Για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία, οι Έλληνες ψηφοφόροι θα ψηφίσουν για κυβέρνηση χωρίς η χώρα τους να βρίσκεται σε πρόγραμμα οικονομικής διάσωσης.
Οι αγορές αντιδρούν θετικά εν αναμονή των εκλογών της 7ης Ιουλίου καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η Νέα Δημοκρατία εξασφαλίζει μια ακόμα νίκη, μετά την ξεκάθαρη ήττα του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Όμως παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για επιτάχυνση της ανάκαμψης της Ελλάδας μέσω φιλικών προς τις επιχειρήσεις πολιτικών, αν εκλεγεί, οι ηγέτες της ΝΔ σύντομα θα δουν πως τα περίπλοκα ζητήματα που ενισχύουν τα οικονομικά προβλήματα της Αθήνας και οι γεωπολιτικοί περιορισμοί δεν θα επιλυθούν σε μια θητεία – ή και αρκετές θητείες.
Η άνοδος των Συντηρητικών
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και το αριστερό του κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ανέλαβαν την εξουσία της χώρας το 2015 με μια εντολή να επαναδιαπραγματευτούν το τεράστιο χρέος της Ελλάδας. Αυτή η δέσμευση, ωστόσο, ήταν βραχύβια: έξι μήνες αργότερα, η Αθήνα δέχθηκε ένα νέο πακέτο διάσωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η διάσωση έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να παραμείνει στην ευρωζώνη και να ανακτήσει κάποιον βαθμό οικονομικής σταθερότητας. Όμως το τίμημα ήταν οι μη δημοφιλείς αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών, προκειμένου να ανταποκριθεί στην απαίτηση των πιστωτών η Ελλάδα να διατηρήσει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ της – έναν στόχο στον οποίον η Αθήνα υπεραπέδωσε πολλές φορές, καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα άγγιξε το 4,5% του ΑΕΠ το 2018.
Τα τελευταία τρία χρόνια μέτρων λιτότητας είχαν επίπτωση στη δημοφιλία του ΣΥΡΙΖΑ, με τις δημοσκοπήσεις να φέρνουν τώρα το κυβερνών κόμμα περίπου δέκα μονάδες πίσω από τη Νέα Δημοκρατία. Σε κάποιον βαθμό, ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει επίσης το τίμημα για τη συμφωνία που έκλεισε το 2018 με τη Βόρεια Μακεδονία για αλλαγή του ονόματος της χώρας.
Η συμφωνία ήρε μια πηγή πολιτικής έντασης στα Δυτικά Βαλκάνια και πήρε εύσημα τόσο από τις Βρυξέλλες όσο και από τις ΗΠΑ –φέρνοντας τη Βόρεια Μακεδονία ένα βήμα πιο κοντά στην μελλοντική ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, η αλλαγή του ονόματος δεν «έκατσε καλά» σε Έλληνες ψηφοφόρους, που αισθάνθηκαν ότι προδόθηκαν από την κυβέρνησή τους. Εν τω μεταξύ, η Νέα Δημοκρατία από την αρχή είχε ταχθεί κατά της συμφωνίας.
Αγωνιώντας να βελτιώσει την φθίνουσα στήριξη προς την κυβέρνησή του, ο Τσίπρας ανακοίνωσε μειώσεις φόρων και επιδόματα για τους συνταξιούχους νωρίτερα φέτος. Όμως αυτό σύντομα αποδείχθηκε πως δεν ήταν αρκετό, καθώς η Νέα Δημοκρατία κέρδισε το 33% στις ευρωεκλογές (έναντι του 24% του ΣΥΡΙΖΑ) στις 26 Μαΐου και στη συνέχεια πήρε τον έλεγχο των 12 εκ των 13 περιφερειών της Ελλάδας, στις περιφερειακές εκλογές, καθώς και του δήμου της Αθήνας και άλλων πόλεων-κλειδιά στις δημοτικές εκλογές.
Ανάκαμψη σε σαθρό έδαφος
Με το βλέμμα στις εκλογές του Ιουλίου, η προεκλογική εκστρατεία της Νέας Δημοκρατίας έχει επικεντρωθεί στη μείωση των φόρων, τη μείωση των δημοσίων δαπανών, την επιτάχυνση της ιδιωτικοποίησης των κρατικών εταιρειών, και στην εξάλειψη της γραφειοκρατίας που εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας. Εν τω μεταξύ, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί να ενισχύσει το κράτος πρόνοιας μετά από πολλά δύσκολα χρόνια περικοπής δαπανών και αυξήσεων φόρων. Ωστόσο, ασχέτως του ποιο κόμμα θα έρθει στην εξουσία, η επόμενη Ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια άνιση οικονομική ανάκαμψη σε μια χώρα που εξακολουθεί να τρικλίζει μετά από μια δεκαετή κρίση.
Η οικονομία της Ελλάδας αναμένεται να καταγράψει ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2% φέτος –ρυθμό διπλάσιο από αυτόν της ευρωζώνης. Όμως η οικονομία της χώρας εξακολουθεί να είναι σημαντικά μικρότερη απ’ ότι ήταν όταν πρωτοξέσπασε η κρίση το 2009. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για την αγορά εργασίας της χώρας. Η ανεργία είναι τώρα γύρω στο 18%, σχεδόν 10 μονάδες χαμηλότερη απ’ ότι στο αποκορύφωμα της κρίσης το 2015. Όμως εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερη από τα προ-κρίσεως επίπεδα, όταν η ανεργία ήταν κατά μέσο όρο γύρω στο 9%. Επιπλέον, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στους νέους, γύρω στο 40%, καθώς και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, γύρω στο 45%.
Επιπροσθέτως της υψηλής ανεργίας, η "γκρίζα" οικονομία επίσης εξακολουθεί να επιβαρύνει πολύ την χρηματοοικονομική ευρωστία της Ελλάδας. Σύμφωνα με έκθεση του 2017 που δημοσιοποίησε το Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, οι «γκρίζες» οικονομικές δραστηριότητες φέρεται να καλύπτουν έναν εκτιμώμενο 21,5% του Ελληνικού ΑΕΠ –το υψηλότερο ποσοστό από οποιαδήποτε αναπτυγμένη χώρα.
Για την Αθήνα, η αδήλωτη εργασία είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία πλευρά, σημαίνει πως πολλοί από αυτούς που υπολογίζονται στο επίσημο ποσοστό ανεργίας, στην πραγματικότητα έχουν εργασία. Από την άλλη πλευρά, σημαίνει επίσης πως χιλιάδες Έλληνες εργάζονται σε επισφαλής συνθήκες, δεν πληρώνουν φόρους που σχετίζονται με την εργασία και δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση σε πιστώσεις ή να αποταμιεύσουν χρήματα.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η ελληνική οικονομία και η αγορά εργασίας της αντιμετωπίζουν μια πιο υπαρξιακή κρίση. Σύμφωνα με την Eurostat, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε από 11 εκατομμύρια σε 10,7 εκατομμύρια από το 2009 μέχρι το 2018, κυρίως λόγω της μετανάστευσης. Σε κάποιον βαθμό αυτό έχει βοηθήσει ώστε να αμβλυνθεί η πίεση στην αγορά εργασίας, καθώς λιγότεροι εργαζόμενοι ανταγωνίζονται για θέσεις εργασίας. Με την πάροδο των ετών όμως, αυτή η συνεχιζόμενη εκροή ανθρώπων θα συρρικνώσει τόσο το μέγεθος όσο και το επίπεδο δεξιοτήτων του Ελληνικού εργατικού δυναμικού, καθώς οι εργαζόμενοι με την πιο άρτια εκπαίδευση φεύγουν από τη χώρα –πολλοί από αυτούς δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσκολότερο για τις ελληνικές επιχειρήσεις να βρουν ταλαντούχους εργαζόμενους.
Η διαδικασία της γήρανσης και συρρίκνωσης του πληθυσμού είναι ιδιαίτερα προβληματική για την Ελλάδα, που έχει έναν από τους χαμηλότερους ρυθμούς γεννήσεων (1,3 παιδιά ανά γυναίκα) και ένα από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής (81 έτη) στον κόσμο. Τις ερχόμενες δεκαετίες, ο γηράσκων πληθυσμός της Ελλάδας – σε συνδυασμό με τον περιορισμό της δεξαμενής εργατικού δυναμικού- θα εντείνουν την πίεση στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στο σύστημα υγείας της χώρας, και θα περιορίσουν το περιθώριο για διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη. Αυτό θα καταστήσει ακόμα δυσκολότερο για την Ελλάδα να «ξεθαφτεί» από το τεράστιο χρέος της, που αυτή τη στιγμή ξεπερνά το 180% του ΑΕΠ. Και ως αποτέλεσμα, η επόμενη ελληνική κυβέρνηση -και αυτές που θα έρθουν μετά- θα βρίσκεται για πολλές δεκαετίες ακόμα υπό το βάρος του χρέους της χώρας.
Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες μόλις αρχίζουν να ανακάμπτουν από μια δεκαετία κρίσης. Ενώ ο ρυθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει περίπου 45% όλων των δανείων που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες. Αυτό θα συνεχίσει να εμποδίζει την ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν πιστώσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις στη χώρα, αποδυναμώνοντας έτσι έναν από τους βασικούς «οδηγούς» της οικονομικής ανάπτυξης. Για να βελτιωθούν οι πιστωτικές συνθήκες στη χώρα, η επόμενη Ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να εργαστεί με τις ελληνικές τράπεζες πάνω σε νέα σχέδια για την επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Ενα περίπλοκο γεωπολιτικό σκηνικό
Πέραν της εύθραυστης ανάκαμψης της οικονομίας, η ελληνική κυβέρνηση θα έχει επίσης να «πλοηγηθεί» σε ένα περίπλοκο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία για την ονομασία της πιθανότατα θα συνεχίσει να ισχύει ασχέτως του ποιος κερδίσει στις επικείμενες εκλογές, λόγω των πιέσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ. Ωστόσο, μια νέα συντηρητική κυβέρνηση στην Ελλάδα μπορεί να έχει πιο ψυχρούς δεσμούς με τον βόρειο γείτονα απ’ ότι η αριστερή κυβέρνηση του Τσίπρα.
Μετά τη συμφωνία της για αλλαγή του ονόματός της, η Βόρεια Μακεδονία επιδιώκει τώρα να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, όπου η Ελλάδα είναι μέλος. Και ενώ η Αθήνα είναι απίθανο να μπλοκάρει ξεκάθαρα την αίτηση ένταξης των Σκοπίων, ωστόσο υπάρχει πιθανότητα μια κυβέρνηση της οποίας θα ηγείται η Νέα Δημοκρατία να είναι λιγότερο ενθουσιώδης για την προσπάθεια της Βόρειας Μακεδονίας να ενσωματωθεί πλήρως στους δυο αυτούς Δυτικούς θεσμούς.
Την ίδια ώρα, η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει επίσης μια αυξανόμενα περίπλοκη κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Η λεπτή σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία παραμένει σε εύθραυστη ισορροπία. Οι δυο χώρες συνεργάζονται σε ορισμένα ζητήματα, όπως ο ρόλος της Τουρκίας στην αποτροπή εισόδου σε Ελληνικό έδαφος αυτών που αναζητούν άσυλο. Όμως συχνά συγκρούονται σε άλλα ζητήματα –κυρίως στα θέματα που αφορούν την Κύπρο καθώς και τον εθνικό εναέριο χώρο τους και το Αιγαίο Πέλαγος.
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Κύπρο, η Αθήνα στηρίζει την διεθνώς αναγνωρισμένη και κατά πλειονότητα ελληνόφωνη Δημοκρατία της Κύπρου, ενώ η Άγκυρα είναι η μόνη που αναγνωρίζει την κατά πλειονότητα τουρκόφωνη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου».
Αυτό το επίμαχο ζήτημα φάνηκε πρόσφατα στις διαμάχες αναφορικά με τους ενεργειακούς πόρους της Κύπρου. Η Τουρκία αμφισβητεί τμήματα των παράκτιων ερευνών της Κυπριακής Δημοκρατίας για φυσικό αέριο στην Ανατολική Μεσόγειο, υποστηρίζοντας πως η Βόρεια Κύπρος έχει επίσης δικαίωμα να κάνει γεωτρήσεις στην περιοχή. Η Άγκυρα υποστηρίζει επίσης πως ορισμένα τμήματα της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας παραβιάζουν ορισμένα τμήματα της Τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Οι εντάσεις κλιμακώθηκαν τον Μάιο, όταν τουρκικό πλωτό γεωτρύπανο εισήλθε σε ύδατα που αμφισβητεί η Αγκυρα.
Συζητήσεις για την επανένωση της νήσου γίνονται κατά διαστήματα και πιθανότατα θα συνεχίσουν να βασανίζουν την ελληνική κυβέρνηση τα επόμενα χρόνια, καθώς διάφορα ακανθώδη ζητήματα όπως η πολιτική οργάνωση μιας επανενωμένης χώρας, η παρουσία ξένων στρατιωτών και η αποζημίωση αυτών που έχασαν τις περιουσίες τους εν μέσω του πολέμου, συνεχίζουν να καθυστερούν την επίτευξη προόδου.
Η νυν ελληνική κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, έχει επιδιώξει στενότερες πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές σχέσεις με τις ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες, θέλοντας να εκμεταλλευτεί τις συχνά τεταμένες σχέσεις του Λευκού Οίκου με την Τουρκία – μια στρατηγική που είναι απίθανο να αλλάξει με τη νέα ελληνική κυβέρνηση.
Ασχέτως του αποτελέσματός τους, οι εκλογές της 7ης Ιουλίου θα σηματοδοτήσουν ένα ακόμα βήμα προς την αργή διαδικασία ομαλοποίησης της Ελλάδας μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης. Όμως ακόμα και αν κερδίσει η Νέα Δημοκρατία όπως αναμένεται, η αλλαγή στην ηγεσία δεν θα έχει ως αποτέλεσμα να υπάρξει σύντομα μια θαυματουργική ανάκαμψη, δεδομένου του μεγέθους και της πληθώρας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στο εσωτερικό της και στο εξωτερικό.