Η Βενεζουέλα οδεύει προς μια χαοτική, βίαιη μετάβαση εξουσίας. Η κυβέρνηση μάχεται μια χαμένη μάχη ενάντια στην φθίνουσα πετρελαϊκή παραγωγή και τις ακόρεστες πολιτικές ελίτ της.
Οι χαμηλές τιμές πετρελαίου, οι υψηλές κυβερνητικές δαπάνες και η ακραία διαφθορά κατέστρεψαν τον ενεργειακό τομέα της Βενεζουέλας –τη μοναδική πηγή εξαγωγικών εσόδων της χώρας. Χωρίς να έχουν πλέον τα τεράστια ποσά πετρελαϊκού χρήματος για να γεμίσουν τις τσέπες τους -αλλά και να χρηματοδοτήσουν τα λαϊκιστικά κοινωνικά προγράμματα- οι ισχυροί πολιτικοί ηγέτες της Βενεζουέλας δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ανταγωνιστούν για ό,τι απέμεινε από τα έσοδα. Και αυτό που απέμεινε δεν θα είναι αρκετό για να τους κρατήσει όλους χαρούμενους για πολύ καιρό. Οι αγεφύρωτες διαφορές έρχονται γρήγορα στην επιφάνεια.
Με την ώθηση των αμερικανικών κυρώσεων και τις πιο έντονες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης, οι διαιρέσεις μεταξύ των ηγετών της χώρας επεκτείνονται. Τα βασικά ερωτήματα που θα πρέπει να τεθούν σε αυτή τη φάση είναι πώς θα διευθετήσουν τις διαφορές τους τα μέλη της κυβέρνησης της Βενεζουέλας –και πότε.
Στο Stratfor παρακολουθούμε στενά τη Βενεζουέλα για διάφορους λόγους. Βασικός, όμως, είναι ένα απλό γεγονός: η φύση της πτώσης της νυν κυβέρνησης από την εξουσία θα επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το πόσο σημαντική θα είναι για τον έξω κόσμο η οικονομικά απομονωμένη και βαθύτατα φτωχή χώρα. Το πώς και πότε θα διευθετήσουν τις διαφορές τους οι ελίτ της χώρας έχει σημασία διότι η Βενεζουέλα είναι πιθανό να υποστεί σοβαρές ζημιές -τόσο πολιτικές όσο και φυσικές- καθώς θα κάνει τη μετάβαση από την προεδρία του Νίκολας Μαδούρο.
Σ’ αυτό το σημείο θα είναι σχεδόν αδύνατο να αποφύγει ο Μαδούρο ένα χαοτικό αποτέλεσμα. Το να επιτρέψει ελεύθερες εκλογές -όπως απαιτούν οι ΗΠΑ και η αντιπολίτευση της Βενεζουέλας- δεν αποτελεί πλέον επιλογή. Ο Μαδούρο δικαίως φοβάται πως η αντιπολίτευση, ενισχυμένη από πρώην συμμάχους, θα τον δικάσει διότι προήδρευσε της κατάβασης της Βενεζουέλας στη δικτατορία και στην οικονομική κρίση. Ως εκ τούτου, θα αντισταθεί στις προσπάθειες να εκδιωχθεί από την εξουσία, αυξάνοντας τις πιθανότητες μιας βίαιης μετάβασης.
Η στάση της κυβέρνησης Τραμπ για τη Βενεζουέλα είναι κομβικής σημασίας για τον χρόνο της μετάβασης της εξουσίας στη Βενεζουέλα. Ο Λευκός Οίκος εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής εμπάργκο στις πετρελαϊκές εισαγωγές, κάτι που εάν υλοποιηθεί ουσιαστικά θα εγγυηθεί πως θα υπάρξει μεγαλύτερος διχασμός εντός του κυβερνώντος κόμματος. Όμως ένα εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου και η επιβολή ακόμα βαρύτερων κυρώσεων δεν είναι αναπόφευκτα, υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ και κατά τέτοιων ενεργειών εντός της αμερικανικής κυβέρνησης. Όμως ένα τιμωρητικό σενάριο αξίζει να εξεταστεί διότι θα οδηγούσε τις σχέσεις της Βενεζουέλας με τις ΗΠΑ σε ένα πιο περίπλοκο μονοπάτι.
Γενική άποψη πως ο Μαδούρο πρέπει να φύγει
Αν υπάρχει ένα στοιχείο στο οποίο γενικά συμφωνούν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στη Λατινική Αμερική, είναι πως ο Μαδούρο πρέπει να φύγει. Η αντιπολίτευση της Βενεζουέλας, άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και η υπόλοιπη Βόρεια Αμερική, θεωρούν τη Βενεζουέλα ως μια πυριτιδαποθήκη που μια σπίθα χρειάζεται για να αλλάξει αναγκαστικά καθεστώς. Η γενική άποψη είναι πως η κοινωνική κρίση στη Βενεζουέλα έχει φτάσει σε σημείο που η άσκηση περισσότερης διπλωματικής και οικονομικής πίεσης θα αναγκάσει τελικά την κυβέρνηση Μαδούρο να φύγει από την εξουσία.
Η από καιρό περιθωριοποιημένη αντιπολίτευση της Βενεζουέλας έκανε γρήγορα γνωστές τις προθέσεις της για το 2019. Το σχέδιό της βασίζεται στις πανεθνικές διαδηλώσεις προκειμένου να αναγκαστεί να φύγει από την εξουσία ο Μαδούρο.
Στηριζόμενος σε άρθρο του συντάγματος της χώρας που επιτρέπει στους Βενεζουελάνους να εξεγείρονται κατά μιας παράνομης κυβέρνησης, ο Χουάν Γκουαϊντό, ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης της Βενεζουέλας η οποία ελέγχεται από την αντιπολίτευση, δήλωσε στις αρχές του μήνα πως αυτός είναι ο νόμιμος κληρονόμος της πολιτικής εξουσίας στη Βενεζουέλα. Στις 23 Ιανουαρίου, αυτοανακηρύχθηκε προσωρινός πρόεδρος. Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εξέδωσε γρήγορα ανακοίνωση με την οποία αναγνώρισε τον Γκουαϊντό ως τον προσωρινό ηγέτη της Βενεζουέλας. Βραζιλία, Κολομβία και άλλες Λατινοαμερικανικές χώρες σύντομα έπραξαν το ίδιο.
Οι συνθήκες για την ανακοίνωση του Γκουαϊντό ορίστηκαν στις 4 Ιανουαρίου, περίπου μια εβδομάδα προτού ξεκινήσει η αμφισβητούμενη από πολλούς δεύτερη θητεία του Μαδούρο, όταν σχεδόν όλες οι χώρες της Λατινικής Αμερικής αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση Μαδούρο ως τη νόμιμη κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Ωστόσο, μεγαλύτερη ανησυχία προκάλεσε στο Καράκας η είδηση πως ο Λευκός Οίκος εξετάζει σοβαρά την πιθανότητα εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου.
Αν και δεν είναι μια καινούρια σκέψη για τον Λευκό Οίκο -αξιωματούχοι μιλούν για το ενδεχόμενο εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου εδώ και πάνω από έναν χρόνο- ωστόσο ο χρονισμός ήταν ιδιαίτερα κακός για τον Μαδούρο. Αν και η κυβέρνηση θα μπορούσε γρήγορα να αναζητήσει (και πιθανότατα να βρει) αγοραστές για το πετρέλαιό της αλλού, ωστόσο οι μεγάλοι παραγωγοί -φοβούμενοι ένα αυστηρότερο καθεστώς κυρώσεων- θα έφευγαν από τη χώρα, επιδεινώνοντας την πτώση της πετρελαϊκής παραγωγής της Βενεζουέλας.
Η μοναδική πηγή εσόδων της κυβέρνησης της Βενεζουέλας θα συρρικνώνονταν ακόμα περισσότερο, πιέζοντας το Καράκας να βρει εναλλακτικές πηγές εσόδων προκειμένου να παραμείνουν πιστοί στο καθεστώς οι στρατιωτικοί αρχηγοί και να μην επηρεαστούν οι πολιτικές συμμαχίες εντός του κυβερνώντος κόμματος.
Όμως η Ουάσινγκτον δεν κατέληξε στη στρατηγική αυτή επειδή η απομάκρυνση του Μαδούρο έχει κάποια στρατηγική σημασία. Η Βενεζουέλα είναι μια γεωπολιτική «μαρίδα», που βρίσκεται στη νοτιοανατολική περιφέρεια της Καραϊβικής και ήταν χαμηλής σημασίας για την έξω κόσμο μέχρι την ανακάλυψη πετρελαίου εκεί, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Η σχέση της χώρας με τις παγκόσμιες πετρελαϊκές αγορές και τους δανειστές κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, καθώς η ημερήσια παραγωγή πετρελαίου της ξεπέρασε τα 3 εκατ. βαρέλια ημερησίως, ποσότητα αρκετή για να εδραιώσει τη θέση της ως ενός σχετικά σημαντικού μέλους του OPEC.
Καθώς ο πρώην πρόεδρος Ούγκο Τσάβεζ αύξανε τις δημόσιες δαπάνες για να προσελκύσει ψηφοφόρους και να διασφαλίσει την επιβίωση της κυβέρνησής του, τα δημόσια οικονομικά και η πετρελαϊκή παραγωγή υπέφεραν.
Οι ξένες επενδύσεις στέρεψαν καθώς οι απαλλοτριώσεις, οι μηχανισμοί νομισματικής κατανομής και η διαφθορά έκαναν τη Βενεζουέλα πιο επικίνδυνο μέρος για επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η Βενεζουέλα ξεθώριαζε από την παγκόσμια σκηνή, καθώς μειώνονταν η πετρελαϊκή παραγωγή της.
Σε ό,τι αφορά τη Βενεζουέλα, οι πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ διαμορφώνονται κυρίως από τα γεγονότα επιτοπίως και τις ετερόκλητες ανησυχίες για την ασφάλεια. Η χώρα έχει σημασία για τις ΗΠΑ μόνο σε εξειδικευμένους όρους. Μια συγκεκριμένη περιοχή ενδιαφέροντος αφορά τους ομολογιούχους, αυτούς που έχουν προσφύγει στη διαιτησία και τους πιστωτές που προσπαθούν η Βενεζουέλα να μην εκτροχιαστεί σε ό,τι αφορά τις πληρωμές που τους χρωστά.
Η άλλη βασική ανησυχία παρακολουθείται από υπηρεσίες και αξιωματούχους στη Ουάσιγκτον. Οι λιγότερο υγιείς δραστηριότητες της κυβέρνησης της Βενεζουέλας -που περιλαμβάνουν τη διακίνηση ναρκωτικών, τη χρηματοδότηση ανταρτών στην Κολομβία, τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις καταστροφικές οικονομικές πολιτικές που οδηγούν σε μαζική μετανάστευση προς γειτονικές χώρες, συμμαχικές με τις ΗΠΑ- την φέρνουν σε πορεία σύγκρουσης με τις πολιτικές που ενστερνίζονται διάφορα μέρη της αμερικανικής κυβέρνησης. Αυτά τα συμφέροντα στρατηγικού επιπέδου παροτρύνουν την κυβέρνηση Τραμπ να κινηθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, μια κατεύθυνση που θα έδιωχνε τον Μαδούρο από την εξουσία.
Ο κίνδυνος δημιουργίας μεγαλύτερων προβλημάτων
Η ανησυχία που προκαλεί την θέση της κυβέρνησης είναι πως, αν την αφήσουν, η κυβέρνηση Μαδούρο θα αντέξει, με μια ασταθή πολιτική μορφή στην οποία οι πολιτικές ελίτ θα συνεχίσουν να κερδίζουν από τις παράνομες δραστηριότητες. Θα χρειάζονταν χρόνια οι ελίτ της Βενεζουέλας να στραφούν η μία κατά της άλλης στο σενάριο αυτό. Τα μέλη του Λευκού Οίκου που ενστερνίζονται την ταχεία αλλαγή καθεστώτος, όπως ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Τζον Μπόλτον, θεωρούν πως η κυβέρνηση Μαδούρο είναι αδύναμη και πιθανό να πέσει νωρίτερα αν ασκηθεί περισσότερη πίεση.
Η λογική είναι απλή. Αν οι στρατιωτικοί και πολιτικοί σύμμαχοι που αντιστέκονται στην κυβέρνηση Μαδούρο αντιληφθούν ένα πιο άμεσο μέλλον όπου τα πετρελαϊκά έσοδα σπανίζουν και οι ίδιοι θα πρέπει να ανταγωνίζονται για το ποιος θα πάρει τα «αποφάγια», τότε θα στραφούν κατά του προέδρου και θα τον απομακρύνουν. Οι ελίτ που θα απομείνουν θα είναι τότε πιθανότερο να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για να επιτύχουν μια κάποιας μορφής πολιτική συνύπαρξη.
Όμως οι σοβαρότερες κυρώσεις που εξετάζει η κυβέρνηση Τραμπ προκειμένου να αυξήσει το διακύβευμα για τον Μαδούρο και τους συμμάχους του κινδυνεύουν να κάνουν τη Βενεζουέλα πιο ασταθή μακροπρόθεσμα, σχεδόν εξασφαλίζοντας ότι οι ΗΠΑ ή άλλες εξωτερικές δυνάμεις θα παίξουν πολύ σημαντικότερο ρόλο στην διακυβέρνηση της Βενεζουέλας και στη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησής της τη δεκαετία του 2020.
Αποδυναμωμένη από την πολύχρονη οικονομική κακοδιαχείριση, η οποιαδήποτε κυβέρνηση της Βενεζουέλας διαδεχθεί τον Μαδούρο θα είναι ανίκανη να εκπληρώσει βασικές λειτουργίες της διακυβέρνησης. Θα έρχονταν αντιμέτωπη με ανεπαρκείς δημόσιες υποδομές και με έναν κατεστραμμένο ιδιωτικό τομέα. Και με την πετρελαϊκή παραγωγή της χώρας να έχει μειωθεί σημαντικά, θα είχε μια μειωμένη φορολογική βάση.
Η Ουάσινγκτον θα έριχνε δισεκατομμύρια δολάρια για την ανοικοδόμηση της Βενεζουέλας, όμως η πολιτική και οικονομική σταθερότητα δεν θα έρχονταν γρήγορα. Ο δημόσιος ενεργειακός τομέας θα απαιτούσε επενδύσεις ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων απλά και μόνο για να διατηρήσει την πετρελαϊκή παραγωγή. Μια νέα κυβέρνηση θα κληρονομούσε τα προβλήματα των παλιών και τα ζητήματα εκείνα που ενοχλούν την Ουάσινγκτον -όπως η ενδημική διακίνηση κοκαΐνης- πιθανότατα δεν θα βελτιώνονταν.
Αν στραφεί επιτυχώς ο στρατός κατά του Μαδούρο, υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν μεγαλύτερα προβλήματα για τη Βενεζουέλα και τους γείτονές της. Η πολιτική επιβίωση του Μαδούρο -και αυτή των συνεργών του- εξαρτάται από σκοτεινές συμμαχίες με βασικούς στρατιωτικούς διοικητές που συντηρούν το status quo για το δικό τους συμφέρον. Κάποιο από αυτούς κερδίζουν άμεσα από τις παράνομες δραστηριότητες και άλλοι παρακολουθούνται στενά για να διασφαλιστεί η αφοσίωσή τους.
Ένα αυστηρότερο καθεστώς κυρώσεων θα αποδυνάμωνε σημαντικά βασικούς σύμμαχους, όμως αν ο στρατός στραφεί κατά του κράτους, τότε η κατάσταση θα εξελίσσονταν σε μια βίαιη, δύσκολη αντιπαράθεση μεταξύ διαφόρων φραξιών των ενόπλων δυνάμεων. Ακόμα και μια σύντομη σύγκρουση κινδυνεύει να καταστρέψει δρόμους, γέφυρες, κρατικά κτίρια και υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας. Μια παρατεταμένη σύγκρουση θα οδηγούσε ακόμα περισσότερους Βενεζουελάνους στη Βραζιλία, στην Κολομβία, στο Εκουαδόρ και στο Περού, αυξάνοντας το οικονομικό βάρος για τις κυβερνήσεις αυτές, την ώρα που δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν και να βοηθήσουν τους εκατοντάδες χιλιάδες νεοαφιχθέντες.
Δεν προβλέπεται ομαλή προσγείωση
Η τελική πορεία δράσης της κυβέρνησης Τραμπ σε ό,τι αφορά τη Βενεζουέλα, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις προσωπικότητες του Λευκού Οίκου. Όποιος αξιωματούχος επιχειρηματολογήσει πειστικότερα υπέρ ή κατά των αυστηρότερων κυρώσεων θα επηρεάσει την απόφαση του Τραμπ ως προς το πώς και πότε να πιέσει περισσότερο τη Βενεζουέλα. Εσωτερικοί πολιτικοί παράγοντες -όπως οι ανησυχίες των από πολιτείες του Κόλπου αναφορικά με τις επιπτώσεις των κυρώσεων στα αμερικανικά διυλιστήρια, τους υπαλλήλους τους και τους εγχώριους καταναλωτές καυσίμων- επίσης θα επηρεάσουν την απόφαση Τραμπ. Όμως οι αυξανόμενες εντάσεις εντός της Βενεζουέλας θα καθορίσουν επίσης το πώς θα αντιδράσει ο έξω κόσμος.
Η αντιπολίτευση είναι έτοιμη να πραγματοποιήσει περισσότερες διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης. Ακόμα και αν οι διαδηλώσεις αυτές δεν καταφέρουν να ανατρέψουν τον Μαδούρο, ωστόσο θα κρατήσουν το θέμα της Βενεζουέλας στο «ραντάρ» της Ουάσινγκτον. Τα γεγονότα εκεί θα τροφοδοτήσουν επίσης τις αντιλήψεις των αμερικανών αξιωματούχων ως προς το τι πρέπει να γίνει με τη Βενεζουέλα. Για παράδειγμα, αν οι δυνάμεις ασφαλείας σκοτώσουν εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες διαδηλωτές σε μια σύντομη χρονική περίοδο, τότε τα «γεράκια» του υπουργικού συμβουλίου του Τραπ θα ζητήσουν αμέσως την επιβολή σκληρότερων κυρώσεων και, αν η κατάσταση είναι αρκετά κακή, ακόμα και στρατιωτική επέμβαση.
Ακόμα και με την απειλή σκληρών κυρώσεων και εξέγερσης, οι ηγέτες της Βενεζουέλας δεν μπορούν εύκολα να αλλάξουν πορεία για να ικανοποιήσουν τους αντιπάλους τους. Είναι υπερβολικά μπλεγμένες σε τρελά κερδοφόρες παράνομες δραστηριότητες και υπερβολικά παγιωμένοι σε ισχυρούς κρατικούς θεσμούς. Δυο δεκαετίες απολυταρχικής διακυβέρνησης έχουν δημιουργήσει μια εχθρότητα μεταξύ όλων των εμπλεκομένων, που δεν μπορεί να επιλυθεί.
Το κόστος της εθελοντικής αποχώρησης από την εξουσία είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο μπορεί να αντέξει η ηγεσία της χώρας. Η κατ’ οίκον φυλάκιση ή η έκδοση στις ΗΠΑ είναι πιθανότητα για πολλούς. Έτσι έχουν προσκολληθεί στην εξουσία παρά την τεράστια αποδοκιμασία από το εσωτερικό και το εξωτερικό.
Σε αυτό το ρευστό περιβάλλον, ούτε η αντιπολίτευση της Βενεζουέλας ούτε οι ΗΠΑ μπορούν να διευκολύνουν μια «ομαλή προσγείωση» για τον Μαδούρο και τους υποστηρικτές του. Οι συνθήκες για μια σχετικά απλή αλλαγή κυβέρνησης δεν υπάρχουν πια.
Το πώς ακριβώς και πότε θα έρθει η μετάβαση εξουσίας στη Βενεζουέλα είναι ένα ανοικτό ερώτημα, όμως αυτό θα γίνει σύντομα και θα είναι μια άτακτη και πιθανόν βίαιη διαδικασία.