιομηχανία της –εισάγοντας αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό μόνο με βάση εξειδικευμένες δυνατότητες. Όμως ενώ ούτε η αμερικανική αμυντική αγορά είναι ακριβώς ανοιχτή για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, ωστόσο η Γαλλία, όπως και η Γερμανία, έχουν καταφέρει να πετύχουν ένα αμυντικό εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία.

…και πολύ άργησε

Αυτή η ώθηση από τη Γερμανία και τη Γαλλία για κάποια στρατηγική αυτονομία από τις Ηνωμένες Πολιτείες έχει σε μεγάλο βαθμό στις ρίζες του στον τρόπο με τον οποίον οι αμυντικές βιομηχανίες της Ευρώπης αναπτύχθηκαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πόλεμος άφησε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης (και των αμυντικών βιομηχανιών της) ερείπια. Έτσι, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ουάσινγκτον (με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο) εξαρτώνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές αμερικανικών όπλων κατά τη διάρκεια των αρχικών σταδίων του Ψυχρού Πολέμου. Καθώς, όμως, οι οικονομίες και οι ικανότητες βιομηχανικής άμυνας της Ευρώπης άρχιζαν σταδιακά να ανακάμπτουν με την πάροδο του χρόνου, το ίδιο συνέβη και με την πολιτική της ταυτότητα και τις φιλοδοξίες για περισσότερη αυτάρκεια. Και, ως αποτέλεσμα, οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ άρχισαν να μειώνονται σημαντικά.

Για τη Γαλλία, ένα σημαντικό σημείο καμπής αποτέλεσε η Κρίση του Σουέζ του 1956, όταν οι ΗΠΑ απαίτησαν από το Παρίσι να σταματήσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Αίγυπτο. Για το Παρίσι αυτό έδειξε την αναξιοπιστία των ΗΠΑ ως συμμάχου, αλλά και την ανάγκη να έχει μια ανεξάρτητη αμυντική βιομηχανία. Μέχρι το τέλος του Πρώτου Σινο-ινδικού Πολέμου το 1954, η Γαλλία, για πρώτη φορά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ξεφύγει από την άμεση εξάρτηση από τον αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό, κάτι που σήμαινε πως είχε τη δυνατότητα να στραφεί προς μια μεγαλύτερη αυτονομία.

Για τη Δυτική Γερμανία, αυτή η εξέλιξη ήρθε πιο σταδιακά. Με τη βοήθεια της Ουάσινγκτον, η Βόννη μπόρεσε να ξανα-εξοπλιστεί επαρκώς την δεκαετία του 1970. Την ίδια ώρα, η χώρα επαναπροσανατολίστηκε προς την Ευρωπαϊκή συνεργασία, η οποία σε μεγάλο βαθμό περιελάμβανε την καλλιέργεια στενότερων δεσμών με τον πρώην αντίπαλό της, την Γαλλία.

Η Γερμανία και η Γαλλία έχουν προσπαθήσει να απελευθερώσουν τις αμυντικές βιομηχανίες τους από τις ΗΠΑ, εν μέρει λόγω της επιθυμίας και των δυο να ενισχύσουν τις οικονομίες τους και να εγγυηθούν μια χωρίς δεσμεύσεις πρόσβαση σε όπλα. Αλλά ένα άλλο σημαντικό στοιχείο ήταν η επιθυμία να αποφύγουν την αγορά προϊόντων υπό το ρυθμιστικό πλαίσιο των ΗΠΑ για την Διεθνή Διακίνηση Όπλων (International Traffic in Arms Regulations –ITAR) (σ.σ. το οποίο περιορίζει και ελέγχει την εξαγωγή αμυντικών και στρατιωτικών τεχνολογιών προκειμένου να προστατευθεί η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ αλλά και να προωθούνται οι στόχοι εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ), που απαιτεί την έγκριση των ΗΠΑ για τη μεταφορά η μεταπώληση οποιονδήποτε οπλικών συστημάτων έχουν παραχθεί στις ΗΠΑ. Αυτός ο κανονισμός έχει περιορίσει σοβαρά την στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης –κάτι που εξηγεί γιατί χώρες όπως οι Γαλλία σπανίως εκτίθενται σε οποιεσδήποτε αμερικανικές αμυντικές εισαγωγές που επηρεάζονται από την ITAR.

Πρόβλημα για τα παγκόσμια σχέδια των ΗΠΑ

Όμως καθώς τα Ευρωπαϊκά κράτη, ιδιαίτερα η Γαλλία και η Γερμανία, συνεχίζουν να αναπτύσσουν όλο και πιο αυτόνομες αμυντικές βιομηχανίες, τόσο περισσότερο ρισκάρουν να εκνευρίσουν τις ΗΠΑ –ιδιαίτερα στο πλαίσιο του κλιμακούμενου ανταγωνισμού της Ουάσινγκτον με τις μεγάλες δυνάμεις. Η στενή προσοχή που δίνουν οι ΗΠΑ στην αποτροπή της παγκόσμιας επιρροής της Κίνας και της Ρωσίας έχει γίνει ένα καθοριστικής σημασίας στοιχείο στον τρόπο που προσεγγίζει την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Επιπροσθέτως της πίεσης που ασκούν σε χώρες της ΕΕ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες (καθώς και τον ρόλο τους στο ΝΑΤΟ), οι ΗΠΑ έχουν επίσης προσπαθήσει να αποτρέψουν τα μέλη της ΕΕ από το να καταναλώνουν Ρωσικό φυσικό αέριο ή να κάνουν συνεργασίες με τον Κινεζικό τεχνολογικό κολοσσό Huawei για τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών 5G.

Καθώς η Ουάσινγκτον συνεχίζει να προχωρά στο μονοπάτι αυτό, η επιθυμία της να αναγκάσει τις Ευρωπαϊκές χώρες –και την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά- να ακολουθήσουν τη δική της παγκόσμια στρατηγική, θα γίνει ισχυρότερη. Όμως ενώ μια λιγότερο αυτόνομη Ευρώπη μπορεί κάποτε να μην είχε και πολλές επιλογές από το να υποκύπτει στην κάθε ιδιοτροπία της Ουάσινγκτον, ωστόσο τώρα οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως η Γερμανία και η Γαλλία έχουν όλο και λιγότερη ανάγκη να εκτελούν την κάθε διαταγή των ΗΠΑ.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v