Με τις ΗΠΑ και μεγάλο τμήμα της Λατινικής Αμερικής να έχει αναγνωρίσει τον ηγέτη της αντιπολίτευσης στην Βενεζουέλα Χουάν Γκουαϊδό ως προσωρινό πρόεδρο, κηρύσσοντας στην διαδικασία τον πρόεδρο Νικολά Μαδούρο ως «παράνομο», η χώρα φαίνεται πως οδεύει σε μια χαοτική και βίαια, αλλαγή ηγεσίας.
Καθώς κλιμακώνεται η ένταση αυξάνονται και οι πιθανότητες να αντιμετωπίσει η Βενεζουέλα στρατιωτική επέμβαση (μια επιλογή που η Ουάσιγκτον έως τώρα αρνείται να βγάλει από το τραπέζι), ειδικά αν το Καράκας αντιδράσει με μαζική βία κατά των διαδηλωτών της αντιπολίτευσης.
Παρά την αδύναμη θέση στην οποία βρίσκονται οι ένοπλες δυνάμεις της Βενεζουέλας, όμως, μια στρατιωτική επιχείρηση στη χώρα είναι απίθανο να είναι μια απλή και απρόσκοπτη διαδικασία.
Ενας στρατός που αντανακλά την χώρα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Βενεζουέλας βρίσκονται σε σημαντικά εξασθενημένη κατάσταση μετά από χρόνια δυσκολιών και βασάνων στη χώρα. Η κυβέρνηση Μαδούρο μπορεί να έχει την αφοσίωση των ανώτατων αξιωματικών, αλλά δεν μπορεί να εξαρτάται στη στήριξη όλων των βαθμίδων.
Οι άνδρες και οι γυναίκες του στρατού αποτελούν αντανάκλαση της ευρύτερης κοινωνίας της χώρας, η οποία είναι βαθύτατα διχασμένη. Αν η κυβέρνηση διατάξει τον στρατό να προχωρήσει σε βίαια και μεγάλης κλίμακας μέτρα καταστολής των αντικυβερνητικών διαδηλωτών πολλοί στρατιώτες πιθανότατα θα λιποτακτήσουν κατά κύματα. Στην πραγματικότητα, αυτές οι ανησυχίες για την πίστη του στρατού αποθαρρύνουν το Καράκας από το να τον διατάξει να καταστείλει τις διαδηλώσεις και η κυβέρνηση στηρίζεται σε περισσότερο πιστούς, ιδεολογικά, σχηματισμούς, όπως η Εθνική Φρουρά.
Ο στρατός υποφέρει και από ένα κατακλυσμό άλλων προβλημάτων, πολλά από τα οποία υπήρχαν πολύ πριν μπει η χώρα σε κρίση. Η εκπαίδευση, για παράδειγμα, δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα εντατική στις Ενοπλες Δυνάμεις, αλλά είναι τώρα ένα εξόφθαλμο πρόβλημα εξαιτίας της έλλειψης σε τρόφιμα και καύσιμα, η οποία κρατά τις στρατιωτικές μονάδες αδρανείς στα στρατόπεδα τους.
Η διαφθορά, ο νεποτισμός και η ευνοιοκρατία έχουν επίσης διαβρώσει την συνολική αποτελεσματικότητα του στρατού. Ο φραξιονισμός παροξύνει αυτά τα μειονεκτήματα, τα οποία έχουν αρχίσει να εμποδίζουν το έλεγχο και τη συνεργασία μεταξύ επιμέρους κλάδων.
Αν εξεταστούν όλες οι παράμετροι ο στρατός ίσως εμφανίζεται ως ένας από τους δυνατότερους στη Λατινική Αμερική, αλλά τα βαθιά προβλήματα που αντιμετωπίζει σημαίνουν ότι έχει περιορισμένη δυνατότητα να υπερασπιστεί τη χώρα αποτελεσματικά σε περίπτωση σοβαρής εξωτερικής επίθεσης. Αντίθετα, είναι πιο πιθανό να συνθλιβεί αν δεχθεί σοβαρή πίεση.
Οι προκλήσεις
Παρ' όλα αυτά υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους μια εξωτερική στρατιωτική επέμβαση στην Βενεζουέλα δεν θα είναι «περίπατος». Ακόμα και αν ευμεγέθεις ομάδες στρατιωτών ίσως να αρνηθούν να στρέψουν τα όπλα στους πολίτες της χώρας, μια εισβολή θα μπορούσε να τις κινητοποιήσει ώστε να αντισταθούν στον εξωτερικό εχθρό. Και σε αντίθεση με τις ένοπλες δυνάμεις της Λιβύης στην επέμβαση του 2011 που εν τέλει αποκαθήλωσε τον Μ. Καντάφι, ο στρατός της Βενεζουέλας είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένος και απολαμβάνει πολύ πιο ευνοϊκού γεωγραφικού ανάγλυφου. Επιπλέον, η χώρα θα μπορούσε να λάβει εξωτερική βοήθεια από συμμάχους όπως η Ρωσία, κάτι που θα περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τα σχέδια επέμβασης.
Οποιαδήποτε στρατιωτική δράση κατά της Βενεζουέλας θα περιλαμβάνει, κατά πάσα πιθανότητα, μια σημαντική αεροπορική εκστρατεία με πρώτο και σημαντικότερο στόχο να εξασφαλίσει υπεροχή στους αιθέρες.
Η μόνη χώρα που είναι εξοπλισμένη για να διεξάγει τέτοια επιχείρηση είναι οι ΗΠΑ. Κολομβία και Βραζιλία, δυο ισχυρά γειτονικά κράτη που αντιτίθενται στην κυβέρνηση Μαδούρο, δεν έχουν τα κατάλληλα αεροσκάφη ώστε να εξουδετερώσουν την Πολεμική Αεροπορία της Βενεζουέλας και την αντιαεροπορική της άμυνα. Ακόμα και αν οι πιλότοι της Βενεζουέλας υπολείπονται σε ικανότητα των αντίστοιχων της Βραζιλίας και της Κολομβίας, διαθέτουν ένα πλεονέκτημα εξαιτίας των καλύτερων πολεμικών αεροσκαφών, ειδικά των ρωσικών Su-30MK2. Η Βραζιλία, για παράδειγμα, μόλις τώρα άρχισε να αντιμετωπίζει την τεχνολογική ανισορροπία, καθώς θα αποκτήσει φέτος τα πρώτα σουηδικά μαχητικά JAS 39E Gripen.
Μια αεροπορική εκστρατεία των ΗΠΑ χωρίς αμφιβολία θα αποδεκατίσει τις αεροπορικές δυνάμεις της Βενεζουέλας, αλλά θα απαιτηθεί σημαντική προσπάθεια για να καταστείλει και να καταστρέψει τις πυροβολαρχίες εδάφους-αέρος. Αυτό θα είναι μια περίπλοκη προσπάθεια, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τις δυνάμεις του Καντάφι, οι μονάδες αεράμυνας της Βενεζουέλας θα επωφελούνται από το γεγονός ότι είναι κινητές και την αφθονία τόσο αστικού περιβάλλοντος, όσο και ζούγκλας. Επιπρόσθετα, ο στρατός της χώρας, ως σύνολο, είναι πολύ μεγάλος, χωρίς να προστεθούν διάφορες παραστρατιωτικές ομάδες, και σχετικά καλά εξοπλισμένος με ελαφρά και βαρέα όπλα. Με αυτές τις δυνάμεις και δεδομένης του εδάφους θα απαιτηθεί παρατεταμένη αεροπορική επιχείρηση για να τις καταστείλει.
Εφιάλτης η διοικητική μέριμνα
Εκτός εάν μια επέμβαση πυροδοτήσει μαζική εξέγερση που θα ανατρέψει γρήγορα την κυβέρνηση, οποιαδήποτε προσπάθεια για εμπλοκή χερσαίων δυνάμεων θα αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα. Δεδομένου το μεγέθους και του πληθυσμού της Βενεζουέλας θα απαιτηθεί μια ευμεγέθης στρατιωτική δύναμη από την χώρα ή τις χώρες που θα εισβάλλουν. Ενας τέτοιος στρατός θα πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της πορείας που θα ακολουθήσει στη Βενεζουέλα.
Η απόβαση είναι εγγενώς επικίνδυνη γιατί οι αμφίβιες επιχειρήσεις είναι από τις πλέον περίπλοκες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Χερσαία εισβολή από την Κολομβία ή τη Βραζιλία αντιμετωπίζουν δύσκολο ανάγλυφο, περίπλοκο εφοδιασμό και εκτενείς γραμμές ανεφοδιασμού που θα είναι ευάλωτες σε επιθέσεις ανταρτών. Στην πραγματικότητα μια επέμβαση θα μπορούσε γρήγορα να πάρει διαστάσεις μιας εκ των μεγαλύτερων στρατιωτικών επιχειρήσεων παγκοσμίως μετά την εισβολή στο Ιρακ το 2003.
Όλα τα παραπάνω τονίζουν το γιατί μια στρατιωτική επέμβαση στη Βενεζουέλα δεν συγκρίνεται με προηγούμενες στην περιοχή, όπως στη Γρανάδα (1983), την Αϊτή (1994-1995) ή τον Παναμά (1989-1990). Δε είναι επίσης παρόμοια με αυτή του 2011 στην Λιβύη.
Ο πληθυσμός, το μέγεθος, το ανάγλυφο και ο οπλισμός της Βενεζουέλας «εξασφαλίζουν» ότι μια μακρά στρατιωτική επιχείρηση θα είναι σχεδόν αναπόφευκτη αν η αρχική δράση δεν ανατρέψει γρήγορα την κυβέρνηση Μαδούρο ή δεν προκαλέσει την κατάρρευση των ενόπλων δυνάμεων.
Ακόμα και εάν μια επίθεση ήταν επιτυχημένη, οι επικεφαλής της θα αντιμετωπίσουν μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση στην οποία θα πρέπει να στραφούν από τις πολεμικές επιχειρήσεις στην στήριξη μιας νέας κυβέρνησης και τις προσπάθειες ανάταξης της κατεστραμμένης οικονομίας και του συστήματος διανομής τροφίμων, χωρίς να αναφερθούμε στην προοπτική να αντιμετωπίσουν πιθανές επιθέσεις και μια παρατεταμένη εξέγερση από δυνάμεις Chavistas που θα χάσουν τα προνόμιά τους. Και υπάρχουν και άλλα πιεστικά ζητήματα, όπως ένα μεταναστευτικό κύμα, οι συνέπειες της σύρραξης στον ενεργειακό τομέα ή μια δυνητική εξάπλωση της βίας.
Για να το θέσουμε απλά, η ανατροπή του Μαδούρο μέσω εξωτερικής επέμβασης είναι απίθανο να προσφέρει μια παράκαμψη στην επίλυση των αμέτρητων προβλημάτων της Βενεζουέλας.