Κίνα και ΗΠΑ θα εντείνουν τον ανταγωνισμό τους το β’ τρίμηνο, καθώς η Ουάσινγκτον θα λάβει ξεκάθαρα μέτρα για να αντιμετωπίσει την ανάδυση του Πεκίνου ως ισότιμης οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής δύναμης, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Stratfor για τις παγκόσμιες τάσεις του β’ τριμήνου.
Δεδομένης τις παγκόσμιας θέσης και των δύο χωρών, αυτή η επιδίωξη θα έχει απήχηση σε όλο τον κόσμο, με δύο τρόπους: πρώτον, ο οικονομικός πόλεμος της Ουάσινγκτον κατά του Πεκίνου θα επεκταθεί και δεν θα περιλαμβάνει μόνον απειλές για τους δασμούς. Δεύτερον, η θέση των ΗΠΑ στην παγκόσμια ασφάλεια θα αλλάξει, καθώς θα μειώνεται η παρουσία της χώρας στο Αφγανιστάν και στη Συρία, προκειμένου να κατευθύνει την ενέργειά της αλλού.
Μια εμπορική ανακωχή δεν θα βάλει τέλος στον οικονομικό πόλεμο
Οι ΗΠΑ και η Κίνα θα καταλήξουν σε συμφωνία για εμπορικά ζητήματα, πιθανότατα σε σύνοδο μεταξύ των προέδρων Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ. Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η Κίνα θα υποσχεθεί να αγοράσει περισσότερα αμερικανικά προϊόντα, όπως αγροτικά προϊόντα και ενέργεια, και να μεταβάλει τη στάση της σε ορισμένα διαρθρωτικά οικονομικά ζητήματα όπως οι μεταφορές τεχνολογίας, τα πνευματικά δικαιώματα και η απελευθέρωση του τομέα υπηρεσιών. Πάντα, όμως, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες: η Κίνα θα προσπαθήσει να «λυγίσει» τους όρους των όποιων συμφωνιών υπογράψει, ενώ η Ουάσινγκτον δεν θα εμπιστευθεί το Πεκίνο ως προς το ότι θα τηρήσει την όποια συμφωνία.
Τεταμένες συζητήσεις θα προκαλέσουν και οι μηχανισμοί επιβολής. Οι ΗΠΑ διατηρούν την ικανότητα να επαναφέρουν αμέσως τους δασμούς στην Κίνα, αν η τελευταία δεν καταφέρει να πετύχει συγκεκριμένα ορόσημα, ή οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επιλέξουν να άρουν ορισμένους δασμούς, μόνο αν το Πεκίνο τηρήσει συγκεκριμένες υποσχέσεις. Τελικά, όμως, η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι πιθανό να διαφωνήσουν στην ερμηνεία της όποιας συμφωνίας σχεδόν αμέσως μετά την υπογραφή της -για τον λόγο αυτόν, τουλάχιστον ορισμένοι δασμοί πιθανότατα θα παραμείνουν σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια του τριμήνου.
Στο τέλος, η γενική πίεση που ασκούν οι ΗΠΑ στην Κίνα θα συντηρηθεί, καθώς η χώρα θα σχεδιάζει άλλα εργαλεία πέραν των δασμών. Καθώς οι ΗΠΑ και η Κίνα μπαίνουν σε φάση τεχνολογικού ψυχρού πολέμου, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να παρακολουθούν στενά τον τεχνολογικό κλάδο της Κίνας με απανωτές έρευνες του υπουργείου Δικαιοσύνης σε φερόμενες υποθέσεις κλοπής τεχνολογίας από κινεζικές εταιρείες και πράκτορες, βάζοντας ταυτόχρονα στο στόχαστρο κινεζικές τεχνολογικές εταιρείες όπως η Huawei.
Η Ουάσινγκτον είναι απίθανο να επιβάλει ευρεία απαγόρευση εξαγωγών στον συγκεκριμένο τεχνολογικό κολοσσό, αν και αναπτύσσει σταδιακά ελέγχους εξαγωγών σε αναδυόμενες αμερικανικές τεχνολογίες. Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ θα παρακολουθούν στενά Κινέζους ερευνητές και εταιρείες που εργάζονται με αμερικανικά πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα. Εν τω μεταξύ, ο Λευκός Οίκος θα κινηθεί επίσης για να στηρίξει άμεσα την αυξημένη αμερικανική έρευνα και ανάπτυξη στον τεχνολογικό κλάδο.
Ένας κόσμος διχασμένος για το θέμα της Κίνας
Καθώς οι επιπτώσεις του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού θα είναι παγκόσμιες, ο υπόλοιπος κόσμος θα προσπαθήσει να χαρτογραφήσει μια πορεία μεταξύ των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων του κόσμου. Οι ΗΠΑ θα προσπαθήσουν να πείσουν τους συμμάχους τους να λάβουν ενεργά μέτρα για να αντιμετωπίσουν την Κίνα, όμως η αποτελεσματικότητα αυτής της στρατηγικής θα είναι απρόβλεπτη καθώς η Κίνα θα προσπαθήσει να βάλει εμπόδια στις σχέσεις των ΗΠΑ με το δίκτυο συμμάχων τους.
Οι ΗΠΑ θα βασιστούν στους παγκόσμιους εταίρους τους για να αποτρέψουν την ενσωμάτωση εξοπλισμού που παράγεται από τη Huawei Technologies στα δίκτυα 5G τους, καθώς η αναδυόμενη τεχνολογία θα δημιουργήσει ένα νέο πρότυπο στις κινητές τηλεπικοινωνίες. Αν και η Ουάσιγκτον θα ασκήσει έντονες παρασκηνιακές πιέσεις για να παρουσιάσει την εταιρεία ως κίνδυνο για την κυβερνοασφάλεια -απειλώντας να σταματήσει να μοιράζεται πληροφορίες με χώρες που χρησιμοποιούν εξοπλισμό της Huawei-, οι ΗΠΑ θα δυσκολευτούν να πείσουν τους συμμάχους να απορρίψουν τελείως τη Huawei, όπως φάνηκε και από το πρόσφατο συμπέρασμα του Ηνωμένου Βασιλείου πως η εταιρεία δεν αποτελεί σημαντικό κίνδυνο.
Ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορεί να μη συναινέσουν απόλυτα στις επιθυμίες των ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνωρίζουν πως η οικονομική και τεχνολογική άνοδος της Κίνας συνιστά απειλή, ιδιαίτερα καθώς η άνοδος του Πεκίνου έχει αρχίσει να διαβρώνει τη δική τους διεθνή ανταγωνιστικότητα. Με την Κίνα και τις ΗΠΑ να κάνουν τη δική τους κούρσα ανάπτυξης και δοκιμής νέων τεχνολογιών, η Ευρώπη πρέπει να παράσχει μια καλύτερη βάση ώστε να μπορέσουν να ανταγωνιστούν οι δικές της εταιρείες.
Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν προτείνει νέους αντιμονοπωλιακούς κανόνες για να διευκολυνθεί η δημιουργία «Ευρωπαίων πρωταθλητών» που να μπορούν να ανταγωνιστούν με τους παγκόσμιους αμερικανικούς και κινεζικούς ομίλους. Η πρόοδος θα καθυστερήσει, όμως, μέχρις ότου τελειώσουν οι ευρωεκλογές αυτό το τρίμηνο. Η συζήτηση θα συνεχιστεί, ασχέτως, καθώς Γαλλία και Γερμανία αγωνίζονται να πείσουν και τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, ιδίως αυτά της Ανατολικής Ευρώπης. (Ορισμένες χώρες είναι λιγότερο θετικές στις αλλαγές στους νόμους της ΕΕ για τον ανταγωνισμό ή είναι πρόθυμες να έχουν επιχειρηματικές συναλλαγές με την Κίνα, λόγω των εμπορικών και επενδυτικών ανοιγμάτων του Πεκίνου).
Εν τω μεταξύ, η Γαλλία, η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα στηρίξουν εγχώρια προγράμματα για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα σε στρατηγικούς τομείς, με πρωτοβουλίες έρευνας και ανάπτυξης και σχετικά προγράμματα παροχής κινήτρων.
Η Ευρώπη και οι ΗΠΑ θα εφαρμόσουν μηχανισμούς για να αντιμετωπίσουν την Κίνα για δικούς τους λόγους, όμως οι δύο βασικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ -η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα- έχουν παραμείνει στο περιθώριο. Επειδή οι δύο χώρες έχουν βαθείς οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα, και οι δύο ανησυχούν για τα κινεζικά αντίποινα στην περίπτωση που ακολουθήσουν το παράδειγμα της Ουάσινγκτον και ταχθούν κατά του Πεκίνου. Αντίστοιχα, το Τόκιο και η Σεούλ βρίσκονται σε άβολη θέση: πρέπει να κατευνάσουν τις ΗΠΑ για το θέμα της ασφάλειας, όμως ταυτόχρονα πρέπει να αποφύγουν να αποξενώσουν την Κίνα οικονομικά. Δεδομένου αυτού του διλήμματος, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα πιθανόν θα παραμείνουν στο περιθώριο το β’ τρίμηνο του 2019.
Ώρα αποφάσεων για τους δασμούς στα αυτοκίνητα
Ήρθε, επιτέλους, η ώρα, οι ΗΠΑ να αποφασίσουν αν θα επιβάλουν δασμούς στις εισαγωγές αυτοκινήτων. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει περιθώριο να αποφασίσει μέχρι τις 18 Μαΐου και, αν και είναι πιθανό να προχωρήσει στην επιβολή ορισμένων δασμών, ωστόσο δεν θα τους εφαρμόσει σε όλες τις εισαγωγές. Αντιθέτως, οι ΗΠΑ είναι πιθανό να δώσουν κάποιες αρχικές εξαιρέσεις στην Ιαπωνία και την Ευρωπαϊκή Ένωση -περιλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου- καθώς οι ΗΠΑ επιδιώκουν διαπραγματεύσεις και με τους δύο. Ο Καναδάς, το Μεξικό και η Νότια Κορέα είναι επίσης πιθανό να εξαιρεθούν. Ό,τι και αν γίνει, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία τελικά θα χρειαστεί να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις έναντι των ΗΠΑ, διότι οι όποιες εξαιρέσεις πιθανόν να είναι μόνο προσωρινές.
Η Ιαπωνία είναι ευκολότερο να αποφύγει τους δασμούς στα αυτοκίνητα απ’ ό,τι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όταν έρθει η ώρα των διαπραγματεύσεων, οι ΗΠΑ θα απαιτήσουν αυξημένη πρόσβαση στις αγορές αγροτικών προϊόντων της Ιαπωνίας καθώς και ορισμένες ποσοστώσεις στις εξαγωγές αυτοκινήτων. Οι δύο χώρες, όμως, έχουν ήδη κάνει το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας για πολλά ζητήματα, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την TPP.
Η κατάσταση για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διαφορετική. Οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον είναι ξεκάθαρο πως έχουν διαφορετικές απόψεις ως προς το πλαίσιο των εμπορικών τους διαπραγματεύσεων. Επί του παρόντος, το μεγαλύτερο «αγκάθι» είναι τα αγροτικά προϊόντα -η Ουάσινγκτον θέλει να τα συμπεριλάβει σε μια συμφωνία παρά τις αντιρρήσεις του μπλοκ. Αν και Βρυξέλλες και Ουάσινγκτον δεν θα λύσουν τη βασική διαφωνία τους, ωστόσο οι διαφορές τους δεν είναι απαραίτητο πως θα οδηγήσουν σε «ναυάγιο» των διαπραγματεύσεων αυτό το τρίμηνο. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα μπορούσαν κάλλιστα να καταλήξουν σε συμφωνία για λιγότερο αμφιλεγόμενα ζητήματα που σχετίζονται με μη δασμολογικά εμπόδια.
Σύννεφα στον ορίζοντα της παγκόσμιας οικονομίας
Στο σύνολό της η παγκόσμια οικονομία θα αντιμετωπίσει κάποιες αναταράξεις αυτό το τρίμηνο, ιδιαίτερα σε δύο σημεία: στην Ευρώπη και την Κίνα. Στην Ευρώπη, η Γερμανία και η Ιταλία -δύο από τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης- έχουν μειώσει τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη τους τελευταίους μήνες. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη Ρώμη, όπου η βραδεία ανάπτυξη θα εντείνει τα προβλήματα του αδύναμου τραπεζικού κλάδου και του υψηλού δημόσιου χρέους. Εν τω μεταξύ, ένα σκληρό Brexit θα μπορούσε να προκαλέσει άλλα προβλήματα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, η οικονομική επιβράδυνση της Κίνας θα συνεχίσει να δημιουργεί δυσφορία στους μεγάλους εμπορικούς της εταίρους. Για την ώρα, το Πεκίνο παίρνει επαρκή μέτρα για να αποτρέψει την επιβολή περισσότερων δασμών από τις ΗΠΑ, όμως οι εσωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, όπως ο εύθραυστος τραπεζικός της τομέας και το υψηλό επίπεδο εταιρικού χρέους, θα «βάλουν φρένο» στην ανάπτυξή της.
Οι ΗΠΑ επανεξετάζουν τη στρατιωτική τους θέση
Τον τελευταίο χρόνο, οι ΗΠΑ έχουν στρέψει την προσοχή τους σε θέματα ασφάλειας από τις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή και αλλού, προς τις αναδυόμενες απειλές, ιδιαίτερα αυτές που έρχονται από τη Ρωσία και την Κίνα. Η ανακοίνωση της Ουάσινγκτον περί επικείμενης απόσυρσης των στρατιωτικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν και τη Συρία εντάσσονται στο πλαίσιο αυτό. Το Stratfor σημειώνει πως στην ετήσια πρόβλεψή του δεν είχε προβλέψει την έκταση της επιθυμίας του Τραμπ να μειώσει την παρουσία της χώρας του και στα δύο θέατρα. Αν και οι ΗΠΑ θα συντηρήσουν κάποια παρουσία και στις δύο χώρες, ο Τραμπ έχει ειδοποιήσει πως θα τηρήσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις, αποσύροντας με κάποιον τρόπο στρατιώτες από το Αφγανιστάν και τη Συρία.
Και, όπως ανέφερε το Stratfor στην ετήσια πρόβλεψή του για το 2019, η ένταση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων έχει επιταχύνει την κατάρρευση των συμφωνιών για τον έλεγχο των εξοπλισμών, όπως φάνηκε από την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη INF. Η επικαιροποιημένη έκθεση για την Πυραυλική Άμυνα των ΗΠΑ κατευθύνει τις προσπάθειες του Πενταγώνου προς ένα σύστημα πυραυλικής άμυνας που θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπίσει τα οπλοστάσια της Κίνας και της Ρωσίας.
Η νέα κούρσα εξοπλισμών μεταξύ των τριών χωρών θα επικεντρώνεται όχι μόνο στα στρατηγικά όπλα, περιλαμβανομένων των υπερηχητικών, αλλά και στην τεχνητή νοημοσύνη, στον αυτοματισμό και στον κυβερνοχώρο. Αυτά είναι μακροπρόθεσμα θέματα, όμως ο υπόλοιπος κόσμος θα συνεχίσει να απαιτεί οι τρεις χώρες να καθορίσουν κανόνες κυβερνοασφάλειας αυτό το τρίμηνο. Ωστόσο, καμία από τις τρεις χώρες δεν αναμένεται να ακούσουν τις εκκλήσεις αυτές, επιλέγοντας αντιθέτως να συνεχίσουν να αναπτύσσουν εργαλεία του κυβερνοχώρου για επιθετικούς σκοπούς.
Η Ουάσινγκτον αλλάζει τις προτεραιότητες στη Μέση Ανατολή
Μια άλλη σημαντική προτεραιότητα για τις ΗΠΑ είναι η παγκόσμια και περιφερειακή εκστρατεία κατά του Ιράν. Αν και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν έχουν ακόμα στηρίξει την επιθετική στρατηγική του Λευκού Οίκου, ωστόσο έχουν αρχίσει να τηρούν πιο σκληρή στάση έναντι του Ιράν, απαιτώντας η Τεχεράνη να κάνει υποχωρήσεις στην περιφερειακή στρατηγική της και στο πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων ως αντάλλαγμα για την αντίσταση των Βρυξελλών στις κυρώσεις της Ουάσινγκτον. Αυτή η τάση θα συνεχιστεί αυτό το τρίμηνο καθώς οι ΗΠΑ θα πιέζουν οικονομικά το Ιράν, παρέχοντας λιγότερες εξαιρέσεις από τις κυρώσεις στους πετρελαϊκούς πελάτες της Ισλαμικής Δημοκρατίας τον Μάιο. Για αυτό το τρίμηνο, όμως, το Ιράν είναι απίθανο να γίνει πιο δυναμικό σε ό,τι αφορά το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Η φθίνουσα πορεία του Ισλαμικού κράτους στο Ιράκ και στη Συρία έχει επίσης ωθήσει το κέντρο της παγκόσμιας τζιχαντιστικής δραστηριότητας προς την Αφρική, διασφαλίζοντας πως οι περιφερειακές μάχες κατά της al Shabaab, του Ισλαμικού Κράτους-Επαρχία Δυτικής Αφρικής, της Jamaat Nusrat al-Islam wal-Muslimin και άλλων τζιχαντιστικών οργανώσεων στην Αφρική θα βρεθούν στο επίκεντρο των παγκόσμιων αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων. Ενώ οι ΗΠΑ θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνση των περιφερειακών αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων σε περιοχές όπως η Σομαλία, η σταδιακή στροφή της προσοχής τους από την αντιτρομοκρατία, σημαίνει πως άλλες ώρες, κυρίως η Γαλλία, θα βρεθούν στο επίκεντρο της μάχης κατά των Ισλαμιστών μαχητών. Το Παρίσι θα συνεχίσει τις επιχειρήσεις στο Μάλι, στο Τσαντ και στον Νίγηρα.
Μια νέα πραγματικότητα για τους πετρελαιοπαραγωγούς
Για τους παραγωγούς πετρελαίου όπως η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, η νέα πραγματικότητα είναι η συνεχιζόμενη συνεργασία. Η παραγωγή πετρελαίου της Βόρειας Αμερικής αυξάνεται αδιάκοπα, και οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εξάγουν αργό πετρέλαιο σε επίπεδα ρεκόρ. Μια τέτοια μεταβολή στην αγορά πετρελαίου θα μπορούσε τελικά να αναγκάσει τη Μόσχα και το Ριάντ να σχηματίσουν συμμαχία στην παραγωγή πετρελαίου, επισημοποιώντας μια de facto συνεργασία η οποία επιβλέπει τις προμήθειες πετρελαίου από την αρχή του 2017. Ενώ αυτό το μπλοκ θα μπορέσει να διαχειριστεί σε έναν βαθμό τις τιμές του πετρελαίου, ωστόσο οι ΗΠΑ θα παρουσιάσουν ένα πειστικό επιχείρημα για τη διατήρηση της παραγωγής σε υψηλά επίπεδα για να αποτραπούν οι αυξήσεις στις τιμές.
Το πετρελαϊκό ζήτημα θα δημιουργήσει πρόβλημα στις σχέσεις Σαουδικής Αραβίας-ΗΠΑ, που ήδη επιδεινώνονται λόγω των προσπαθειών του Κογκρέσου των ΗΠΑ να μειώσει τη συνεργασία με το Ριάντ. Ως αποτέλεσμα, το βασίλειο κοιτάζει να βελτιώσει τους οικονομικούς δεσμούς με τους αντιπάλους των ΗΠΑ -την Κίνα και τη Ρωσία.